Περιμένω στην ουρά για το «Υπάρχω» και σκέφτομαι, ποιοι απ’ αυτούς που στέκονται πλάι μου έχουν ξαναπατήσει ποτέ σ’ αυτό το σινεμά. Ή σε άλλα, δεν έχει σημασία. Μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό, λιγότεροι από τους μισούς.
Να, αυτό το ζευγάρι των 70άρηδων, ας πούμε. Μαλλί πυκνό ο κύριος, αλλά λευκό βαμβάκι, η κυρία φτιαγμένη, σα να πηγαίνει στον ετήσιο χορό των ηλεκτρολόγων, των υδραυλικών, των μηχανικών. Ναι, κάτι τέτοιο θα’ ταν ο (συνταξιούχος ελπίζω τώρα) άνδρας της. Τα ροζιασμένα χέρια του το μαρτυρούν.
Ή εκείνη εκεί η γιαγιά. Αγκαζέ με την εγγονή, στην εφηβεία ή μετα-εφηβεία το κορίτσι. Με την καρφίτσα στο παλιό της παλτό η γιαγιά, και το περίεργο βλέμμα τριγύρω. Είναι φανερό, η τελευταία φορά που είχε επισκεφθεί κινηματογράφο μπορεί να’ ταν και πριν 15 χρόνια, πιθανόν συνόδευε η ίδια την εγγονή να δει τον «Απαισιότατο». Τώρα ήταν αυτή η συνοδευόμενη.
Κοινό ετερόκλητο. Πρώτη επιτυχία. Ποιος άλλος θα μπορούσε να κινητοποιήσει τόσους ανθρώπους που’ χουν ξεγράψει πια το σινεμά από τη διασκέδασή τους, να κλειστούν για 132 λεπτά για να δουν τον Χρήστο Μάστορα να κάνει τον Καζαντζίδη;
Τι περίμεναν αυτοί οι άνθρωποι; Ποια δύναμη τους έσπρωξε στο ταμείο; Η περιέργεια ή η νοσταλγία; Προφανώς οι προσδοκίες είναι… τουρλού-τουρλού. Ας το αφήσουμε αυτό για το τέλος.
Το “Υπάρχω” είναι μια ταινία. Δεν είναι ντοκιμαντέρ. Ευτυχώς
Ας ξεκινήσουμε από το προφανές. Όλη η ταινία σεβάστηκε τον Καζαντζίδη. Λογικότατο. Νομίζω καμία δημιουργική ομάδα που αποφασίζει να φτιάξει μια βιογραφική ταινία, δεν έχει σκοπό να αποδομήσει τον κύριο χαρακτήρα. Το στοίχημα που’ χει να κερδίσει η ομάδα δεν είναι «να τα πει καλά», δηλαδή να αποδώσει τα γεγονότα στη σωστή τους διάσταση. Αλλά να βγάλει συναίσθημα απ’ αυτά. Να αγγίξει καρδούλες. Αλλιώς, θα’ κανε ντοκιμαντέρ.
(Παρεμπιπτόντως, έχω να προτείνω έναν νέο τρόπο βαθμολόγησης μιας ταινίας: Τον συναισθηματικό! Πόσα συναισθήματα επιδιώκει να σου προκαλέσει κι αν τελικά στα βγάζει. Αυτό είναι η πεπτουσία της ταινίας. Όλα τα άλλα, πλάνα, φωτογραφία, ερμηνείες, τεχνικές φωτισμού, κοστούμια κτλ., αυτό υπηρετούν: Να δημιουργήσουν συναίσθημα. Οπότε αυτά τα αστεράκια που βάζουν διάφοροι βαρύγδουποι σινε-κριτικοί, η αφεντιά μου τα προσπερνάει σα να μην υπάρχουν. Δεν με αφορούν. Ενώ το συναίσθημα θα με ενδιέφερε, αν είχε καταφέρει να το βγάλει σε κάποιον που είναι δουλειά του να βλέπει και να αξιολογεί).
Αυτός ο δεδομένος σεβασμός στον Καζαντζίδη και σε μια ταινία για τη ζωή του ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσε πολύ ντόρο και θα είχε πολλούς σκληρούς κριτές. Ανάμεσά τους πρόσωπα που ακόμα βρίσκονται στη ζωή ή, τέλος πάντων, έχουμε οι περισσότεροι νωπή την εικόνα τους. Αυτή, λοιπόν, ήταν η αναγκαία πίεση στο “Υπάρχω”, προς όλους να βάλουν τα δυνατά τους να τα… ακούσουν όσο το δυνατόν λιγότερο. Αυτή η έγνοια, κι αυτός ο σεβασμός, διατρέχει την ταινία από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό.
