Τώρα δεν είναι “πυροσβέστες”. Είναι κυρίως… εποχιακοί. Ας το πάρουμε από την αρχή: τι σημαίνει να χρησιμοποιείται η αστυνομία ως μηχανή καταστολής για κάθε φωνή διαμαρτυρίας; Γιατί αυτός είναι, ξεκάθαρα, ο μόνος τρόπος που γνωρίζει αυτή η κυβέρνηση, αλλά και η προηγούμενη της ίδιας παράταξης. Όποιος τολμήσει να σηκώσει κεφάλι, να ζητήσει δικαιώματα, να πει “όχι” στα «όποια θέλω» της εξουσίας, γνωρίζει πως δεν έχει απέναντί του έναν μηχανισμό διαλόγου. Έχει απέναντί του τα ΜΑΤ, χημικά, βία, κι έναν αδίστακτο κυνισμό που πνίγει κάθε έννοια δημοκρατίας και σεβασμού.
Το πρόσφατο παράδειγμα της επίθεσης στους εποχικούς πυροσβέστες αποκαλύπτει τη διπροσωπία και την αναισθησία αυτής της κυβέρνησης. Αυτοί οι άνθρωποι, που το καλοκαίρι ρίχνονται στην πρώτη γραμμή των φλογών, είναι τώρα «ενοχλητικοί». Τότε ήταν ήρωες· σήμερα είναι επικίνδυνοι. Ξαφνικά γίνονται «προβοκάτορες» και «μειοψηφίες». Πόσο βολικό να τους διαχωρίζεις, πόσο βολικό να τους απογυμνώνεις από την ανθρώπινη τους υπόσταση, όταν αυτό απαιτεί η ατζέντα της καταστολής!
Όπως τόνισε ο Κικίλιας, «στα οργανωμένα κράτη και στις οργανωμένες πολιτείες δεν μπορεί αυτό να είναι ανεκτό». Αλλά ποια οργάνωση, κύριε Κικίλια; Αυτή που θυμάται την αστυνομία μόνο για να ασκήσει βία στους διαδηλωτές; Και το χειρότερο; Την ίδια στιγμή που στήνεται το όλο σκηνικό, λέει ξεδιάντροπα πως η αστυνομία «για 6 ώρες περίμενε με υπομονή» – λες και η ρίψη χημικών και το άγριο ξύλο ήταν απλώς μια υπομονετική διαπραγμάτευση. Δεν είναι παρά ένας ακόμα γελοίος εξωραϊσμός της βίας.
Όταν σβήνουν φωτιές οι πυροσβέστες είναι ήρωες, όταν ζητάνε κάτι… “ενοχλητικοί”
Οι πυροσβέστες αυτοί έχουν δίκαια αιτήματα: ζητούν σταθερή δουλειά, ανανέωση συμβάσεων, εργασιακά δικαιώματα, συμμετοχή στις προκηρύξεις 12μηνης απασχόλησης. Ζητούν να μην τους πετάξουν στον δρόμο μετά από χρόνια δουλειάς, σαν να είναι αναλώσιμοι, σαν να μην πρόσφεραν τίποτα. Ζητούν να καλύψουν τις 4.000 κενές θέσεις που οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από κάθε υπουργό ότι είναι απαραίτητες για τη σωστή λειτουργία της πυροσβεστικής. Κι όμως, οι 2.500 εποχικοί πυροσβέστες που δουλεύουν εντατικά, κινδυνεύουν να βρεθούν χωρίς δουλειά.
Αλλά η απάντηση που παίρνουν είναι μία και γνωστή: χημικά, βία, μια αστυνομία έτοιμη να τους λιώσει. Και μην ξεχνάμε: τα ΜΑΤ ξυλοκόπησαν και έναν δημοσιογράφο που έκανε τη δουλειά του – διότι οι ανεξάρτητες φωνές είναι και αυτές επικίνδυνες για μια εξουσία που στήνει ένα θέατρο δήθεν δικαιοσύνης, τη στιγμή που το μόνο που τη νοιάζει είναι η επιβολή. Αλλά ποιον κοροϊδεύουν; Είναι η ίδια συνταγή εδώ και χρόνια, η ίδια τακτική της καταστολής κάθε φωνής που τολμά να εκφραστεί.
