“Αριστοτέλης Ρήγας: Όταν η κωμωδία διαβάζει την κοινωνία σου καλύτερα κι από εσένα”
Υπάρχουν stand-up shows και υπάρχουν εμπειρίες που σε κάνουν να νιώθεις ότι το σύμπαν, ή έστω ένας καραφλός με μούσια τύπος με κιθάρα, σχολιάζει το κωμικοτραγικό της ύπαρξής σου με τρόπους που ούτε η ψυχοθεραπεία σου δεν τολμά να αγγίξει. Το “Και το όνομα αυτού“, το νέο σόου του Αριστοτέλη Ρήγα που ανέβηκε πρόσφατα στο YouTube, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Είναι αστείο πώς ο Ρήγας καταφέρνει να σου μιλήσει για τα μεγάλα (τη ματαιότητα της φήμης, την κοινωνική αποξένωση, το “ποιος είμαι εγώ τελικά;”) μέσα από τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα: λογοπαίγνια για χωρισμένους πολεοδόμους, για μαθηματικούς και αστυνομικούς, ακόμα και για ταχυδρομικά περιστέρια που κάποτε αντιπροσώπευαν την πιο… φτερωτή μορφή επικοινωνίας.
Είναι σαν να βλέπεις τον David Foster Wallace να γράφει ένα stand-up με λογοπαίγνια: οι λέξεις, οι έννοιες και η πραγματικότητα στριφογυρνάνε σε ένα κωμικό βερτιγκό. Αλλά πίσω από τα γέλια, υπάρχει πάντα αυτή η γνώριμη γεύση: η ζωή είναι λίγο θλιβερή, λίγο γελοία και τρομερά δύσκολη να την εξηγήσεις – ακριβώς όπως το χιούμορ του Ρήγα.

Ο Ρήγας, η αυτοαναφορικότητα και η κωμωδία που πατάει γερά στο σήμερα
Από την αρχή κιόλας της παράστασης, ο Ρήγας σε πιάνει από το χέρι – ή μάλλον από τον εγκέφαλο. Με την χαρακτηριστική αμηχανία της αυτοειρωνείας, δηλώνει ότι το να μιλάς για 90 λεπτά μόνος σου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κι όμως, το κάνει να μοιάζει αβίαστο. Όχι γιατί έχει έτοιμες απαντήσεις, αλλά γιατί έχει τις κατάλληλες ερωτήσεις.
Το χιούμορ του κινείται σαν μαχαιριά που κόβει το περιττό λίπος της καθημερινότητας:
“Δεν είμαι διάσημος. Αν ήμουν, κανείς δεν θα με ρωτούσε ‘από πού σε ξέρω;’. Κανείς δεν έχει πάει ποτέ στον Ρουβά να του πει ‘ρε παλικάρι, από πού σε ξέρω;’”
Η φήμη, λοιπόν, ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα γεμάτο σύγχυση, κρίνεται και αποδομείται με μία ατάκα. Και εσύ, γελάς. Αλλά και σκέφτεσαι. Γιατί στην τελική, ποιον αφορά η αναγνωρισιμότητα όταν ο κόσμος είναι γεμάτος καραφλούς με μούσια που μοιάζουν μεταξύ τους; Στον κόσμο του Ρήγα, η διάσημη ταυτότητα είναι ένα default setting που δεν σε σώζει από την υπαρξιακή κρίση.

Λογοπαίγνια: Το όπλο των ευφυών (ή των απελπισμένων; Ή και των δύο)
Ο Ρήγας γνωρίζει ότι τα λογοπαίγνια είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο είδος χιούμορ. Κι όμως, τα χρησιμοποιεί σαν υπαρξιακά ρητορικά ερωτήματα μεταμφιεσμένα σε χαριτωμένες λέξεις:
- «Χώρισε ένα ζευγάρι πολεοδόμων. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.»
- «Μπήκαν αστυνομικοί στο μαθηματικό. Ένα το κρατούμε.»
