Οξύθυμος, λέει, ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αγροίκος. Πάντα μουτρωμένος. Δεν δείχνουν το πραγματικό του πρόσωπο στην ταινία, τις κουρμπάρουν τις γωνίες για να μην πονάνε. Αυτά τα λέει μια κυρία που τον γνώρισε καλά, λέει, και δικαιούται φυσικά να έχει την άποψή της. Το ζήτημα ήταν πως πήραν κι άλλοι θάρρος και το χόντρυναν το πράμα περισσότερο: Εκμεταλλευτής, κοίταζε τους άλλους σαν χρήμα και μόνο, τους ξεζούμιζε και οικειοποιούταν τη δουλειά τους, φιλοχρήματος, με αίσθημα καταδίωξης και μ’ ένα μόνιμο παράπονο.

Έτσι μας τον παρουσιάζουν «αυτοί που ξέρουν» τον Στέλιο Καζαντζίδη, με αφορμή την ταινία «Υπάρχω», που βαράει κόκκινα ήδη στα εισιτήρια κι απ’ ότι φαίνεται θα εξελιχθεί στην πιο εμπορική ταινία των τελευταίων (πολλών) χρόνων. Ένα σημάδι, βέβαια, ότι ο Καζαντζίδης συνεχίζει να συγκινεί σαν παρουσία κι ας έχει περάσει ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που έφυγε και πάνω από μισός αιώνας από τότε που μεγαλούργησε.

Αν θέλεις αγιογραφία του Καζαντζίδη, καλύτερα να διαβάσεις αλλού. Υπάρχουν πολλές, άλλωστε, από ανθρώπους αξιόλογους, που με το δίκιο τους αναγνώρισαν το μεγαλείο του, τον έβαλαν πάνω σ’ ένα βάθρο και τον προσκυνούσαν όσο ζούσε και τώρα, χρόνια πολλά αφ’ ότου πέθανε. Αν θέλεις, πάλι, hate speech, υποβιβασμό και μισαλλοδοξία και τοξικότητα, επίσης τράβα αλλού. Βγήκαν πολλοί τις τελευταίες ημέρες να στάξουν χολή. Εδώ θα γράψουμε αλήθειες. Όποιος αντέχει, προχωράει.

Καζαντζίδης Υπάρχω ταινία βιογραφία

Ένα μεγάλο ταξίδι με το “υπερωκεάνειο Στέλιος Καζαντζίδης”

Πάμε ένα νοερό ταξίδι στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο 20άρης Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδάει σε κάτι μικρά ταβερνάκια και κουτσοβγάζει το νυχτοκάματο. Πενταροδεκάρες δηλαδή κι ένα πιάτο… μαρμίτα, ό,τι περίσσεψε, το βράδυ από την κουζίνα. Δεν διαμαρτύρεται, όμως. Έτσι είναι το παιχνίδι. Έχει κάνει τον χαμάλη, τον εργάτη σε κλωστήριο, τον ψήστη. Πείνα και των γονέων.

Φωνή καλή έχει. Άγουρη ακόμα σε σχέση με τους σπηλαιώδεις ήχους που θα μας χαρίσει αργότερα. Αλλά μήπως ο μόνος είναι που’ χει καλή φωνή; Δεκάδες εκείνη την εποχή βγαίνουν στα κέντρα παιδιά που έχουν όνειρα. Ξέρει ότι αν δεν ελιχθεί θα τον φάει το μαύρο σκοτάδι. Και κάνει μια πρώτη επιλογή… μαύρο χάλι. Ωραίο κι επίκαιρο τραγούδι το «Για μπάνιο πάω» (έκανε καύσωνα τότε στην Αθήνα), αλλά… δεν είναι Καζαντζίδης. Δεν του ταίριαζε. Πήγε να μιμηθεί τον Τσαουσάκη, το είδωλό του, στην ερμηνεία. Το μπουζούκι διακριτικό. Σαν αρχοντορεμπέτικο είναι. Και στο ρεφρέν μπαίνουν κι άλλες φωνές μαζί, όχι δεύτερες, και τον καπελώνουν.

Εκεί συνειδητοποιεί ότι οι επιλογές οι επόμενες είτε θα του στρώσουν δρόμο, είτε θα τον φράξουν. Κι ευτυχώς βρίσκονται μπροστά του οι «Βαλίτσες» του μπαρμπα-Γιάννη Παπαϊωάννου. Ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, που αναδεικνύει το παράπονο της φωνής του. Διότι τότε μόνο τέτοιο είχε. Μετά θα ξεχειλώσει αυτή η φωνάρα η υπέρτατη και θα τραγουδήσει την άμμο της θάλασσας.

