Δυσαρεστήθηκε, λέει, ο πρόεδρος της Γερμανίας, ο εξοχότατος Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, με την υποδοχή που του επεφύλαξαν οι κάτοικοι της Καντάνου. Έτσι διαρρέεται από τις γερμανικές αρχές, που οργάνωσαν το ταξίδι του Γερμανού προέδρου στον μαρτυρικό τόπο, ο οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς στις 3 Ιουνίου 1941 από τους ναζί προγόνους του.
Αυτά έλεγε ο Σταϊνμάιερ στους ανθρώπους της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Ότι περίμενε πιο θερμό καλοσώρισμα. Και ότι άλλα του έλεγαν απλοί Γερμανοί πολίτες, που περιδιαβαίνουν κάθε καλοκαίρι τα χωριά της Κρήτης και γίνονται δεκτοί με εκδηλώσεις φιλίας από τους απλούς ανθρώπους, που τους καλούν κιόλας στα καφενεία να πιουν ρακές και να φάνε αφράτα κρητικά παξιμάδια.
Αντίθετα, αυτό που είδε ήταν άνθρωποι που δεν έχουν ξεχάσει τίποτα. Άνθρωποι που δεν έχουν αφήσει το χρόνο να γιατρέψει τις πληγές τους. Και να δεχτούν τον απόγονο των σφαγέων τους, να δεχτούν τη συγγνώμη του, να κλείσουν το θέμα και να πάνε παρακάτω. Και επιμένουν να θέτουν το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, που τον φέρνει σε δύσκολη θέση να λέει συνέχεια ότι το θεωρεί λήξαν. Έτσι το βλέπει αυτός, βέβαια.
Κατ’ αρχάς, κάτι για τον εξοχότατο πρόεδρο Σταϊνμάιερ. Οφείλουμε να σεβαστούμε τη δυσκολία του ρόλου του. Ξέρεις τι είναι να είσαι πρόεδρος της Γερμανίας; Αν δεν ξέρεις, πήγαινε σ’ ένα γραφείο τελετών και ρώτα τον υπεύθυνο πόσο δυσβάσταχτο είναι να έχει συνεχώς λυπημένο ύφος.
Έτσι είναι. Μπήκες ποτέ σε γραφείο τελετών και είδες κάποιο χαμογελαστό πρόσωπο; Αν είναι δυνατόν. Για να μπεις σ’ αυτό το μαγαζί έχεις πένθος. Κάποιον έχασες. Ο πωλητής δεν μπορεί να χαμογελάει, πρέπει να’ ναι συνεχώς σοβαρός, βλοσυρός. Να σέβεται αυτό που περνάς. Έτσι και ο Σταϊνμάιερ. Πού να πάει και να σταθεί στην Ευρώπη και να χαμογελάσει; Δεν μπορεί πουθενά. Τόσα πράγματα έκαναν οι πατεράδες του και οι παππούδες του, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Στην Ελλάδα, βέβαια, έβγαλαν το άχτι τους περισσότερο, επειδή και η δική μας αντίσταση ήταν μεγαλύτερη. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να πιέζει τον εαυτό του συνεχώς να φαίνεται λυπημένος. Είναι μια δύσκολη δουλειά αυτό.
Πάμε στο δεύτερο και ουσιαστικότερο. Επιλέγεις σαν Γερμανός πρόεδρος να επισκεφθείς την Ελλάδα όχι μια οποιαδήποτε ημερομηνία, αλλά την επόμενη της 28ης Οκτωβρίου, της εθνικής μας γιορτής που μας θυμίζει και πιο έντονα όλες τις θηριωδίες που έκανε η πατρίδα σου στην Ελλάδα. Κι όχι μόνο αυτό: Αντί να περιοριστείς σε κάποια πιο γενικά πράγματα, ας πούμε να καταθέσεις στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη και να τονίσεις τη συντριβή σου για όσα έκαναν οι προγονοί σου σ’ αυτό τον τόπο, επιλέγεις κιόλας να πας στην Κάνδανο.
Δηλαδή τι αποφασίζεις; Να πας εκεί που ζουν τα παιδιά, τα εγγόνια, τα ξαδέλφια, οι συγγενείς αυτών που καθαρίσανε οι δικοί σου, ανθρώπων άοπλων και ανυπεράσπιστων. Που σβήσανε από προσώπου γης, κι αυτοί και τα σπίτια τους και το βιος τους, σαν αντίποινα επειδή σκοτώθηκαν 25 Γερμανοί. Δηλαδή το πιο αποτρόπαιο, το πιο θηριώδες, το πιο αδιανόητο απ’ όλα τα εγκλήματα πολέμου. Να πληρώνουν αθώοι για το αίμα άλλων.
Στραμπούληξες τη γλώσσα σου, εξοχότατε Σταϊνμάιερ
Βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ’ αυτούς τους ανθρώπους και τι τους λες; Ένα «ζητώ συγχώρεση» στα ελληνικά, λέει. Και περιμένεις με τα ωραία λόγια, που έκανες και προσπάθεια κιόλας να τα μάθεις στα ελληνικά που για τους ξένους μπερδεύεις τη γλώσσα σου να τα πεις, να σε χειροκροτήσουν όλοι και να σου πουν «μπράβο, Γερμανέ, που στραμπούληξες τη γλώσσα σου να πεις συγχώρεση στα ελληνικά, νερό κι αλάτι όσα έγιναν, πάμε παρακάτω».