Στην επιφάνεια, γελάς. Στην ουσία, όμως, ο Ρήγας ασχολείται με τον τρόπο που η γλώσσα καθορίζει την πραγματικότητα. Πόσο κοντά είναι η αστεία λέξη από την οδυνηρή αλήθεια; Πόσο εύκολα μπορείς να δραπετεύσεις από τη σοβαρότητα με ένα έξυπνο παιχνίδι λέξεων;
Είναι σαν να σου λέει: “Ξέρω ότι η ζωή σε βαραίνει. Ορίστε ένα αστείο που μοιάζει χαζό, αλλά σε λίγο θα σε πιάσει 3 τα ξημερώματα και θα αναρωτιέσαι ‘γιατί γέλασα τόσο πολύ;’”

Μουσική κωμωδία: Η κιθάρα που ξέρει περισσότερα απ’ ό,τι λες
Η μουσική κωμωδία του Ρήγα δεν είναι απλώς μια προσθήκη· είναι μια υπαρξιακή ανάγκη. Εκεί που τα λογοπαίγνια χτυπούν το μυαλό, η κιθάρα χτυπάει το συναίσθημα. Οι στίχοι του είναι γεμάτοι σάτιρα, αλλά ποτέ κακεντρέχεια. Είναι σαν να σου ψιθυρίζει ότι όλοι κουβαλάμε το ίδιο soundtrack αμηχανίας, χαμένων ευκαιριών και αστείων σκέψεων που δεν τολμήσαμε να πούμε φωναχτά.
Κι εκεί κάπου, αναδύεται και η κοινωνική κριτική. Ο Ρήγας, με τρόπο γοητευτικά υπόγειο, σου υπενθυμίζει πως τα μικρά πράγματα που γελοιοποιεί – από τη ματαιότητα των social media μέχρι τις σχέσεις που διαλύονται για γελοίους λόγους – είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας που προσπαθεί να δώσει νόημα στα ανούσια.
Η υπαρξιακή αμηχανία του σύγχρονου ανθρώπου (με κιθάρα και λογοπαίγνια)
Σε μια εποχή που όλοι θέλουν να γίνουν διάσημοι για πέντε λεπτά ή έστω να αποκτήσουν ένα viral story στο Instagram, ο Ρήγας έρχεται να ρίξει φως στην αμηχανία της μέτριας ύπαρξης. Κάτι σαν τον τύπο που δεν ξέρει αν πρέπει να χαιρετήσει όταν τον προσπερνάς στον δρόμο επειδή «από κάπου τον ξέρεις». Μόνο που αυτός ο τύπος είναι ο ίδιος και η παράσταση είναι το κοινωνικό σχόλιο που χρειάζεσαι, χωρίς να το έχεις ζητήσει.
Κι εδώ είναι το πιο δυνατό σημείο του Ρήγα: η ικανότητα να γεφυρώνει το ατομικό με το συλλογικό. Μιλάει για τον εαυτό του – έναν τύπο που δεν είναι διάσημος, που μπερδεύεται με τον διπλανό του, που κάνει λογοπαίγνια τα οποία κάποιες φορές είναι τόσο κακά που γίνονται σχεδόν φιλοσοφικά. Αλλά μιλάει και για όλους εμάς. Για εμάς που βιώνουμε το «σχεδόν» της καθημερινότητας – σχεδόν πετυχημένοι, σχεδόν ερωτευμένοι, σχεδόν ευτυχισμένοι.
Η αληθινή κωμωδία κρύβεται στις λεπτομέρειες
Ένα από τα πιο έξυπνα σημεία του σόου είναι η διαχείριση της σιωπής. Ναι, της σιωπής. Εκεί που άλλοι κωμικοί βιάζονται να καλύψουν κάθε παύση με λόγια, ο Ρήγας αφήνει τον χρόνο να κυλήσει. Κι εκεί καταλαβαίνεις κάτι βαθύτερο: ο άνθρωπος που στέκεται μπροστά σου είναι όσο άβολος, αβέβαιος και αστείος όσο κι εσύ.
