Το βίντεο ξεκινάει. Ο Σταύρος Ξαρχάκος σταματάει μπροστά στον μουσικό του δρόμου Μανώλη Ρακιντζή και τον αγκαλιάζει. Έχει γίνει, πλέον, viral. Και πολύ σωστά. Μια στιγμή που η λέξη «συγκινητική» είναι πολύ φτωχή για να περιγράψει όλα όσα αποδίδει.
Ο μεγάλος δημιουργός, ο τελευταίος των μεγάλων συνθετών που φούσκωσαν την ψυχή της Ελλάδας, αντιλαμβάνεται κάποιον να τραγουδάει την πασίγνωστη δημιουργία του «Ήτανε Μια Φορά» από μακριά. Ο Σταύρος Ξαρχάκος ρωτάει «ποιος τραγουδάει;» και όταν του λένε ότι ο ήχος προέρχεται από μουσικό του δρόμου, λέει αποφασιστικά «πάμε» και σπρώχνει όσους τον συνοδεύουν στη βόλτα του (ανάμεσά τους και η σύζυγός του Ηρώ Σαϊα) προς τα εκεί. Στέκεται προσοχή για λίγο, ακούει την ερμηνεία και απλώνει τα χέρια για να αγκαλιάσει τον μουσικό.
Τεράστιος ο συμβολισμός, και ως τέτοιον πρέπει να τον εκλάβουμε. Αυτό ήταν, αν καταλαβαίνουμε σωστά, και το νόημα της δημοσιοποίησης του βίντεο από τον ραδιοφωνικό παραγωγό Ξενοφώντα Ραράκο. Δεν έχει ανάγκη ο μαέστρος Σταύρος Ξαρχάκος τέτοια δημοσιότητα. Τι να δείξει, δηλαδή, και τι να αποδείξει; Δεν είναι μόνο τα χρόνια που έχουν περάσει και γράψει ανεξίτηλα στην συλλογική λαϊκή μνήμη, αλλά και το μεγαλείο του ανθρώπου, με τον οποίο είχαμε την τύχη να γεννηθούμε στον ίδιο τόπο και να απολαύσουμε το ταλέντο του να μετατρέπει σε μουσικές τα συναισθήματά μας.
Για να το ξεκαθαρίσουμε: Όσοι γνωρίζουν τι εστί Σταύρος Ξαρχάκος, αυτός ο αιώνιος έφηβος της μουσικής, θα εκλάμβαναν ως είδηση αν ο μεγάλος μας συνθέτης ΔΕΝ σταματούσε μπροστά στον μουσικό του δρόμου και ΔΕΝ τον αγκάλιαζε. Διότι προφανώς το αντάμωμα και το αγκάλιασμα δεν ήταν μια επιτηδευμένη κίνηση, αλλά ούτε και κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που έχει δείξει στην πορεία της ζωής του ο καλλιτέχνης.
Πριν απ’ αυτό το βίντεο, ένα άλλο τον δείχνει τον Ιούνιο του 2022 να σηκώνεται από την καρέκλα του ένα βράδυ που απολάμβανε το ψαράκι του σε ταβέρνα της Σύρου και να μαζεύει γύρω του πιτσιρίκια μπουζουξήδες και κιθαρίστες. Κι ως άλλος μαέστρος, να τους μοιράζει ρόλους, να επιβραβεύει με χάδια ακόμα κι αυτούς που κάνουν την πιο «ταπεινή» δουλειά (αν υπάρχει τέτοια στη μουσική), να παίζουν συνεχώς μόνο το «ρε» κρατώντας το ρυθμό, να τους εξηγεί πώς πρέπει να συνδέσουν την ψυχή τους με το όργανο και να διευθύνει μια ορχηστρική εκτέλεση της «Φραγκοσυριανής». Άλλο ένα βίντεο-διαμάντι, που είχε προκαλέσει αίσθηση τότε. Αίσθηση σ’ όσους δεν γνωρίζουν τον Ξαρχάκο. Όχι σ’ αυτούς που έχουν την ευλογία να τον ζουν.
Και ξαφνικά, μας “συστήθηκε” ο Σταύρος Ξαρχάκος. Εδώ γελάνε. Ο οποίος Ξαρχάκος, συνειδητά, άφησε την προσωπική του ζωή στο σκοτάδι και άφησε το έργο του να μιλήσει γι’ αυτόν. Κι αυτό μίλησε, σε όσους ήθελαν να το ακούσουν και να το αποκωδικοποιήσουν. Οι υπόλοιποι, αυτοί που ενδιαφέρονται για τις κρεβατοκάμαρες, τις κλειδαρότρυπες, τους τσακωμούς και τις «εκμυστηρεύσεις» με δάκρυα μπροστά στις κάμερες, δεν κατάλαβαν τίποτα.
Ο Ξαρχάκος δεν είχε ποτέ ανάγκη να διαφημιστεί με άλλο τρόπο πέρα από τις νότες. Μήπως δεν θα μπορούσε να γράψει βιβλίο ολόκληρο, χοντρό μάλιστα, για τους έρωτές του; Μήπως δεν θα μπορούσε να έχει εκμεταλλευθεί τα ΜΚΔ προς ίδιον όφελος; Ίσα-ίσα που τα κατηγορεί, κυρίως επειδή έζησε (μέσω του αδυσώπητου bullying στην σύντροφό του) την σκληρή πλευρά τους.
