Το πως βλέπει η κυβέρνηση τις φωτιές, τις πλημμύρες και τα όσα συμβαίνουν στον πλανήτη τα τελευταία χρόνια, το έδειξε εξαρχής και απολύτως ξεκάθαρα από τον τίτλο του νέου υπουργείου εου έφτιαξε για να τις αντιμετωπίζει. “Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης”. “Κρίσης”!!!! Όχι “Αλλαγής”. Γιατί γι’ αυτούς αυτό συμβαίνει, άλλη μια “κρίση”. Μπορεί να μην δέχονται την αλήθεια του πλανήτη, μπορεί απλά να το αποφάσισαν γιατί οι επικοινωνιολόγοι τους είπαν πως θα “πουλάει περισσότερο”. Έτσι κι αλλιώς, αποδεδειγμένα, όλες τις αποφάσεις τους για κάθε τι που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, έτσι τις λαμβάνουν. Μικρές έρευνες, στοχευμένες, κρυφές, διάβασμα των αποτελεσμάτων με τους επικοινωνιολόγους, και μετά “πέτα μια χοντράδα στα media να δούμε πως θα την δει η κοινή γνώμη, και ετοιμαστείτε για να απλώσουμε το σχέδιο όπως το έχουμε στήσει”. Όπου σχέδιο, μην τα παραλέμε, δεν είναι σχεδόν ποτέ τίποτα πολύ οργανωμένο, και ξεκάθαρα καθόλου μελετημένο σε βάθος. Για οτιδήποτε.
Η κυβέρνηση πάντα μας θυμίζει όλα τα καλά που κάνει. Για καιρό. Με μεγάλους τίτλους. Με φωνές και δύναμη. Με στοιχεία, με αριθμούς, με συνεντεύξεις, με, με, με… Αντίλογο και αντεπιχειρήματα δεν δέχεται βέβαια, αλλά όταν θέλει να μιλήσει για κάτι καλό που έκανε, του δίνει και καταλαβαίνει. Αλλά για κάποιο λόγο δεν έχουμε δει πέντε χρόνια τώρα ΚΑΝΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟ, ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗ, ΤΙΠΟΤΑ που να δείχνει έργο, αποτελεσματικότητα, σχέδιο έστω μελετημένο, ανεπτυγμένο και εν εξελίξει σχετικό με το περιβάλλον, την προστασία του, την πρόληψη, την κλιματική αλλαγή και όσα δραματικά φέρνει στην χώρα και τις ζωές μας. Καταλαβαίνετε γιατί… Απλά γιατί δεν υπάρχει.
Είναι γεγονός ότι κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα σηματοδοτείται από την ανησυχία και το φόβο των πυρκαγιών. Καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, οι Έλληνες πολίτες παρακολουθούν με αγωνία τις ειδήσεις για τις πυρκαγιές που απειλούν να καταστρέψουν περιουσίες, δάση, και να διαταράξουν ζωές. Παρά τις επαναλαμβανόμενες τραγωδίες και τις δεκάδες χιλιάδες στρεμμάτων που καταστρέφονται κάθε χρόνο, η αντιμετώπιση από την κυβέρνηση φαίνεται να εστιάζει μόνο στο να μην υπάρξουν νεκροί, παραμελώντας τη σημασία της πρόληψης, της κατάλληλης προετοιμασίας, και της μακροπρόθεσμης στρατηγικής.
Μια Κοντόφθαλμη Πολιτική Διαχείρισης Κρίσεων
Ας ξεκινήσουμε με το προφανές: η κυβέρνηση φέρεται να ενδιαφέρεται κυρίως για την αποφυγή απωλειών σε ανθρώπινες ζωές κατά τις πυρκαγιές. Φυσικά, αυτό είναι αναγκαίο και σωστό. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι η ύψιστη προτεραιότητα. Όμως, η υπερβολική έμφαση στη διάσωση και μόνο, χωρίς παράλληλη πρόληψη, μοιάζει με μια πολιτική που τρέχει πίσω από τα γεγονότα, αντί να τα προλαμβάνει. Οι ενέργειες της κυβέρνησης δεν δείχνουν να κινούνται με στρατηγικό σχέδιο, αλλά μάλλον να λειτουργούν αντιδραστικά, με μοναδικό στόχο να αποφευχθεί μια επανάληψη της τραγωδίας του Ματιού το 2018, όπου χάθηκαν 102 άνθρωποι.
Η αποτυχία στη διαχείριση των πυρκαγιών αντανακλάται στην ίδια την πολιτική της κυβέρνησης που βασίζεται σε ένα σχέδιο «μετά τη φωτιά», παρά σε ένα σχέδιο «πριν τη φωτιά». Οι φωτιές συνεχίζουν να καίνε κάθε καλοκαίρι, με τεράστιες ζημιές στο φυσικό περιβάλλον και την οικονομία της χώρας, ενώ οι υποδομές και η δασική διαχείριση παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα προετοιμασίας.
