Όσοι διάβασαν την «Ασκητική» του Καζαντζάκη ξέρουν ότι δεν είναι απλά ένα βιβλίο. Είναι ένα μακροβούτι στην ψυχή του ανθρώπου, μια σπειροειδής κάθοδος στα άδυτα της ύπαρξης. Δεν σου λέει “κάνε αυτό”, δεν σου εξηγεί πώς να είσαι ευτυχισμένος ή σοφός, δεν σου υπόσχεται ειρήνη ή σωτηρία. Σου λέει, με απλότητα και δύναμη, να αφήσεις τη σιωπή που καλύπτει τη φωνή σου να σπάσει, να υψώσεις τη γροθιά, να παλέψεις με τον εαυτό σου. Κι αν διαβάζοντας νιώσεις πως κάτι μέσα σου πνίγεται, σπαρταράει, τότε κατάλαβες, φίλε/η μου, τι σήμαινε για τον Καζαντζάκη η αληθινή ζωή.
Είναι λοιπόν δυνατόν να «διαβάσεις» την «Ασκητική»; Η αλήθεια είναι πως το έργο αυτό δε διαβάζεται. Δεν είναι ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα που σε οδηγεί σε μια όμορφη πλοκή ή σε μια ανθρώπινη ιστορία. Είναι ένας τόμος που σε συνθλίβει, σε λυγίζει. Σε καλεί να δεις την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης και να την αποδεχτείς. Όχι σαν ένα δοκίμιο ή μια πνευματική άσκηση, αλλά σαν κάτι που απαιτεί απόλυτη συμμετοχή. Η «Ασκητική» είναι μια προσωπική, εσωτερική αναζήτηση. Και σε αυτή την αναζήτηση, δεν υπάρχουν βολικά μονοπάτια και εύκολες απαντήσεις.
Ο Καζαντζάκης καταφέρνει κάτι που λίγοι μπόρεσαν: να δημιουργήσει ένα έργο που δεν αναλώνεται στο «να περιγράψει» ή στο «να καταγράψει». Αντιθέτως, χτυπάει αλύπητα τον αναγνώστη με τις πιο ωμές και αγωνιώδεις αλήθειες που μόνο ένα ανθρώπινο πνεύμα σε διαρκή αναμέτρηση με τον κόσμο μπορεί να βιώσει. Η «Ασκητική» είναι το αποκορύφωμα μιας πορείας ζωής. Κάθε φράση της περιέχει μια σπείρα σκέψης που σε κάνει να στέκεσαι αντιμέτωπος με την ύπαρξή σου. Να παλεύεις να την εξηγήσεις, να την αντέξεις.
Η Ασκητική είναι “Κραυγή”
Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Καζαντζάκης περιέγραψε την «Ασκητική» σαν «κραυγή». Γιατί εκείνος έγραψε με πείσμα για το μυστήριο της ζωής και την αγωνία του θανάτου, για τη μάχη του ανθρώπου με το «Θεό» που δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το ανεξερεύνητο και απέραντο της ύπαρξης. Οι αναγνώστες που βουτούν στις σελίδες αυτές συχνά βρίσκονται να αμφισβητούν όχι μόνο το κατεστημένο και τη δική τους πίστη αλλά και την ίδια τους την αλήθεια. Διότι ο Καζαντζάκης δεν χαρίζεται σε κανέναν. Δεν έχει σημασία αν είσαι θρησκευόμενος, αν είσαι υλιστής, αν είσαι άθεος ή πιστός. Εκείνος μιλάει για μια αναμέτρηση που ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης.
Σου λέει: «Πολέμησε». Πολέμησε για να βρεις μιαν αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί. Να ζήσεις μια ζωή που κανείς δε θα καταλάβει, παρά μόνο ο ίδιος σου ο εαυτός. Και αν σκέφτεσαι ότι αυτό είναι υπερβολικό ή βαρύ, τότε δεν έχεις δει το βάθος αυτής της μάχης. Γιατί ο Καζαντζάκης δεν σε αφήνει να σταθείς παθητικός αναγνώστης ή θεατής της δικής του αγωνίας. Σε αναγκάζει να μπεις μέσα. Σε πιάνει από το χέρι, όχι για να σου δείξει το δρόμο, αλλά για να σε ρίξει στην άβυσσο μαζί του. Και εκεί, στο σκοτάδι, να βρεις τον δικό σου δρόμο.