Κι όταν ταλαντούχοι άνθρωποι βάζουν τα δυνατά τους, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό.
Τα του Καίσαρος, τω… Μάστορα
Ως φανατικός… Καζαντζιδικός, το πρώτο άκουσμα του ονόματος του Χρήστου Μάστορα ως ενσαρκωτή του μου προκάλεσε μια ξινή γκριμάτσα. Φαντάζομαι και σε χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες άλλους. Τραγουδιστικά ήμουν σίγουρος ότι θα τα πάει καλά, με τη βοήθεια και της τεχνολογίας, αλλά το να αποτυπώσεις τον Κατζαντζίδη στο τεράστιο πανί, που φαίνεται και η παραμικρή λεπτομέρεια, δεν είναι μικρό πράγμα, ειδικά αν δεν το’ χεις ξανακάνει.
Τι ήθελα και δεν το’ κανε ο Μάστορας; Τίποτα! Εκφράσεις; Ο χαρακτηριστικός τρόπος που ανεβοκατέβαζε την κιθάρα όταν τραγουδούσε; Η επίσης χαρακτηριστική του κίνηση να γέρνει προς τα πίσω; Το μονοκόμματο του Πόντιου; Μέχρι και τη σταδιακή του εξέλιξη πέτυχε, από τη συστολή στο πρώτο τραγούδι της ταβέρνας μέχρι την άνεση του τελευταίου πλάνου του «Υπάρχω». Ο τρόπος που ανεβοκατέβαζε την καθετή όταν ψάρευε. Ο τρόπος που κοιτούσε δίπλα του στα ντουέτα με την Ασημένια Βουλιώτη, αυτό το βλέμμα το ξελιγωμένο που μόνο ο έρωτας δημιουργεί. Μέχρι και στα τελευταία πλάνα της συνέντευξης, ο τρόπος που βγάζει με τη βαθιά του φωνή τις φιλοσοφίες της ζωής.
Περίμενα έναν καλό τραγουδιστή να κάνει φιλότιμη προσπάθεια να πει τα τραγούδια όσο πιο κοντά στον Στέλιο. Φαντάζομαι το τραγουδιστικό κομμάτι (λαρυγγικά εννοώ) ήταν το πιο εύκολο γι’ αυτόν, γιατί ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Τα άλλα ήταν τα δύσκολα. Και τα εντυπωσιακά συνάμα.
Τι ήταν; Η επιμέλεια και το fast learning του μαθητή; Η… μαστοριά του Τσεμπερόπουλου στις οδηγίες; Κάτι ανάμεσα; Ό,τι κι αν ήταν, το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει. Πας να δεις έναν (αποδεδειγμένα) καλό τραγουδιστή στην αναμέτρηση με ένα τέρας από τη σπηλιά, εστιάζοντας στο «πώς άραγε θα πει το τάδε ή το δείνα τραγούδι»; Και βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα αποτέλεσμα άρτιο. Ένα υποκριτικό ταλέντο που δούλεψε πολύ και εντατικά και δικαιώθηκε.
Και λίγα είναι τα πολλά καλά λόγια που ακούγονται για τον Μάστορα. Πολύ λίγα. Του αξίζουν διθύραμβοι, τηρουμένων των αναλογιών του υπόβαθρου του πριν την ταινία και των απαιτήσεων του ρόλου. Αλλά και των «αδέκαστων κριτών» του και του “Υπάρχω”, που περίμεναν και περιμένουν ακόμα στη γωνία με τα στόματα ανοιχτά και τα δόντια σουβλερά.
Δουλειά για να… μείνει
Αυτό που δίνει στην ταινία, επίσης, είναι η επιμέλεια των υπόλοιπων. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα-δύο πρωταγωνιστές που κλέβουν την παράσταση. Εδώ και ο τελευταίος κομπάρσος, ακόμα κι αυτός που υψώνει το ποτήρι του και λέει «γεια σου Στελάρα» στην ταβέρνα με το κρασί που’ χει κεράσει, το εννοεί. Σε ταξιδεύει στον τρόπο που σήκωναν το ποτήρι και το’ λεγαν εκείνες τις δεκαετίες. Π.χ. το να βροντάς κάτω το ποτηράκι πριν πιεις. Να, μια λεπτομέρεια που δεν πρόσεξαν πολλοί κι επαναλαμβάνεται σε σκηνές ταβέρνας. Εμένα με ταξίδεψε.
