Με άπειρο Kenergy αποφάσισε ο Γιάνης Βαρουφάκης να πει την γνώμη του για την ταινία Barbie (περιμένουμε με αγωνία και αποψάρα για Oppenheimer). Προφανώς, πήγε κι αυτός όπως όλος ο κόσμος να δει το blockbuster του καλοκαιριού. Ήταν τόσο συντριπτική η επιτυχία της Barbie που οι ειδικοί δηλώνουν ότι οι αρνητικές επιπτώσεις του Covid-19 στον κινηματογράφο επίσημα τελείωσαν.
Watched Barbie last night. Went in fearing that I might be won over. Misplaced fear. Found it excruciatingly awful. Shame on progressive-feminist critics who gave it good reviews. A triumph of corporate propaganda over cinematic values/art. Miss it if you can!
— Yanis Varoufakis (@yanisvaroufakis) August 21, 2023
Δεν άρεσε στον Γιάνη η Barbie κι αυτό είναι έκδηλο στο οργισμένο του tweet: «Είδα την Barbie χθες το βράδυ. Πήγα επιφυλακτικός με την υποψία ότι μπορεί να με κερδίσει. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι. Το βρήκα βασανιστικά απαίσιο. Ντροπή στους προοδευτικούς-φεμινιστές κριτικούς που της έδωσαν καλές κριτικές. Ένας θρίαμβος της εταιρικής προπαγάνδας έναντι των κινηματογραφικών αξιών/τέχνης. Αν μπορείτε να το αποφύγετε!».
Κάποιος έπρεπε να τον προειδοποιήσει ότι προϋπολογισμός μάρκετινγκ για την Barbie ήταν 150 εκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας τα 145 εκατομμύρια δολάρια που κόστισε η ίδια η ταινία. Για μήνες, η Mattel και η Warner Bros. χρησιμοποίησαν το marketing (αυτή την υπερπαραγωγή της Mattel) για να δώσουν στο κοινό μια γεύση από τον παστέλ κόσμο της Barbie. Απέδωσε στο box office. Με το παραπάνω.
Σε συνδυασμό με το “Oppenheimer“, οι δύο ταινίες είχαν την τέταρτη μεγαλύτερη συλλογική συμμετοχή στο box office στην ιστορία των ΗΠΑ και τη μεγαλύτερη προσέλευση από την πανδημία. Το φαινόμενο «Barbenheimer» έσωσε τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Συμφωνεί και με την Le Monde, η υπερπαραγωγή 100 εκατομμυρίων δολαρίων της Γκρέτα Γκέργουιγκ δεν άρεσε καθόλου στην Murielle Joudet της Le Monde. Το άρθρο της μάλλον δεν θα αρέσει στα αφεντικά της Mattel. H διαφημιστική καμπάνια γύρω από την Barbie ήταν στα όρια της παρενόχλησης ξεκινά το άρθρο της η δημοσιογράφος. Αποκαλεί την σκηνοθέτρια μια υπάλληλο ενός στούντιο παραγωγής.
Σύμφωνα με την κριτικό, το δημιούργημα της Γκρέτα Γκέργουικ και του συντρόφου και συν-σεναριογράφου, Νόα Μπάουμπακ αποτελεί μια άκομψη προσπάθεια αυτοσαρκασμού, ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών-μηνυμάτων που κλείνουν το μάτι στον θεατή και νομίζει ότι βλέπει κάτι «ψαγμένο» και ελεύθερο από κατευθύνσεις και επιταγές των εργοδοτών του, αλλά στην πραγματικότητα, απλώς υπηρετούνται με άλλο τρόπο το όραμά τους και τα οικονομικά τους σχέδια.
Εξάλλου, όπως αναφέρει η Le Monde, αυτή η φιλοδοξία του διευθύνοντα συμβούλου της Mattel: «Να μεταβούμε από μια εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών, η οποία κατασκευάζει αντικείμενα, σε μια εταιρεία πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία διαχειρίζεται franchises».