To βλέπεις και δεν το πιστεύεις. Τιμή για το ηλεκτρικό ρεύμα στην Ελλάδα: 134,39 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Η ακριβότερη στην Ευρώπη.

Αν τη συγκρίνουμε, μάλιστα, με τις τιμές χονδρικής στο ρεύμα που πληρώνουν οι δυτικοευρωπαίοι, που βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο μισθολογικό επίπεδο από τους Έλληνες, σε πιάνει πανικός.

Γαλλία: 54,60 ευρώ η μεγαβατώρα.

Βέλγιο: 63,06 ευρώ η μεγαβατώρα.

Ισπανία: 76,74 ευρώ η μεγαβατώρα.

Γερμανία: 80,94 ευρώ η μεγαβατώρα.

Ιταλία: 122,50 ευρώ η μεγαβατώρα.

Μετά τον πανικό, έρχεται η οργή. Γιατί; Τι κάνουμε λάθος, τέλος πάντων, και πληρώνουμε το ρεύμα διπλάσιο από τους Βέλγους και τριπλάσιο από τους Γάλλους, που έχουν αντίστοιχα και υπερπολλαπλάσιους μισθούς απ’ ότι εμείς;

Έχουμε συνηθίσει πια η Ελλάδα να πρωτοπορεί σ’ αυτού του είδους τα ρεπορτάζ. Η θέση μας δεν αλλάζει και το έχουμε πια αποδεχτεί. Μπορεί οι τιμές να μην βρίσκονται πια στα δυσθεώρητα ύψη που βρίσκονταν π.χ. τον Δεκέμβριο του 2022, αλλά συγκριτικά έχουμε μειονεκτήσει πολύ σε σχέση με τις άλλες χώρες, που βρίσκονταν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση μ’ εμάς, αλλά φρόντισαν με τις πολιτικές τους να μειώσουν τις τιμές για τους καταναλωτές τους.

Γιατί πληρώνουμε ακόμα το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη;

Πιο ακριβό το ρεύμα στην Γαλλία πριν 1,5 χρόνο!

Συγκρίνετε αριθμούς: Τον Δεκέμβριο του 2022 η Ελλάδα ήταν η 6η πιο ακριβή αγορά της Ευρώπης στη χονδρική τιμή ρεύματος, με τιμή 276,9 ευρώ/μεγαβατώρα. Ανάμεσα στις πέντε που μας προσπερνούσαν, όμως, ήταν το Βέλγιο (278,06 ευρώ/μεγαβατώρα), η Γαλλία (279,57 ευρώ/μεγαβατώρα) και η Ιταλία (297,26 ευρώ/μεγαβατώρα). Από αυτές τις χώρες, μόνο η Ιταλία θα μπορούσε να συγκριθεί και σήμερα μαζί μας. Ποσοστιαία, μας έχει ξεπεράσει κι αυτή σε μείωση. Για τη Γαλλία και το Βέλγιο δεν χρειάζεται να γραφτεί τίποτε άλλο, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.

Η βασική αιτία των υψηλών τιμών βρίσκεται στο μείγμα καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή, στο οποίο κυρίαρχη θέση έχει το φυσικό αέριο με ποσοστό πάνω από 40% στη δική μας χώρα. Σε αντίθεση με άλλα κράτη, όπως η Γαλλία όπου την οριακή τιμή του συστήματος μπορεί να ορίζουν για κάποιες ημέρες τα πυρηνικά, ή τη Γερμανία και τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης τα αιολικά, στην Ελλάδα την οριακή τιμή καθορίζει το ακριβό φυσικό αέριο.

Οι ειδικοί από τη ΡΑΕ λένε ότι η συμμετοχή του λιγνίτη είναι χαμηλή, ενώ οι ΑΠΕ (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) μόνο για μερικές ώρες μπορούν να ορίσουν τιμή. Κι αυτό παρά την έντονη (παρα)φιλολογία ότι θα πνιγούμε από ανεμογεννήτριες. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η μεγαλύτερη ζήτηση για ρεύμα γίνεται τις νυχτερινές ώρες μας καθιστά μια προβληματική αγορά. Κοινώς, θα πρέπει να το συνηθίσουμε ότι, όσο έχουμε αυτές τις αναλογίες στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, θα έχουμε και μια από τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη, αν όχι την ακριβότερη.

Αυτά ακριβώς τα προβλήματα, σε συνάρτηση με τη ρηχή χρηματιστηριακή αγορά της Ελλάδας, τον περιορισμένο ανταγωνισμό σε επίπεδο παραγωγής και τις περιορισμένες διασυνδέσεις ωθούν τις τιμές περισσότερο προς τα πάνω.

Το μοντέλο τιμολόγησης που ισχύει με βάση τη μέση τιμή του μήνα προστατεύει τους παραγωγούς από το ρίσκο της ημερήσιας διακύμανσης κι όχι μόνο αυτό: Αφήνει στους εισαγωγείς ρεύματος και περιθώρια υψηλότατου κέρδους, που φτάνουν κάποιες φορές στα επίπεδα της αισχροκέρδειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το καλοκαίρι, όπου η ζήτηση για ρεύμα ήταν υψηλότατη λόγω και της εκτεταμένης χρήσης κλιματιστικών, οι εισαγωγές κάλυψαν ως και το 35%40% της ζήτησης, αλλά με τρελά κέρδη: Αγόραζαν τη μεγαβατώρα σε τιμές περίπου 50 ευρώ από γειτονικές χώρες και την πουλούσαν τέσσερις φορές πάνω (!) στην ελληνική αγορά.

Το χειρότερο για την ελληνική αγορά είναι ότι το «άνοιγμα» σε περισσότερους του ενός παρόχους δεν λειτούργησε ανταγωνιστικά, όσο τουλάχιστον περίμεναν όσοι το επέβαλλαν. Οι εταιρείες αντί να χτυπήσουν προς τα κάτω τις τιμές, στην ουσία ανταγωνίζονται μόνο σε κάποια πακέτα προσφορών, τα οποία είναι ψίχουλα μπροστά σ’ αυτά που κερδίζουν όλοι.