Όσοι θυμούνται τον Τζον Αμίτσι από τις χρυσές εποχές του ελληνικού μπάσκετ, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έχουν στο μυαλό τους κάτι σαν μια καλτ φιγούρα. Ο 54χρονος σήμερα Αμίτσι είχε την ατυχία να μην συνδέσει το όνομά του με τα καλύτερα χρόνια του Παναθηναϊκού. Για την ακρίβεια έγινε μέρος της ομάδας μετά την κατάκτηση του πρώτου ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 1996 και έπαιξε μία σεζόν για τον σύλλογο.
Η ούτως ή άλλως περίεργη εικόνα που υπήρχε γι’ αυτόν στο ελληνικό μπασκετικό κοινό (όπου η έννοια «Άγγλος μπασκετμπολίστας» ακόμα ξενίζει, πόσο μάλλον αυτός που είχε πάντα ακαδημαϊκό στυλ και έντονη οξφορδιανή προφορά) τον μετέβαλλε περίπου σε… καρικατούρα το 2007, όταν με γενναιότητα αποκάλυψε τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Στην «μάτσο» ελληνική αθλητική κοινωνία της εποχής (που, για να μην κρυβόμαστε, δυστυχώς δεν έχει αλλάξει και πολύ σήμερα) η έννοια ενός γκέι αθλητή, και μάλιστα σε ομαδικό σπορ, ήταν κάτι όχι μόνο απαράδεκτο, αλλά αδιανόητο.
Τα ανέκδοτα, τα υπονοούμενα, τα γελάκια έδιναν κι έπαιρναν ακόμα και τότε, που ο Αμίτσι είχε απομακρυνθεί τελείως από την Ελλάδα. Όταν κάποιοι έμαθαν ότι «το γύρισε στην ψυχολογία», όπως χαρακτηριστικά είχε γραφτεί, η υποδοχή του ελληνικού κοινού ήταν παρόμοια μ’ αυτήν που επεφύλαξαν στον Παύλο Χαϊκάλη όταν ανακοίνωσε ότι θα εξασκήσει επαγγελματικά τις αστρολογικές του ικανότητες.
Ε, δεν είναι καιρός να αλλάξει αυτό;
Δόκτωρ Αμίτσι για σένα
Ο Αμίτσι είναι ένα λαμπερό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτύχει ένας άνθρωπος αν έχει στόχους στη ζωή του και δεν αρκείται στα (πολλά) λεφτά που του προσφέρει ο επαγγελματικός αθλητισμός, αν εξασκήσει το ταλέντο του όσο τον βαστάνε τα πόδια του. Αποτέλεσε ένα λαμπρό παράδειγμα επιστροφής σε υψηλό επίπεδο ακόμα και αθλητικά, όταν μετέτρεψε μια φθίνουσα καριέρα σε μια επαγγελματική τετραετία στο πιο δύσκολο πρωτάθλημα του κόσμου, το ΝΒΑ.
Μετά τη φοίτησή του σε δύο κολλέγια (Βάντερμπιλτ και Πεν Στέιτ) και μια πρώτη γεύση από το ΝΒΑ με το Κλίβελαντ, ο Αμίτσι πέρασε στην Ευρώπη και είχε δύο σεζόν με τον Παναθηναϊκό και τη Μπολόνια (1996-97 και 1997-98). Κι ενώ έδειχναν όλα ότι η καριέρα του βάλτωνε, δούλεψε εντατικά για δύο χρόνια και χτύπησε την πόρτα του ΝΒΑ, όπου αγωνίστηκε για τέσσερις σεζόν, δύο στο Ορλάντο και δύο στη Γιούτα. Μια εξέλιξη που δεν είχε προηγούμενο στα χρονικά του ΝΒΑ, ένας παίκτης που στην ουσία είχε υποβαθμιστεί επιλέγοντας την Ευρώπη από τις ΗΠΑ να επιστρέφει και να παίζει επί χρόνια στο τοπ επίπεδο.
Σε αντίθεση, όμως, με τους παίκτες που έπαιρναν κολεγιακά μαθήματα απλά για να συμπληρώσουν τις απαιτούμενες ώρες ώστε να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην ομάδα μπάσκετ (συνήθως στον τομέα του αθλητικού μάρκετινγκ), ο Αμίτσι επέλεξε τον απαιτητικό τομέα της ψυχολογίας, όπου δεν του έκαναν καμία χάρη στα μαθήματα. Κι όχι μόνο ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά και πήρε ντοκτορά στον τομέα του. Έγινε αναγνωρισμένο μέλος της Αμερικανικής και της Βρετανικής Ένωσης Ψυχολόγων, είναι επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σέντραλ Λάνκασιρ και τιμήθηκε με ντοκτορά από το Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ το 2007 και του Ανατολικού Λονδίνου το 2010.
Είναι, επίσης, ένας από τους λίγους Άγγλους αθλητές που έχει τιμηθεί με παράσημο από την βασίλισσα Ελισάβετ το 2011 για την προσφορά του στα σπορ και τον εθελοντισμό, αφού τρέχει όχι μία, αλλά δύο οργανώσεις που παροτρύνουν τα παιδιά να ασχοληθούν με τον αθλητισμό.
Πλέον ο Τζον Αμίτσι είναι ένας διακεκριμένος ψυχολόγος, ο οποίος προσκαλείται συχνά σε τηλεοπτικές εκπομπές για να εκφέρει την επιστημονική του άποψη επί παντός επιστητού, όχι μόνο στον αθλητικό τομέα. Έχει δουλέψει, επίσης, για να την αναγνώριση των γκέι στους αθλητικούς χώρους και με τη συμπεριφορά του παρότρυνε πολλούς πρώην και νυν αστέρες του αμερικανικού πρωταθλήματος μπάσκετ να στηρίξουν τις προσπάθειές του. Καμία σχέση, δηλαδή, με την στρεβλή εικόνα που έχουμε ακόμα γι’ αυτόν.