Αλλά και τώρα ακόμα, όπως αποδεικνύει το βίντεο, παραμένει ένας απόλυτα καταδεκτικός άνθρωπος. Χωρίς την απόσταση της βεντέτας, το σταριλίκι του μεγάλου. Ένας γίγαντας που ξέρει πόσο μεγάλος είναι, αλλά σε αντίθεση με πολλούς άλλους συνεχίζει να πατάει στη γη. Και να δίνει σημασία σε όλους. Ακόμα κι αυτούς που εμείς προσπερνάμε χωρίς ούτε ένα βλέμμα.
Το πιο σημαντικό μήνυμα που έστειλε ο Σταύρος Ξαρχάκος μέσω αυτού του βίντεο δεν φορά τον εαυτό του. Αφορά εμάς που το είδαμε και τη στάση που (πρέπει να) έχουμε απέναντι στους δεκάδες μουσικούς που συναντάμε στο δρόμο.
Ο Μανώλης Ρακιντζής, που έγινε γνωστός μέσω αυτού του βίντεο και μίλησε κιόλας στα ΜΜΕ, έχει απόλυτο δίκιο. Δεν είναι επαίτες οι μουσικοί του δρόμου. Ούτε πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μουσική δεύτερης διαλογής και κατηγορίας. Γιατί, κακά τα ψέματα, έτσι τους βλέπει η πλειοψηφία. Γι’ αυτούς, μουσικός είναι μόνο αυτός που παίζει «σε μαγαζί». Τι μαγαζί είναι αυτό, δεν το μετράνε καθόλου. Αρκεί να έχει μια καρέκλα μαγαζιού να καθίσει και να έχει συμφωνήσει να παίρνει «κάτι» στο τέλος της βραδιάς.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος εκτίμησε την ψυχή
Καλώς ή κακώς, η μουσική δεν μετριέται με τα λεφτά. Είναι μια ένδειξη αποδοχής, ναι, το να βγάζεις λεφτά από τη μουσική σου, αλλά μέχρι εκεί. Δεν σε κάνει καλύτερο μουσικό το ότι έχεις μια περιστασιακή δουλειά, στην οποία μάλιστα πολλές φορές δεν βγάζεις ούτε ένα τόσο δα κομματάκι της ψυχής σου. Μπορεί να συμμετέχεις σ’ ένα σχήμα για καθαρά βιοποριστικούς λόγους, να παίζεις τραγούδια που δεν σ’ αρέσουν τελείως μηχανικά, για να εξασφαλίσεις το νυχτοκάματο. Και να μην επιδιώκεις καν να υφάνεις αυτή την αόρατη κλωστή που συνδέει τον καλλιτέχνη με το κοινό.
Στο δρόμο όλα είναι πιο ελεύθερα. Οι μουσικοί παίζουν το ρεπερτόριο που τους αρέσει και που γουστάρουν. Τους κανόνες τους βάζουν οι ίδιοι. Το αν ανοίγουν τη θήκη της κιθάρας τους ή του οργάνου που χρησιμοποιούν τέλος πάντων για να αφήσει ο καθένας εκεί ό,τι θέλει είναι δευτερεύουσας σημασίας. Είναι ένα είδος έμπρακτης αναγνώρισης, πολύ σημαντικότερο από το σύνολο των ευρώ που μπορεί να μαζέψουν.
Δεν υποστηρίζουμε πως κάθε φορά που θα βλέπεις μουσικό του δρόμου πρέπει σώνει και καλά να ανοίγεις το πορτοφόλι και να ξηλώνεσαι. Το αν ο κάθε άνθρωπος επιλέγει να εκφράσει με αυτόν τον τρόπο την αποδοχή του ή όχι είναι θέμα προσωπικό. Και αφορά και το πορτοφόλι, βέβαια.
Αυτό που δίδαξε ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι σεβασμός στην κατάθεση ψυχής που κάνει εκείνη την ώρα ο καλλιτέχνης. Ανεξάρτητα αν παίζει καλά κιθάρα ή όχι, αν τραγουδάει καλά ή όχι, ο μουσικός του δρόμου επιλέγει εκείνη την ώρα να βγάλει ένα κομμάτι της ψυχής του και να το δώσει στον κόσμο. Χωρίς να απαιτήσει ούτε εισιτήριο, ούτε κάποιο αντίτιμο. Ο Ξαρχάκος, μέσα στο μεγαλείο του, τα καταλαβαίνει αυτά καλύτερα από τον καθένα. Ξέρει ότι μουσική χωρίς ψυχή είναι φαγητό χωρίς αλάτι. Κάτι απλά για να σπάει η σιωπή.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα δεις μουσικό του δρόμου, στείλε του ένα μήνυμα πως τον αντιλαμβάνεσαι. Δεν τον θεωρείς δεδομένα μέρος του περιβάλλοντος, αλλά κάτι που προσπαθεί να σε κάνει να νιώσεις ωραία. Αν λέει ένα τραγούδι που σου αρέσει, στάσου απέναντί του και ψιθύρισέ το μαζί του, ή αν θέλεις τραγούδησέ το και φωναχτά, κι ας είσαι παράφωνος. Χειροκρότησέ τον όταν τελειώσει. Χαμογέλασέ του καθώς θα περνάς. Αν τον πετύχεις ανάμεσα σε δύο τραγούδια, ρώτησέ τον αν γνωρίζει μια αγαπημένη σου μελωδία και, αν παίξει το τραγούδι σου, κάθισε να το ακούσεις.
Αυτή η επαφή είναι η καλύτερη ανταμοιβή. Τόσο πολύτιμη, όσο και τα ευρώ που θα του αφήσεις. Αν όχι περισσότερο.