Η «Ασκητική» είναι γεμάτη από αποσπάσματα που σε σημαδεύουν. Οι λέξεις του Καζαντζάκη, ακριβείς και σκληρές, είναι σαν χτυπήματα πάνω σε καυτό σίδερο. Χτυπάει τα πάντα, από τον έρωτα μέχρι την πίστη, από τον φόβο μέχρι την ελπίδα. Σου λέει πως η ζωή είναι σύντομη και άγρια, πως ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά η αφορμή για να ζήσεις με ορμή. «Να αγαπάς την ευθύνη,» λέει, «να λες εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γη». Ποιος άλλος θα μπορούσε να γράψει κάτι τόσο βαρύ και να το εννοεί;
Αυτές οι φράσεις δεν έρχονται από κάποιον που αναζητά την αποδοχή. Αντίθετα, είναι φράσεις ενός ανθρώπου που καταδικάζει τον εαυτό του να βλέπει την αλήθεια με τόση ένταση που η ζωή του γίνεται ένας πόλεμος με το ανείπωτο. Είναι λόγια ενός ανθρώπου που βαδίζει συνειδητά στα χνάρια του θανάτου. Διότι για τον Καζαντζάκη, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ζήσεις αληθινά, παρά μόνο εάν αγκαλιάσεις την ανυπαρξία και την ερημιά που βρίσκονται στην καρδιά κάθε πράγματος.
Η «Ασκητική» αναζητά το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης, αλλά δεν ψάχνει για καταφύγια, δεν δίνει βολικές εξηγήσεις. Είναι μια κραυγή που, με τον δικό της τρόπο, φωνάζει πως δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτό που ο ίδιος θα δημιουργήσεις. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι, κατά τον Καζαντζάκη, ένα διαρκές πάρε-δώσε με τον φόβο και την ελευθερία. Η ουσία δεν είναι να «επιτύχεις» ή να «πετύχεις». Η ουσία είναι να φτάσεις στα όριά σου, να ζήσεις σαν να μην υπάρχει αύριο.
Η «Ασκητική» λοιπόν δεν είναι για όσους αναζητούν λύτρωση. Είναι για αυτούς που είναι έτοιμοι να αναμετρηθούν με τους δικούς τους δαίμονες, να αντικρύσουν την απογυμνωμένη τους ύπαρξη χωρίς έλεος. Είναι για εκείνους που θέλουν να ζήσουν με το αίσθημα ότι κάθε στιγμή μετράει σαν η τελευταία. Και ο Καζαντζάκης, με αυτήν την ακλόνητη πίστη στο «τίποτα» και στο «όλα», μας προκαλεί να αναρωτηθούμε: Μπορούμε να ζήσουμε έτσι; Έχουμε το θάρρος να γίνουμε εμείς οι πρωταγωνιστές της ζωής μας;
Αναρωτιέμαι συχνά τι ένιωθε ο ίδιος γράφοντας αυτά τα λόγια. Ήταν άραγε μια επίμονη αναζήτηση του θείου, μια άρνηση του θανάτου ή μήπως μια αποδοχή της ανυπαρξίας; Ήταν οι λέξεις του πράξεις απελπισίας ή μια απόπειρα να περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο κάτι που θα μας σώσει; Ό,τι κι αν ήταν, η «Ασκητική» παραμένει ως έργο απόκοσμο, ενοχλητικό, ένα φιλοσοφικό χαστούκι που σε ταρακουνά για να ξυπνήσεις.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δε θα μπορούσε να μας δώσει μια βολική διέξοδο, ούτε να γίνει το υποστήριγμα στην αδυναμία μας να αγγίξουμε το ανείπωτο. Μας κληροδότησε όμως έναν καθρέφτη. Έναν καθρέφτη που αναγκάζει κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο να αντικρίσει τα δικά του, προσωπικά κενά, τη δική του μοναξιά, τη δική του λαχτάρα για κάτι βαθύτερο. Η «Ασκητική» δεν έχει απαντήσεις γιατί δεν τις χρειάζεται. Αφήνει το κενό, το άνοιγμα, για να βρεις μόνος σου τις ερωτήσεις που πραγματικά αξίζουν.
Αν λοιπόν θες να διαβάσεις την «Ασκητική», πρόσεχε: Μην περιμένεις παρηγοριά. Ο Καζαντζάκης δε θα σου χαρίσει ούτε ένα ίχνος απαντήσεων, ούτε μια φράση ανακούφισης. Όμως αν είσαι διατεθειμένος να αμφισβητήσεις όσα γνωρίζεις και να δοκιμάσεις τα όριά σου, τότε είσαι έτοιμος να μπεις σε αυτή την αναμέτρηση με την ίδια τη ζωή και τον θάνατο. Και κάπως έτσι, θα ζήσεις στ’ αλήθεια. Γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος, η ζωή δεν είναι ηρεμία – είναι μια μάχη.