Καζαντζίδης Υπάρχω ταινία βιογραφία

Ο θρύλος Καζαντζίδης δεν χτίστηκε σ’ ένα βράδυ. Όλοι υποκλίνονταν στη φωνή του, που τη δούλευε κιόλας, αλλά δεν ήταν αυτό που λέμε τοπ από την αρχή. Χρειάστηκαν καμιά δεκαριά απανωτές επιτυχίες για να καθιερωθεί και ν’ αρχίσει ο κόσμος να τον βλέπει ως κάτι ξεχωριστό. Έπαιξε ρόλο και η Καίτη Γκρέι, με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος τέσσερα χρόνια. Μετά το 1957, όταν και γνώρισε τη Μαρινέλλα και κατέβηκε στην Αθήνα, άρχισε να βγαίνει στην πιάτσα πως «ό,τι τραγουδάει ο Καζαντζίδης γίνεται σουξέ».

Αισθάνεται δυνατός να πειραματιστεί κι αυτός με ινδικό ήχο. Μαντουμπάλα και Δύο Πόρτες Έχει η Ζωή οι δύο πλευρές στο 45άρι. Εκεί τρελαίνεται. Ο δίσκος πουλάει σαν ζεστό ψωμί, τον αγοράζουν κι αυτοί που δεν έχουν πικάπ, η Columbia βγάζει εκατομμύρια κι αυτός πληρώνεται ένα χιλιάρικο, την εφ’ άπαξ αμοιβή του για τον δίσκο.

Σήμερα θα γινόταν επανάσταση για τέτοια αδικία από τους ευαίσθητους. Τότε ο Καζαντζίδης αντιμετωπίστηκε περίπου ως μαύρο πρόβατο. Επειδή σήκωσε κεφάλι κι απαίτησε να πάρει ένα μερίδιο από την επιτυχία του. Το σύστημα ολόκληρο που τρεφόταν απ’ αυτόν απαιτούσε να τραγουδάει ο Στέλιος και να θησαυρίζουν όλοι οι άλλοι εκτός απ’ αυτόν. Ποιος δεν θα είχε τέτοια αντιμετώπιση και δεν θα διακατεχόταν από σύνδρομο καταδίωξης;

Ξέρεις τι είναι να χοροπηδάνε τα εκατομμύρια πλάι σου κι εσύ να παίρνεις ψίχουλα; Ο επαναστάτης Καζαντζίδης μπορεί να σκέφτηκε το συμφέρον του τότε, αλλά ουσιαστικά άλλαξε την καθημερινότητα ενός ολόκληρου κλάδου. Για πρώτη φορά οι τραγουδιστές, μετά απ’ αυτόν, αξίωναν ποσοστά επί των πωλήσεων.

Καζαντζίδης Υπάρχω ταινία βιογραφία

Αμοιβές χωρίς… “Καζαντζιδόσημο”

Έχετε ακούσει τους μερικούς μπασκετικούς που, μισο-αστεία, μισο-σοβαρά, αναφέρονται στο «Γκαλόσημο»; Τη… συνδρομή που πρέπει να δίνουν όλοι στον Γκάλη που άλλαξε τις επαγγελματικές συνθήκες των μπασκετμπολιστών στην Ελλάδα; Κάτι ανάλογο έκανε σχεδόν 30 χρόνια νωρίτερα ο Καζαντζίδης στους τραγουδιστές. Και κανείς δεν αναφέρεται σε «Καζαντζιδόσημο». Ως τότε οι τραγουδιστές έπαιρναν νυχτοκάματο σαν μουσικοί. Μετά ξέφυγαν οι αμοιβές. Και ξέφυγαν χάρη στον Καζαντζίδη. Ο οποίος είχε μια σκέψη απλή: «Τα φέρνω και τα παίρνω». Τι πιο λογικό; Τι πιο δίκαιο;

Στα κέντρα δε που εμφανιζόταν ως φτασμένος πια ήθελε να’ χει λόγο μέχρι και στο μενού! Να μην ξεφεύγουν οι τιμές κι έρχονται να τον δουν μόνο οι πλούσιοι. Δεν ήταν και για μεροκαματιάρηδες ο Καζαντζίδης, αλλά οι τιμές δεν ξέφυγαν ποτέ με τον τρόπο που ξέφυγαν αργότερα. Που θες 200 ευρώ για ένα μπουκάλι με τρία πατατάκια και δύο φιστίκια αράπικα.