Η σιωπή του Ρήγα δεν είναι κενή. Είναι γεμάτη από τις σκέψεις σου που τρέχουν, καθώς συνειδητοποιείς ότι πίσω από το αστείο για τον πρώτο ημιμαραθώνιο –που κάποιος θα σου δώσει συγχαρητήρια επειδή τον παράτησες στη μέση– κρύβεται μια αλήθεια για τη ζωή σου: κανείς δεν σου είπε ότι η ζωή είναι υποχρεωτικό να τη φτάσεις μέχρι το τέλος.
Τελικά, τι κάνει τον Ρήγα τόσο ξεχωριστό;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ίσως είναι ο τρόπος που συνδυάζει την ειρωνεία με μια γλυκιά αίσθηση κατανόησης. Ίσως είναι η μουσική κωμωδία του, που κάνει τα τραγούδια του να μοιάζουν με ερωτικές επιστολές προς όλους εμάς που αποτύχαμε με στιλ. Ή ίσως είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλους κωμικούς, δεν έχει την ανάγκη να σου πει «πόσο καλή είναι η κωμωδία του» – το καταλαβαίνεις μόνος σου.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε ένα αστείο για ταχυδρομικά περιστέρια και την υπαρξιακή κρίση ενός λογοπαίγνιου που “δουλεύει σαν καυτερή πιπεριά”, πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται:
“Ρε φίλε, αυτός ο τύπος με καταλαβαίνει.”
Το φινάλε: Όταν το γέλιο γίνεται παραδοχή
Ο Ρήγας κλείνει το σόου του χωρίς φανφάρες, χωρίς ψεύτικες συγκινήσεις. Κλείνει όπως ακριβώς πέρασε 90 λεπτά μαζί μας: αβίαστα, ειλικρινά, με ένα βλέμμα που λέει:
“Κι αν δεν καταλάβατε τίποτα απ’ όσα είπα, τουλάχιστον γελάσατε. Κι αυτό είναι αρκετό.”
Και ξέρεις κάτι; Είναι πράγματι αρκετό. Γιατί η κωμωδία του Αριστοτέλη Ρήγα δεν σε αφήνει απλώς να γελάσεις. Σε αφήνει να νιώσεις. Να νιώσεις πως η ζωή, στις καλύτερες στιγμές της, είναι απλώς μια σειρά από λογοπαίγνια που άλλες φορές καταλαβαίνεις και άλλες όχι. Και αυτό είναι ΟΚ.
Αν η κωμωδία είναι μια μορφή κοινωνικού σχολιασμού, ο Ρήγας δείχνει γιατί είναι απαραίτητη σήμερα περισσότερο από ποτέ. Γιατί όταν όλοι ψάχνουν το “νόημα” της ζωής, εκείνος έρχεται και σου λέει:
Ένα μεγάλο «μπράβο» σε εσάς που το αντέξατε
Η κωμωδία του Αριστοτέλη Ρήγα δεν είναι εύκολη. Θέλει να είσαι εκεί. Να ακούς. Να σκέφτεσαι. Να γελάς και να πιάνεις τον εαυτό σου να γυρνάει πίσω στις ίδιες αστείες φράσεις, με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόσουν εκείνο το μήνυμα που δεν απάντησες ποτέ ή εκείνη τη δουλειά που δεν πήρες.
Ο Ρήγας δεν είναι απλώς αστείος – είναι ένας παρατηρητής της ζωής μας, των ελλείψεών μας, των μισοτελειωμένων μας προσπαθειών. Και γι’ αυτό, τον αγαπάς λίγο παραπάνω. Γιατί κάπου ανάμεσα στα λογοπαίγνια, τα μουσικά ριφ και τα meta-sχόλια, σου λέει κάτι σημαντικό:
«Το να γελάς είναι εύκολο. Το να καταλαβαίνεις γιατί γελάς, είναι το δύσκολο.»
Και κάπου εκεί, συνειδητοποιείς ότι ο Ρήγας δεν κάνει απλά stand-up. Κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: σε κάνει να σκέφτεσαι ενώ γελάς. Και αυτό, φίλε αναγνώστη, είναι ίσως η πιο σπάνια μορφή τέχνης σήμερα.