Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, αν και δεν είναι απαραίτητο: Ο Νίκος Παππάς δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους. Είναι ενήλικας εδώ και πολλά χρόνια, είναι δημόσιο πρόσωπο ακόμα περισσότερα, άρα έχει απόλυτη συναίσθηση του πώς παίζεται το παιχνίδι. Ούτε ήταν επί χρόνια κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου, προφυλαγμένος μέσα σ’ ένα ακαδημαϊκό κουκούλι, και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος πρώτη φορά με διαδικτυακές επιθέσεις, όπως ο ίδιος καταγγέλλει.
Καλώς ή κακώς (τι κλισέ κι αυτό, προφανώς κακώς, κάκιστα) ο Παππάς έχει νιώσει στο πετσί του το hatespeech. Αλλά μπορεί να αναγνωρίζει και τις παγίδες, τα δόκανα που μπορεί να στήνονται και να παρουσιάζονται μπροστά του κάθε στιγμή. Ο ίδιος ο βίος και η πολιτεία του στο μπάσκετ ήταν μια διαρκής ένταση. Την οποία ο ίδιος καλλιέργησε, σε μεγάλο βαθμό. Κοινώς, το γούσταρε να ζει μ’ αυτή την ένταση, να προκαλεί συναισθήματα, ακόμα και αρνητικά, από το να περνάει απαρατήρητος. Αν ήθελε να περάσει έτσι τη ζωή του, προφανώς ακόμα θα’ παιζε μπάσκετ και θα’ βαζε καλάθια.
Δεν τα βάζει πια, όμως. Είναι ευρωβουλευτής. Εκλεγμένος. Με 132.024 σταυρούς. Ανθρώπους που εκτίμησαν την παρουσία του, αυτό που «βγάζει» ως άνθρωπος, και τον έστειλαν στις Βρυξέλλες να τους εκπροσωπήσει.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι επειδή έγινε ευρωβουλευτής θα πρέπει να αλλάξει στάση; Να μην μιλάει όπως μιλούσε; Να μην φέρεται όπως φερόταν; Μα, αυτό θα ήταν μεγαλύτερη υποκρισία, πιο σημαντικό λάθος απ’ αυτό που του καταλογίζουν τώρα. Ο κόσμος, όσοι τον ψήφισαν τέλος πάντων, είδαν μια εικόνα που τους άρεσε, την εκτίμησαν κι έβαλαν έναν σταυρό. Το να βλέπουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που έβλεπαν πριν είναι ό,τι χειρότερο.
Πάμε παρακάτω: Απαξιωτικός ο χαρακτηρισμός «μπατσάκο» με τον οποίο απευθύνθηκε ο Νίκος Παππάς στον αστυνομικό. Ας αφήσουμε στην άκρη τελείως τα γύρω-γύρω: Το αν προκλήθηκε, τι είπαν κι έγραψαν μεταξύ τους πιο πριν, την ουσία δηλαδή της υπόθεσης. Αναμφίβολα, το να αναφέρεσαι σε αστυνομικό μ’ αυτό το χαρακτηρισμό δεν είναι και τίτλος τιμής. Είναι, όμως, να αναρωτιέται κανείς γιατί είναι πιο βαρύ όταν αυτή τη λέξη την ξεστομίζει ένας ευρωβουλευτής από το να την ξεστομίζει ένας οποιοσδήποτε πολίτης, έτσι ώστε να ξεσηκώνεται κύμα διαμαρτυρίας και να βγαίνουν επίσημες καταδικαστικές ανακοινώσεις, που να τον προτρέπουν κιόλας να παραιτηθεί ή να προτρέπουν τους πολιτικούς του προϊσταμένους να τον αποπέμψουν.
Δεν είναι υποκριτικό, τη στιγμή που ακούς αυτούς τους (σίγουρα αρνητικούς) χαρακτηρισμούς καθημερινά, από ανθρώπους γύρω σου, και μάλιστα προερχόμενους όχι από έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, να μην σε πειράζουν καθόλου όταν εκστομίζονται από τον πάσα έναν και να σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν τις λέει ένας «εκπρόσωπος του λαού»; Χειρότερο δεν είναι αυτό το comme Il faut, το να σκέφτεσαι «μπάτσος» και να μην το λες ή να μην το γράφεις, γιατί θα ενοχληθούν κάποια ευαίσθητα μάτια και αυτιά;
Κι αυτά τα μάτια και τα αυτιά πού ήταν όταν η πολιτική ζωή έχει γίνει ένας ανοιχτός βόθρος που βρωμάει και ζέχνει, με βρισιές, με κατάρες, με ειρωνείες απίστευτες, με υπονοούμενα ρατσιστικά και σεξιστικά, με απειλές; Και μάλιστα σε απευθείας μετάδοση τις περισσότερες φορές, μπροστά στις κάμερες; Με σκηνοθέτες εκπομπών, μάλιστα, να σηκώνουν τα χέρια τους και να πανηγυρίζουν όταν ανάβουν τα αίματα στο στούντιο κι αρχίζει το ξεκατίνιασμα, σίγουροι ότι θα ανέβουν και τα νούμερα;
Πάμε και σε κάτι άλλο: «Κακό ψόφο σε ό,τι αγαπάς» ακούγεται να λέει σε ηχητικό ο Παππάς απευθυνόμενος στον αστυνομικό. Κι εδώ κάθε δικαιολογία πάει περίπατο. Ο Νίκος Παππάς γίνεται ίδιος μ’ αυτούς που κατηγορεί. Παίρνει το hatespeech (ένα σημαντικό και υποβαθμισμένο πρόβλημα στην χώρα όπως δείχνει και αυτή εδώ η έρευνα) που έχει εισπράξει τόσα χρόνια (ψόφους, καρκίνους, χιαστούς κτλ.) και το πετάει στα μούτρα.
Τι κάνει; Δεν μπορεί να συγκρατηθεί, λέει. Τον απειλούν τον ίδιο και την οικογένειά του, ξαναλέει. Και είναι σα να μην τα λέει. Κανείς δεν τα ακούει. Ακούς μόνο έναν άνθρωπο να «εύχεται» κάτι τόσο βαρύ και, όσο σκληρόπετσος και αδιάφορος κι αν είσαι, αισθάνεσαι μια πίκρα στο στόμα, μια αηδία.
Κάποια στιγμή πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με το τι φεύγει από το στόμα μας ή από τα δάχτυλά μας στο πληκτρολόγιο. Να συνειδητοποιήσουμε αν καταλαβαίνουμε τι λέμε, πόσο βαρύ είναι αυτό που λέμε και αν άξιζε, στην τελική, να το πούμε ή να το γράψουμε. Κι αν το θεωρήσουμε βαρύ, να το πάρουμε πίσω.
Αυτό μάλιστα, έχει την απαίτηση κανείς να το κάνει ο Νίκος Παππάς. Ένας άνθρωπος που και οι ορκισμένοι εχθροί του παραδέχονται ότι είναι ευαισθητοποιημένος, ότι κάνει «γκελ» στον κόσμο ακριβώς επειδή, με όλες τις ιδιαιτερότητές του, έχει δείξει ότι έχει στο νου του να κάνει το καλό. Κι έχει κάνει πράγματα που δεν έχουμε δει από αθλητή επαγγελματία, και μάλιστα εν ενεργεία.