Άμα ήταν φιλοχρήματος ο Καζαντζίδης θα τα έκανε αυτά; Άσε να κονομήσω εγώ, θα έλεγε, και δεν πάτε να κουρευτείτε όλοι σας; Γι’ αυτό και σ’ αυτό το διαβόητο πια ταξίδι στην Αυστραλία, που το ανέσυραν κάποιοι από το χρονοντούλαπο βρίσκοντας να γράψουν μόνο ότι «άφησε σύξυλη τη Μοσχολιού σε ξένη χώρα», παρέλειψαν να γράψουν τι είχε συμφωνήσει με τον ατζέντη εκεί και τι βρήκε. Είχε συμφωνήσει συγκεκριμένη αμοιβή αλλά με συγκεκριμένο ξενοδοχείο και χώρο για να εμφανιστεί. Και είδε μια τρώγλη, έναν χώρο άθλιο, και κάτι τιμές… ξεζούμισμα για τους κακόμοιρους ομογενείς. Κάποιοι ήθελαν να κονομήσουν πάλι χοντρά σε βάρος του. Γι’ αυτό τους παράτησε κι έφυγε, ενώ η Μοσχολιού, νεαρή τότε, τον παρακαλούσε να μείνουν γιατί τα λεφτά τα χρειαζόταν.

Καζαντζίδης Υπάρχω ταινία βιογραφία

Η δεκαετία του 1960 ήταν αυτή που ο Καζαντζίδης αισθάνθηκε απολύτως υπερβατικά. Ειδικά με δύο τραγούδια, το «Φεύγω με Πίκρα στα Ξένα» το 1961 και «Το ψωμί της Ξενιτιάς» το 1969, στην αρχή και το τέλος της δεκαετίας. Οι νεότεροι όταν αναφέρονται σε «λατρεία» για έναν τραγουδιστή δείχνουν κάποια συγκινητικά βίντεο με τον Παντελίδη, τον Καρρά, ή παλαιότερα τον Ρουβά. Ούτε μια σταγόνα δεν είναι αυτά μπροστά στον ωκεανό λατρείας που έζησε ο Καζαντζίδης.

Από μόνη της η καθημερινότητά του τον οδηγούσε στην υπέρβαση. Δεν ήταν μόνο τα κέντρα που εμφανιζόταν γεμάτα, αυτό το έχουν ζήσει χιλιάδες καλλιτέχνες. Πήγαινε να πάει κάτι στο περίπτερο και του φιλούσαν τα χέρια. Άνθρωποι μεγάλης ηλικίας δακρύζανε όταν τον βλέπανε στο δρόμο. Οι εμφανίσεις του δε στο εξωτερικό έπαιρναν τη μορφή μαζικής κινητοποίησης.

Ένα αστέρι μεγαλύτερο από την εποχή του

Δεν μπορεί να καταλάβει ο τωρινός Έλληνας, ακόμα κι αυτός που έφυγε στο εξωτερικό, τι ήταν τότε ο Καζαντζίδης για όλο αυτό τον κόσμο. Μπορεί μόνο να το υποπτευθεί. Αυτή όλη η λατρεία μπορεί να τον απογείωσε επαγγελματικά, αλλά του έβαλε στο μυαλό ότι ήταν κάτι παραπάνω από ένας τραγουδιστής, έστω ο καλύτερος τραγουδιστής. Είδε τον εαυτό του ως φωνή αυτού που δεν είχε φωνή. Οποιοσδήποτε στη θέση του θα δυσκολευόταν να μην πάρει αυτό το δρόμο.

Μαζί μ’ αυτό το συναίσθημα, το μεσσιανικό θα’ λεγε κανείς, ήλθε και το ότι όλοι ήθελαν κάτι απ’ αυτόν, να τον εκμεταλλευθούν, να κονομήσουν σε βάρος του. Που το’ χε ζήσει, βέβαια, πολλές φορές. Μόνο που τότε ήταν δυνατός για να το αποφύγει. Όταν σε παρακαλάνε να σου δώσουν τα τραγούδια τους για να γίνουν επιτυχίες, εσύ τι κάνεις; Όταν αυτοί οι ίδιοι σε πλησιάζουν και σου πασάρουν τραγούδια;

Καζαντζίδης Υπάρχω ταινία βιογραφία

Εκμεταλλεύθηκε κόσμο μ’ αυτόν τον τρόπο ο Καζαντζίδης. Ναι, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι το έκανε. Μόνο που υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά εδώ. Δεν εκβίαζε καταστάσεις. Δεν πήγαινε ο ίδιος να ζητήσει. Του τα έδιναν, και μετά ζητούσαν αμοιβές και δικαιώματα. Ενώ αυτά είχαν γίνει επιτυχίες, με τη δική τους δουλειά, αλλά και με τη δική του φωνή.

