Ο Κώστας Σημίτης βίωνε πάντα στην ζωή του, αυτό που προκαλεί και σήμερα η είδηση του θανάτου του. Μια σειρά από ποικίλα συναισθήματα και τελειώς διαφορετικές αναμνήσεις από και στην ελληνική κοινωνία. Για πολλούς, ο Σημίτης υπήρξε ο πολιτικός που έδωσε νέα διάσταση στην έννοια της διακυβέρνησης, επιδιώκοντας τον εξευρωπαϊσμό και την εκσυγχρονιστική μετάβαση της Ελλάδας στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα. Για άλλους, ήταν ο “ψυχρός τεχνοκράτης” με το επικοινωνιακό έλλειμμα που δεν μπορούσε να αγγίξει τις καρδιές των πολιτών, σε αντίθεση με το έντονο συναίσθημα και τη γοητεία του Ανδρέα Παπανδρέου. Η αλήθεια όμως είναι πιο σύνθετη και δεν αποτυπώνεται μονοδιάστατα στη δημόσια εικόνα του. Από ψυχολογική και κοινωνιολογική σκοπιά, η προσωπικότητα του Σημίτη και το ήθος της διακυβέρνησής του έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός διαφορετικού δρόμου για την ελληνική κοινωνία. Έναν δρόμο που έκρινε την συνέχεια, και που απέχει πολύ από την ρότα που έχουμε πάρει πλέον.

Κώστας Σημίτης ΠΑΣΟΚ εκσυγχρονισμός

Η προσωπικότητα “Κώστας Σημίτης” και το επικοινωνιακό προφίλ της

Ο Κώστας Σημίτης διέθετε χαρακτηριστικά που δεν ήταν κοινά στον πολιτικό κόσμο της εποχής του. Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου διέπρεπε ως χαρισματικός ηγέτης που μπορούσε να “μαγέψει” τα πλήθη με τη ρητορική δεινότητά του και τη συναισθηματική εγγύτητα που δημιουργούσε, ο Σημίτης στεκόταν στον αντίποδα. Η δημόσια εικόνα του ήταν εκείνη του “ακαδημαϊκού” ή του “τεχνοκράτη”: λιγομίλητος, εξαιρετικά προσεκτικός στις δηλώσεις του, αφοσιωμένος στη μελέτη και την ορθολογική ανάλυση των πολιτικών ζητημάτων. Κοινωνιολογικά, αυτή η έλλειψη “λαϊκής” αμεσότητας σε μια χώρα που παραδοσιακά τείνει να γοητεύεται από ρητορικά επιδέξιους ηγέτες, τον έθετε σε μειονεκτική θέση ως προς την καθημερινή επικοινωνία με τον μέσο ψηφοφόρο.

Σε ψυχολογικό επίπεδο, ο Σημίτης φάνταζε απόμακρος. Η σκηνοθεσία της δημόσιας παρουσίας του δεν στηριζόταν στον αυθορμητισμό ή στα στοιχεία του λαϊκισμού που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν άλλοι ηγέτες. Αντίθετα, επένδυσε στην εικόνα του σοβαρού και συνεπούς πολιτικού, που βάζει μπροστά το συλλογικό συμφέρον, συχνά εις βάρος της επικοινωνιακής του “γοητείας”. Πολλοί Έλληνες, έχοντας συνηθίσει σε έντονα φορτισμένες πολιτικές συγκεντρώσεις και σε ηγέτες που είχαν σχεδόν “πατρική” σχέση με τον λαό, δεν μπορούσαν εύκολα να ταυτιστούν με έναν πολιτικό αρχηγό ο οποίος περισσότερο θύμιζε καθηγητή σε αμφιθέατρο παρά πύρινο ρήτορα σε εξέδρα. Τα σαρδάμ του και τις αστοχίες του άλλωστε, τις είχε κάνει “brand” η Μαλβίνα, με τον μυθικό “Τάπερμαν“.