Έχεις ιδέα πώς έζησαν αυτοί οι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια; Δεν εξετάζουμε το θέμα οικονομικά τώρα, δηλαδή πόσο βασανίστηκαν για να φτιάξουν όσα τους ρήμαξαν οι δικοί σου πρόγονοι. Που είχαν και το θράσος μάλιστα να βάλουν επιγραφή ότι δεν θα ξαναχτιστεί η Κάντανος ΠΟΤΕ. Αλλά χτίστηκε, από την επιμονή των ανθρώπων αυτών να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Εξετάζουμε το θέμα από την πλευρά τη συναισθηματική. Να ζεις εκεί που ξέρεις ότι ο πατέρας σου, ο ξάδελφός σου, ο παππούς σου, ο αδελφός σου, ήλθαν ένα πρωί αντιμέτωποι με τα πολυβόλα ενώ δεν πολεμούσαν.
Τι περίμενες, λοιπόν; Μ’ ένα συγγνώμη στα ελληνικά και με πέντε ωραία λόγια γραμμένα να τους τουμπάρεις και να σε συμπαθήσουν και να πουν εντάξει, 80 χρόνια πέρασαν, καιρός να ξεχάσουμε; Όχι, εξοχότατε. Δεν ξεχνιούνται αυτά. Και αιώνες να περάσουν, τέτοιες θηριωδίες όπως η Κάντανος, όπως το Δίστομο, όπως τα Καλάβρυτα, όπως το Κομμένο, όπως η Βιάννος επίσης στην Κρήτη, δεν μπορούν να ξεχαστούν. Όχι γιατί είμαστε ξεροκέφαλοι εμείς οι Έλληνες. Αλλά διότι είναι τέτοιο το μέγεθος της θηριωδίας που δεν ξεχνιέται.
Πάμε και στο πιο ουσιαστικό. Λες ότι το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου είναι λήξαν. Ότι νομικά έχει κλείσει. Ας το δεχτούμε, λοιπόν, ότι είναι έτσι. Νομικά, και το θέμα των θηριωδιών των ναζί έχει κλείσει. Αυτοί που ήταν να τιμωρηθούν, τιμωρήθηκαν, κι υπήρχαν και χιλιάδες άλλοι που δεν τιμωρήθηκαν, για λόγους που δεν έχουν εξηγηθεί με σαφήνεια. Για τα εγκλήματα αυτά π.χ. στην Ελλάδα δεν λογοδότησε κανείς. Αλλά με την πάροδο του χρόνου έχουν παραγραφεί.
Οπότε δεν υφίσταται νομικό θέμα. Επέλεξες να κάνεις το ταξίδι στην Κάντανο όχι γιατί σε πιέζει κάποιος νόμος, αλλά διότι θεώρησες ότι έχεις ένα καθήκον, ηθικά να απολογηθείς για όσα έκαναν οι πρόγονοί σου. Αυτό το ηθικό καθήκον το αναγνωρίζεις, αλλά δεν αναγνωρίζεις ότι η Γερμανία έχει ηθική υποχρέωση, άσχετα με το αν την υποχρεώνει ο νόμος ή όχι (που κι αυτό συζητείται) να επιστρέψει στην Ελλάδα αυτά που της έκλεψε και να την αποζημιώσει γι’ αυτά που της κατέστρεψε.
Αυτή η υποκρισία είναι που ερεθίζει τον πληθυσμό ειδικά αυτών των περιοχών, εξοχότατε. Ότι πάτε σε κάθε ευκαιρία εκεί και ζητάτε συγγνώμη και δακρύζετε, και όταν το ζήτημα πάει στις αποζημιώσεις το γυρνάτε στο νομικό. Δηλαδή, χορτάστε παιδιά με λόγια, είναι το μόνο που σας προσφέρουμε. Για τα άλλα, μην ελπίζετε.
Και όταν την χρειάστηκε η Ελλάδα τη Γερμανία να σταθεί στο πλευρό της, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένη, είδαμε τι έγινε. Μας βρίζατε όλοι οι Γερμανοί ότι είμαστε τεμπέληδες και χασκογελάμε στον ήλιο και τη θάλασσα και δεν δουλεύουμε και θέλουμε από εσάς να μας πληρώνετε τα χρέη. Αυτά έλεγαν οι Γερμανοί για την Ελλάδα. Και αντί να σκεφτούν ότι τόσα κακά μας έκαναν πριν τόσα χρόνια, ήταν μια ευκαιρία γι’ αυτούς να μας δείξουν έμπρακτα (έστω και με όχι τα αντίστοιχα ποσά) ότι μας στηρίζουν, έβαλαν τον χερ Σόιμπλε να μας δώσει 50 δισεκατομμύρια και να μας πετάξει έξω από το ευρώ.
Οπότε, γιατί να τους συγχωρέσουμε εμείς τους Γερμανούς; Γιατί να ξεχάσουμε; Ξέχασαν αυτοί; Άλλαξαν αυτοί; Ή έχουν μια υποκριτική στάση, την οποία και τα μικρά παιδιά έχουν την οξυδέρκεια να αναγνωρίσουν;
Και είναι και κάτι τελευταίο που πρέπει να διευκρινιστεί: Τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο ο κόσμος που τα ζητάει δεν τα θέλει για να θησαυρίσει. Τα θεωρεί ως ένδειξη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ. Ότι ναι, εγώ που είμαι η μεγάλη Γερμανία και αναγνωρίζω ότι έφταιξα, δεν στέκομαι μόνο στα λόγια και στους συμβολισμούς. Προσπαθώ, έστω και τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, να δείξω στους ανθρώπους αυτούς ότι σέβομαι τον πόνο τους και κάνω μια κίνηση για να τον απαλύνω. Εκτός αν κάποιος νομίζει ότι αν πάρουν οι κάτοικοι της Καντάνου μερικά χιλιάρικα ευρώ στο χέρι θα ανοίξουν και την αγκαλιά τους στον εξοχότατο Σταϊνμάιερ.