Η επιτυχία της διανομής ρόλων δε αγγίζει το 100%. Από πού να ξεκινήσεις; Από την χυμώδη Κλέλια Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ; Την Αγορίτσα Οικονόμου ως κυρα-Γεσθημανή; Την Ασημένια Βουλιώτη ως Μαρινέλλα; Την Άννα Συμεωνίδου ως Βάσω; Τον Γιώργο Γάλλο ως Πυθαγόρα; Τον Νίκο Ψαρρά ως Λαμπρόπουλο; Τον Γιώργο Καραμίχο ως Μάτσα; Τον Μιχάλη Βαλάσογλου ως Άκη Πάνου; Ή τον Περικλή Σιούντα ως Χρήστο Νικολόπουλο;
Εδώ δεν δούλεψε μόνο μακιγιάζ, χτένισμα και κοστούμια για την αναπαράσταση της εποχής. Έπεσε δουλειά πολλή. Φαίνεται. Κι από ηθοποιούς που δεν έχουν βασικό ρόλο, λένε πέντε ατάκες (π.χ. ο Γιώργος Γιαννόπουλος ως Χειλάς ή ο Ηλίας Βαλάσης ως ο νονός της νύχτας που κάνει σαματά). Και θα μπορούσαν π.χ. να επικαλεστούν την εμπειρία τους για να βγάλουν τα πλάνα που έπρεπε με άρτιο τρόπο. Δεν τους έφτανε αυτό, είναι φανερό. Δεν ήθελαν απλά να «περάσουν» το πλάνο από τον Τσεμπερόπουλο. Ήθελαν μέχρι και τα ρολάκια να πουν γι’ αυτούς «μπράβο, ωραίος». Ήξεραν ότι η ταινία “θα μείνει”, γι’ αυτό ήθελαν και η δική τους συμβολή να είναι όσο πιο άρτια.
Η συνολική προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στα πρόσωπα που υποδύονται (και είναι, επαναλαμβάνω, πολύ εύκολο να τα φέρουμε στο μυαλό μας) προσωπικά με συνεπήρε. Αυτή η σημασία στη λεπτομέρεια απογειώνει την ταινία.
Τι θα ξεχώριζα από το «Υπάρχω», αν έπρεπε να ξεχωρίσω μόνο τρία πράγματα;
- Το συγκλονιστικό άνοιγμα του πλάνου στο «Λουξεμβούργο». Που ξεκινάει με ζουμ σε Καζαντζίδη και Μαρινέλλα που τραγουδούν το «Η Πρώτη Αγάπη σου» και σιγά σιγά ανοίγει, δείχνει τους θαμώνες του μαγαζιού, κι ανοίγει κι άλλο, βγαίνει έξω από το μαγαζί, δείχνει δεκάδες άλλους που’ χουν αράξει απ’ έξω, στην αμμουδιά, κι ακούνε και τρώνε μαριδάκι και κεφαλοτύρι μαζί με τη ρετσίνα από το μπουκάλι, κι άλλοι που βρίσκονται μέσα στις ψαρόβαρκες και σιγοτραγουδούν κι αυτοί και φιλούνται κάτω από τα αστέρια.
- Το άλλο συγκλονιστικό πλάνο, με τον Καζαντζίδη-Μάστορα να τραγουδάει στο στούντιο και να φεύγει η κάμερα από το πρόσωπό του, να φεύγει έξω από το τζάμι και να εστιάζει σ’ ένα ποτήρι γεμάτο νερό, με το νερό να δονείται από τα μπάσα του τραγουδιού. Κάντε το και στο σπίτι αυτό, να δείτε ότι δουλεύει. Ποιος Μπάρι Γουάιτ, που λέγανε ότι ξυπνάει τα φίδια από τις φωλιές τους αν έβαζες το κασετόφωνο στο έδαφος…
- Το χειροκρότημα των θεατών στο τέλος της ταινίας, όταν γίνεται η μετάβαση της φωνής του Μάστορα σ’ αυτή του Καζαντζίδη! Σας έχει ξανασυμβεί; Εμένα όχι. Φαντάζομαι ότι γινόταν τις παλαιότερες δεκαετίες. Κι έχει εκλείψει, δυστυχώς, τώρα. Όπως π.χ. το χειροκρότημα των ταξιδιωτών προς τον πιλότο όταν τελειώνει μια πτήση.
Τι χειροκρότησαν οι θεατές; Τον Χρήστο ή τον Στέλιο; Δεν ρώτησα κανέναν, έστω και δειγματοληπτικά. Γιατί να ρωτήσω; Έχει σημασία; Χειροκρότησαν γι’ αυτό που ένιωσαν, είναι μια απάντηση πλήρης. Εμένα με καλύπτει.
Υ.Γ. Επίσης, όσο κι αν προσπάθησε το κοφτερό μάτι μου, δεν διαπίστωσα κάποιο λάθος, κάποια χρονική ανακρίβεια, κάποια ασάφεια στο “Υπάρχω”. Σαφής βελτίωση από την “Ευτυχία”, που είχε αρκετά.