Κώστας Σημίτης ΠΑΣΟΚ εκσυγχρονισμός

Η κοινωνιολογική αντίθεση με το λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 και του ’80 είχε χτίσει έναν ισχυρό δεσμό με τον λαό, βασιζόμενο στην υπόσχεση για κοινωνική δικαιοσύνη, αναδιανομή εισοδήματος και εθνική ανεξαρτησία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την ικανότητα να ενσαρκώνει όλες αυτές τις επιθυμίες και τις ελπίδες. Οι ομιλίες του ήταν γεμάτες πάθος, δημιουργώντας αισθήματα ενότητας και “οικογένειας” στους υποστηρικτές του. Αυτό το μοντέλο λαϊκιστικής ρητορικής έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στο συλλογικό ασυνείδητο του Έλληνα πολίτη, ο οποίος ήθελε να αισθάνεται ότι ο ηγέτης βρίσκεται κοντά του, τον καταλαβαίνει, μιλά “στη γλώσσα του”.

Αντιθέτως, ο Κώστας Σημίτης επιχείρησε μια πιο “ψυχρή” και ορθολογική προσέγγιση, μακριά από τα μεγάλα λόγια και τις υπερβολικές υποσχέσεις. Με κοινωνιολογικούς όρους, αυτή η προσέγγιση τον έκανε να μοιάζει “ξένος” στο ίδιο του το κόμμα, καθώς πολλοί σύντροφοί του ερμήνευαν την έμφαση στην ευρωπαϊκή προοπτική και τις μεταρρυθμίσεις ως απομάκρυνση από την “ψυχή του λαού”. Ωστόσο, αυτή η στάση συνδέθηκε με μια προσπάθεια ανανέωσης της χώρας, ανοίγοντας δρόμους προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και εκσυγχρονισμό που ανέβασε τον πήχη στις απαιτήσεις του κράτους και των πολιτών για τον εαυτό τους.

Ο “εκσυγχρονισμός” και η διαφορά νοοτροπίας

Η βασική πολιτική παρακαταθήκη του Σημίτη μπορεί να συνοψιστεί σε μία λέξη: “εκσυγχρονισμός”. Αυτή η έννοια δεν αφορούσε απλώς την τεχνολογική ανάπτυξη ή τον οικονομικό φιλελευθερισμό· επεκτεινόταν και στις δομές του κράτους, στις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές των πολιτών. Η στροφή προς την Ευρώπη, η ένταξη στην ΟΝΕ και η προσπάθεια για βελτίωση των υποδομών της χώρας (είτε μιλάμε για έργα όπως το αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, είτε για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004) υπήρξαν στοιχεία καθοριστικής σημασίας για την Ελλάδα.

Από μια κοινωνιολογική οπτική, η πολιτική του Σημίτη ήταν παράγοντας μετάβασης από ένα “εσωστρεφές” μοντέλο, με έμφαση στις μικροπολιτικές και στο συναίσθημα, σε ένα πιο “ανοιχτό” και ορθολογικό πλαίσιο σκέψης. Αυτή η αλλαγή όμως συγκρουόταν με τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις ενός μέρους του ελληνικού λαού που αντιμετώπιζε επιφυλακτικά κάθε απόπειρα απεγκλωβισμού από τις παραδοσιακές δομές. Το αποτέλεσμα ήταν ένα γενικευμένο αίσθημα “απόστασης” από τον ηγέτη.

Η ψυχολογική επίδραση: από την ταύτιση στη δυσπιστία

Η χαρισματική ηγεσία λειτουργεί συχνά μέσα από την ταύτιση του πολίτη με τον ηγέτη. Στην περίπτωση του Παπανδρέου, η ρητορική ικανότητα και ο πατρικός λόγος τροφοδοτούσαν τη συλλογική φαντασία του λαού. Ο Σημίτης, αντίθετα, δεν στόχευε στην ταύτιση αλλά στην πειθώ μέσω επιχειρημάτων και αριθμών. Αυτή η μέθοδος είχε το προφανές μειονέκτημα ότι δεν προκαλούσε αμεσότητα και συναισθηματική συμπάθεια. Υπήρχε, ωστόσο, και ένα πλεονέκτημα: διαμόρφωσε ένα ακροατήριο που, αν και δεν ένιωθε τον ενθουσιασμό των λαϊκών συγκεντρώσεων, άρχισε να εμπιστεύεται περισσότερο την επιστημονική και τεχνοκρατική προσέγγιση σε θέματα πολιτικής.