Η Ανεπάρκεια των Προληπτικών Μέτρων
Παρά τις τραγικές απώλειες και τις συνεχείς καταστροφές, η Ελλάδα συνεχίζει να αποτυγχάνει στη δημιουργία ενός συνεκτικού και μακροπρόθεσμου σχεδίου για την πρόληψη των πυρκαγιών. Το 2021, η κυβέρνηση δημιούργησε το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, το οποίο θεωρήθηκε ως ένα σημαντικό βήμα για την καλύτερη διαχείριση των φυσικών καταστροφών. Ωστόσο, αυτή η κίνηση έμεινε περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική.
Τα προληπτικά μέτρα, όπως η συντήρηση των δασικών δρόμων, η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών, και η απομάκρυνση της ξηρής βλάστησης, είτε καθυστερούν, είτε δεν εφαρμόζονται καθόλου. Ο γραφειοκρατικός μαραθώνιος και η αργή απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων εμποδίζουν την ουσιαστική εφαρμογή των σχεδίων. Τα παραδείγματα άλλων χωρών, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, όπου η πρόληψη έχει αποδώσει καρπούς με τη μείωση των πυρκαγιών, δείχνουν ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει περισσότερα αν επενδύσει στην πρόληψη.
Η Εξάρτηση από την Καταστολή και η Έλλειψη Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής
Η έμφαση της ελληνικής κυβέρνησης στην καταστολή των πυρκαγιών, δηλαδή στην πυρόσβεση και όχι στην πρόληψη, αναδεικνύει μια σοβαρή έλλειψη μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Η χρήση αεροπλάνων, πυροσβεστικών οχημάτων, και εθελοντών είναι σημαντική, αλλά έρχεται σε δεύτερο χρόνο, όταν η φωτιά έχει ήδη ξεσπάσει. Είναι μια προσέγγιση που βασίζεται στην αντίδραση και όχι στην πρόληψη.
Αν και η κυβέρνηση λέει πως ΘΑ ενισχύσει τα μέσα πυρόσβεσης με νέες αγορές εξοπλισμού και προσλήψεις, το πρόβλημα είναι ότι αυτό συμβαίνει μόνο κατά την περίοδο της πυρόσβεσης και όχι καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα λέγαμε και νωρίτερα. Παραγγελίες 2,1 δις ευρώ για εξοπλισμό επιτέλους έκανε την άνοιξη, αλλά οι παραδόσεις θα αρχίσουν το 2025, για να ολοκληρωθούν, όταν θα έχουν γίνει εκλογές για την επόμενη κυβέρνηση. Οι εκπαιδευτικές δράσεις, η ενημέρωση των πολιτών και οι στρατηγικές για τη μείωση των καύσιμων υλικών στα δάση παραμένουν περιορισμένες. Ακόμη, η χρήση τεχνολογιών για την έγκαιρη ανίχνευση πυρκαγιών, κάτι που έχει βοηθήσει άλλες χώρες να μειώσουν τις ζημιές από τις πυρκαγιές, είναι σε εμβρυακό στάδιο στην Ελλάδα. Τι “τεχνητή νοημοσύνη”, και τι drones, και τι δορυφορικά συστήματα και “τεχνολογίες αιχμής” ακούγαμε όλο το χειμώνα και την άνοιξη, αλλά όταν άρχισαν να φυσάνε μποφόρια στο λεκανοπέδιο, τα δυο πενηντάχρονα Canadair είδαμε κι ακούσαμε μόνο να βοηθούν τους υπερανθρώπους πυροσβέστες.
Όπλα από τον προϋπολογισμό – Περιβαλλοντική προστασία από Ευρωπαϊκές Χρηματοδοτήσεις
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η εξάρτηση της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω προγραμμάτων όπως το Ταμείο Ανάκαμψης είναι σημαντική, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για εθνικές στρατηγικές και επενδύσεις. Η καθυστέρηση στην απορρόφηση αυτών των κονδυλίων και η αναποτελεσματική χρήση τους καταδεικνύουν την έλλειψη σχεδιασμού και την αδυναμία της κυβέρνησης να αναλάβει πρωτοβουλίες ανεξάρτητα από εξωτερικές ενισχύσεις.
Παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα ANTI-NERO, το οποίο σχεδιάστηκε για την πρόληψη των πυρκαγιών μέσω της απομάκρυνσης της βλάστησης και της συντήρησης των δασικών υποδομών. Ωστόσο, η εφαρμογή του ήταν περιορισμένη και καθυστερημένη, αφήνοντας την Ελλάδα εκτεθειμένη στους κινδύνους. Οι δασικές εκτάσεις παραμένουν ευάλωτες και τα μέτρα πρόληψης συχνά ξεκινούν μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της πυροσβεστικής περιόδου, όταν είναι ήδη αργά.