Και αυτή η διπροσωπία δεν είναι μόνο θέμα αυτής της κυβέρνησης, αλλά και της προηγούμενης της ίδιας πολιτικής παράταξης που συνολικά και διαχρονικά επιλέγει την τρομοκράτηση και τον έλεγχο αντί της δικαιοσύνης. Οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι αναφέρονται στους εποχικούς πυροσβέστες με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς – μια τραγική παραποίηση της πραγματικότητας που δείχνει ότι δεν αναγνωρίζουν τίποτα πέρα από την ισχύ του δικού τους αφήγηματος. Τους βολεύει να αγνοούν τα αληθινά προβλήματα και την απογοήτευση των ανθρώπων, αρκεί να εξασφαλίζουν την αδιατάρακτη επιβολή της πολιτικής τους. Και η απεγνωσμένη προσπάθεια να κατηγορούν την αντιπολίτευση, να κρύβουν την αλήθεια πίσω από τα λόγια, είναι απλά γελοία.
Το πιο εξοργιστικό είναι ότι όταν η αντιπολίτευση επισημαίνει τις υπερβολές, όταν φέρνει στο φως την αδικία και την κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων, ο λόγος της χαρακτηρίζεται ως «μικροπολιτική εκμετάλλευση». Ακόμα και ο κυνισμός έχει τα όριά του, και αυτό εδώ δεν είναι απλά κυνισμός. Είναι ασέβεια, θράσος και ξεκάθαρη περιφρόνηση κάθε αξίας που θα έπρεπε να καθορίζει ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος.
Σε τι είδους «οργανωμένο» κράτος λοιπόν ζούμε; Σε εκείνο όπου η δημοκρατία θυμάται τον πολίτη μόνο όταν είναι υποταγμένος, όταν δεν αμφισβητεί τίποτα; Είναι τραγικό να θυμόμαστε τους νοσοκομειακούς που κατά τη διάρκεια της πανδημίας μας ζητούσαν να τους χειροκροτήσουμε, και τώρα τους χλευάζουμε ως «συμμορία της μιζέριας». Οι πυροσβέστες, που όταν χρειάζεται τους λέμε ήρωες και τους χειροκροτούμε, καταλήγουν να είναι εχθροί του κράτους όταν ζητούν αυτά που τους αξίζουν. Κι αν τα χειροκροτήματα απέχουν μόλις λίγους μήνες από τα γκλομπ, τότε η πολιτική υποκρισία απέχει μόνο μερικά βήματα από την κοινωνική κατακραυγή.
Το μήνυμα είναι σαφές: όποιος θέλει να εναντιωθεί στην εξουσία, να ξέρει ότι θα έχει απέναντί του μια σιδερένια, άκαμπτη στάση καταστολής. Αλλά η δημοκρατία δεν λειτουργεί με το φόβο. Ούτε με την καταστολή. Είναι σα να προσπαθεί η εξουσία να επαναλάβει το μοτίβο του τρόμου, ελπίζοντας ότι έτσι θα «προλάβει» την αντίδραση. Αυτός όμως δεν είναι δρόμος για να σωθεί μια κοινωνία, ούτε για να αντιμετωπιστούν τα αληθινά ζητήματα της. Είναι ο δρόμος για την αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, για τη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου ο φόβος σκεπάζει τη φωνή της αλήθειας.
Όταν οι απαντήσεις της κυβέρνησης σε αιτήματα δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας είναι τα γκλομπ και τα δακρυγόνα, όταν η απόκρισή της στις φωνές που ζητούν δικαιώματα είναι η βία, τότε το μόνο που πραγματικά καταφέρνει είναι να αποκαλύπτει το προσωπείο της. Διότι μια κυβέρνηση που κρύβεται πίσω από την καταστολή δεν μπορεί να δώσει καμία πραγματική απάντηση.