Σύμφωνα με την ψυχολογία του πολιτικού ηγέτη, ο “παγωμένος” λόγος οδηγεί μέρος του εκλογικού σώματος σε δυσπιστία. Ο Κώστας Σημίτης είδε να αμφισβητείται συχνά η ικανότητά του να εμπνέει, ακόμη και όταν οι πολιτικές του είχαν θετικά αποτελέσματα. Παρότι η εγκεφαλική του προσέγγιση απέφερε συγκεκριμένα οφέλη για τη χώρα —οικονομική σύγκλιση με την Ευρώπη, προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων— πολλοί πολίτες συνέχιζαν να αναζητούν τον ηγέτη που “μιλά στην καρδιά”. Έτσι, δημιουργήθηκε το “χάσμα” ανάμεσα στην τεχνοκρατική ηγεσία του Σημίτη και την ελληνική κοινωνία, που ιστορικά είχε μάθει να ενστερνίζεται πολιτικές μέσα από συναισθηματικά αφηγήματα.

Ένα νέο όραμα, ξένο στην παράδοση, αλλά καταλυτικό

Παρόλο που οι επικριτές του Σημίτη συχνά εστίαζαν στα επικοινωνιακά του “ελαττώματα”, η ιστορία έδειξε ότι ο εκσυγχρονισμός που επεδίωξε έθεσε τις βάσεις για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη. Κοινωνιολογικά, άλλαξε το παράδειγμα της εσωτερικής οργάνωσης του κράτους και έθεσε μπροστά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα μια νέα ατζέντα: αυτή της ορθολογικής, ευρωπαϊκής, μακροπρόθεσμης στρατηγικής, μακριά από τις εύκολες υποσχέσεις και τη ρητορική του παρελθόντος. Η προσέγγισή του ήταν ξένη προς τον “λαϊκισμό” που χαρακτήρισε σημαντικά κομμάτια του ΠΑΣΟΚ τις προηγούμενες δεκαετίες, ωστόσο επέδρασε βαθιά στη συλλογική νοοτροπία.

Σήμερα, με τον θάνατό του, κλείνει ένας κύκλος στην πολιτική ιστορία της χώρας. Παρά τις όποιες ενστάσεις για τον τρόπο διακυβέρνησής του, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Κώστας Σημίτης έβαλε τη δική του, μοναδική “σφραγίδα” στην πορεία της Ελλάδας προς τον 21ο αιώνα. Οι επόμενες γενιές πολιτών και ηγετών αναζήτησαν (και αναζητούν) μια ισορροπία ανάμεσα στη συναισθηματική, λαϊκή διάσταση και τον ορθολογικό εκσυγχρονισμό. Πολλές φορές ο ένας πόλος κυριάρχησε εις βάρος του άλλου, αλλά η κληρονομιά του Σημίτη παραμένει ζωντανή: η συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί ισότιμα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, αναπτύσσοντας δομές και πολιτικές που υπερβαίνουν το παραδοσιακό μοντέλο της λαϊκιστικής προσέγγισης.

Ο Κώστας Σημίτης δεν υπήρξε ποτέ ο ηγέτης που θα ξεσήκωνε τις πλατείες με ένα σύνθημα. Δεν προσέγγισε ποτέ τον πολίτη μέσα από θυμικές εξάρσεις ή χάρισμα. Όμως, μέσα από την ψυχρή, ορθολογική και συγκροτημένη του στάση, επέβαλε μια νέα οπτική που, ακόμη κι αν δεν ήταν άμεσα δημοφιλής, άλλαξε αναμφίβολα τη ρότα της χώρας. Κι ίσως αυτή η αλλαγή, αυτό το “ξεβόλεμα” από τις εύκολες αφηγήσεις, να είναι το μεγάλο του αποτύπωμα στον συλλογικό ψυχισμό των Ελλήνων. Ένας ηγέτης διαφορετικός, που, παρότι κράτησε απόσταση από το συναίσθημα του λαού, επεδίωξε να φέρει τον λαό πιο κοντά στην ιδέα μιας σύγχρονης, ευρωπαϊκής Ελλάδας. Και τελικά, ο χρόνος θα κρίνει αν τα θεμέλια που έθεσε επαρκούν για να στεγάσουν τις φιλοδοξίες των επόμενων γενεών.

Καλό ταξίδι, λοιπόν, στον πρώην πρωθυπουργό που μας δίδαξε ότι η πολιτική μπορεί (και ενίοτε πρέπει) να είναι πρωτίστως υπόθεση λογικής, έστω κι αν αυτό μας στερεί τη “στιγμιαία” συγκίνηση που τόσο συχνά αποζητούμε.