Η Περιβαλλοντική και Οικονομική Καταστροφή
Το περιβάλλον και η οικονομία της χώρας υποφέρουν από την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις πυρκαγιές. Η απώλεια δασών, η μείωση της βιοποικιλότητας, και η υποβάθμιση των εδαφών οδηγούν σε μακροχρόνιες περιβαλλοντικές καταστροφές. Η καταστροφή δασικών εκτάσεων έχει σοβαρές συνέπειες και στην απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, αυξάνοντας το αποτύπωμα άνθρακα της χώρας και επιδεινώνοντας την κλιματική αλλαγή.
Από οικονομική άποψη, οι πυρκαγιές κοστίζουν δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στην Ελλάδα. Οι απώλειες στον τουρισμό, την αγροτική παραγωγή, και τις δασικές υπηρεσίες είναι ανυπολόγιστες. Και όμως, αντί η κυβέρνηση να επενδύσει στην πρόληψη αυτών των καταστροφών, επιλέγει να διαχειριστεί τις συνέπειες τους, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και επιβαρύνοντας την εθνική οικονομία με το κόστος αποκατάστασης.
Πολιτική Αδιαφορία και Έλλειψη Οράματος
Η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την αποφυγή πολιτικού κόστους παρά για τη δημιουργία μιας βιώσιμης στρατηγικής πρόληψης των πυρκαγιών. Οι πολιτικές διακηρύξεις και οι εντυπωσιακές δηλώσεις δεν αρκούν όταν η πράξη αποκαλύπτει την απουσία μακροπρόθεσμης προετοιμασίας και ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Είναι πασιφανές και αυταπόδεικτο πια, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να εστιάζει αποκλειστικά στο να αποφύγει την επανάληψη τραγωδιών όπως αυτή στο Μάτι το 2018, αλλά αποτυγχάνει να επενδύσει στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρόληψης και διαχείρισης των πυρκαγιών. Αυτή η αδυναμία δείχνει μια ευρύτερη πολιτική αδιαφορία για τις μακροχρόνιες συνέπειες των πυρκαγιών και την ανάγκη για ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται.
Η Ανάγκη για Πολιτική Υπευθυνότητα και Αποτελεσματικότητα
Η κατάσταση απαιτεί μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που η ελληνική κυβέρνηση προσεγγίζει το ζήτημα των πυρκαγιών. Αντί να επικεντρώνεται μόνο στην αποφυγή απωλειών σε ανθρώπινες ζωές, πρέπει να ενσωματώσει μια πιο ολιστική στρατηγική που να περιλαμβάνει την πρόληψη, την προετοιμασία, και τη μακροχρόνια αποκατάσταση των καμένων περιοχών.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης πρέπει να μετακινηθούν από την αντίδραση στην πρόληψη, επενδύοντας σε μέτρα που θα μειώσουν την πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιών και θα περιορίσουν την εξάπλωσή τους. Αυτό περιλαμβάνει τη βελτίωση της δασικής διαχείρισης, τη χρήση νέων τεχνολογιών για την παρακολούθηση και ανίχνευση των πυρκαγιών, καθώς και την ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να υπάρξει πολιτική δέσμευση για τη μακροπρόθεσμη αποκατάσταση των καμένων περιοχών. Αυτό δεν σημαίνει μόνο την αναδάσωση, αλλά και την αποκατάσταση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των πληγεισών περιοχών, μέσα από επενδύσεις σε βιώσιμες αγροτικές πρακτικές και την υποστήριξη της τοπικής οικονομίας.
Αφήσανε τα σχέδια, και πιάσανε τα “βοήθα Παναγιά”
Είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ξεπεράσει την πολιτική του «απλά να μην υπάρξουν νεκροί» και να προχωρήσει σε ουσιαστικά μέτρα που θα προστατεύσουν το φυσικό περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες από τις καταστροφικές συνέπειες των πυρκαγιών. Η έλλειψη πρόληψης και η ανεπάρκεια στην προετοιμασία δεν είναι μόνο σημάδι κακής διαχείρισης, αλλά και ένδειξη βαθύτερης πολιτικής αποτυχίας.
Η Ελλάδα χρειάζεται ηγεσία που θα αναγνωρίσει τις σοβαρές επιπτώσεις των πυρκαγιών και θα δράσει αποφασιστικά για να αποτρέψει τη συνεχή καταστροφή του περιβάλλοντος και της εθνικής οικονομίας. Χωρίς μια τέτοια αλλαγή, οι πυρκαγιές θα συνεχίσουν να αποτελούν έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη, αφήνοντας πίσω τους όχι μόνο καμένες εκτάσεις, αλλά και μια κοινωνία σε συνεχή φόβο και αβεβαιότητα.