Κομβικό, επίσης, ήταν αυτό που έκανε με τη νύχτα. Που ένα βράδυ σηκώθηκε κι έφυγε και δεν ξανατραγούδησε σε κέντρο. Αδιανόητο τότε, ενδεχομένως και σήμερα, αν και οι εποχές έχουν αλλάξει. Εν έτει 1965, ο λεφτάς ήταν ο άρχοντας του μαγαζιού και «τα όργανα» ήταν οι παλιάτσοι, που έπαιζαν για να τον ευχαριστήσουν. Οι τραγουδίστριες πήγαιναν στα τραπέζια κι έκαναν «κατανάλωση» (consomation γαλλιστί, ο νοών νοείτω) για να κονομήσουν ένα φράγκο παραπάνω. Η χαρτούρα, να σου πετάει κανένα χιλιάρικο ο λεφτάς κι εσύ να παίζεις σαν τζουκμπόξ ό,τι τον ευχαριστεί, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κι αν δεν συμμορφωνόσουν, σε έπαιρνε από το αυτί ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και σε πήγαινε στο… σωστό δρόμο.

Ο λεφτάς μπορούσε να μεθύσει, να βρίσει, να προσβάλει με τη συμπεριφορά του, να καυγαδίσει, να πετάξει και μπουκάλι ακόμα, κι όλα καλά. Και να καλέσει για… after «τα όργανα» στο σπίτι του, να τους πετάξει ένα-δύο χιλιάρικα και να κάνει το κομμάτι του. Και οι μουσικοί να παίζουν όλο το βράδυ. Όταν ήταν πια δυνατός να το αντιμετωπίσει κι αυτό, ο Καζαντζίδης σηκώθηκε όρθιος, πέταξε στα μούτρα τα εκατομμύρια της νύχτας και έκανε μόνο δισκογραφία και εμφανίσεις στο εξωτερικό για πάνω από δέκα χρόνια. Κι αντί να ξεχαστεί, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το μύθο του.

Και μόνο αυτές οι δύο παρεμβάσεις του, τα ποσοστά και η συμπεριφορά των θαμώνων (που μαζεύτηκε μετά απ’ αυτό στα καλά κέντρα και τα επεισόδια γίνονταν μόνο σε παρακμιακά μαγαζιά) φτάνουν και περισσεύουν για να τον έχουν οι συνάδελφοί του τον Καζαντζίδη εικόνισμα δίπλα στην Παναγία.

Καζαντζίδης Υπάρχω ταινία βιογραφία

Όσο για τη φωνή του, άλλου του αρέσει, άλλου δεν του αρέσει. Γούστα είναι αυτά. Φυσικά κάποιοι που δεν μπορούν να εκτιμήσουν τεχνικά μια φωνή (εύρος, ανάσες, σταθερότητα, χρώμα κτλ.) ασχολούνται με το ρεπερτόριο. Που είχε πολλά τραγούδια για ξενιτιά, για φτώχεια, για πόνο, τα οποία άλλους τους άγγιζαν και άλλους τους φαίνονταν μπανάλ και ότι συντηρούσε το μύθο της ψωροκώσταινας.

Κι όταν επέστρεψε στη μουσική ο Καζαντζίδης αδίκησε ο ίδιος τον εαυτό του γιατί θύμωσε. Αισθανόταν (με το δίκιο του, ως ένα σημείο) ότι δεν πήρε αυτά που έπρεπε από τη ζωή. Όχι γιατί ήταν άτυχος, αλλά διότι «τον πολέμησαν». Ποιοι; Οι προσωπικές επιθέσεις πήραν μπάλα πολλούς, δικαίως και αδίκως. Η αδηφάγα τηλεόραση, που όλα τα ξεγυμνώνει, πρόλαβε να κρατήσει στιγμές θυμού και ξεσπάσματα οργής στις στιγμές που θα’ πρεπε απλά να απολαμβάνει το μεγαλείο του.

Συμπέρασμα: Φαντάσου τον Καζαντζίδη σαν έναν Λιονέλ Μέσι, που η ομάδα του στην αρχή δεν του δίνει μεταγραφή, που κόβει εκατομμύρια εισιτήρια και του δίνει ψίχουλα, που του δίνει μεταγραφή σε μεγάλη ηλικία κι αυτός, στα τελευταία του πια αγωνιστικά χρόνια, βλέπει άλλους να κονομάνε που δεν ξέρουν ούτε τη μισή μπάλα απ’ όση αυτός.