Η απόφαση της κυβέρνησης να ζητήσει και να πάρει την κήρυξη της απεργίας των δασκάλων ως “παράνομη” και “καταχρηστική” δείχνει πια καθαρά ότι η εξουσία δεν ανέχεται καμία αντίδραση. Οι απεργίες σταδιακά μετατρέπονται σε ένα παλιό δικαίωμα που, στην πράξη, καταργείται από τις δικαστικές αποφάσεις. Εδώ, η κυβέρνηση δεν επιλέγει απλώς τη δικαστική οδό· επιδιώκει έναν διαρκή εκφοβισμό: κάθε φορά που οι εργαζόμενοι θα σηκώνουν κεφάλι, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα το ίδιο – άμεση απόφαση δικαστηρίου που χαρακτηρίζει κάθε απεργιακή κινητοποίηση παράνομη ή καταχρηστική. Με τον νόμο Χατζηδάκη (Ν. 4808/21) πλέον σαν όπλο στο οπλοστάσιό της, η κυβέρνηση έχει δώσει εντολή στον κρατικό μηχανισμό να πατάει κάτω κάθε διεκδίκηση για καλύτερη ζωή και εργασιακή ασφάλεια.

Η κυβέρνηση δεν θέλει καμία απεργία και βρήκε τον τρόπο να τις σταματάει, κάνοντας το Σύνταγμα "ραβασάκι" κατά πως την "βολεύει".

Ας το πούμε ξεκάθαρα: αυτό που ζούμε δεν είναι δημοκρατία, αλλά μια ελεγχόμενη δικτατορία για τους εργαζόμενους. Η ίδια η συνταγματική διάταξη του άρθρου 23 που ορίζει πως «η απεργία αποτελεί δικαίωμα» γίνεται άρμα μάχης της κυβέρνησης κατά των δασκάλων και κάθε εργαζομένου που τολμά να σηκώσει το ανάστημά του. Για να μπει μια απεργία σε νόμιμο δρόμο, θα πρέπει να ξεπεράσει μια γραφειοκρατική διαδρομή γεμάτη παγίδες, και στη συνέχεια να αντέξει την άμεση δικαστική προσφυγή της κυβέρνησης – με το αίτημα να χαρακτηριστεί η απεργία καταχρηστική. Όπως έγινε και με την πρόσφατη απεργία των δασκάλων.

Η κυβέρνηση, όμως, δεν αρκείται σε αυτό. Με την τακτική της δείχνει ότι στόχος της είναι να κάνει ξεκάθαρο στους εργαζόμενους πως κάθε τους αντίδραση θα βρεθεί στα δικαστήρια. Το Σύνταγμα μπορεί να αναγνωρίζει την απεργία, αλλά στην πράξη μετατρέπεται σε απλό “ραβασάκι” στα χέρια της εξουσίας, κατά πως τη βολεύει. Η κυβέρνηση ερμηνεύει το δικαίωμα στην απεργία με τους δικούς της όρους, συρρικνώνοντάς το έτσι ώστε να γίνεται ουσιαστικά ανύπαρκτο. Κάθε κοινωνική τάξη, κάθε συλλογική φωνή καταπνίγεται από το φόβο των δικαστηρίων. Αυτή δεν είναι δημοκρατική πολιτική· είναι ολοκληρωτική λογική που μόνο στόχο έχει την υποταγή κάθε εργαζομένου, κάθε εκπαιδευτικού, κάθε πολίτη που διεκδικεί τα αυτονόητα.

Απεργία λέει το Σύνταγμα, παρανομία λέει ο νόμος Χατζηδάκη

Τι σημαίνει όμως το δικαίωμα στην απεργία, που υποτίθεται ότι προστατεύεται από το Σύνταγμα, όταν το ίδιο το κράτος προσφεύγει κάθε φορά εναντίον του; Η απεργία κατοχυρώνεται στο άρθρο 23 του Συντάγματος ως δικαίωμα που εξασκείται για τη διασφάλιση των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Στην περίπτωση της απεργίας των δασκάλων, που ζητούν ουσιαστικές αυξήσεις, πρόσθετες προσλήψεις και κατάργηση των συγχωνεύσεων στα τμήματα, η κυβέρνηση δεν μπήκε καν στη διαδικασία διαλόγου. Το κράτος δεν ενδιαφέρεται για τα δίκαια αιτήματα των εκπαιδευτικών· αντιθέτως, αντιμετωπίζει την απεργία ως «διατάραξη της δημόσιας τάξης». Και με την ίδια γραμμή, κάθε δικαστήριο πειθαρχεί σε αυτό το αφήγημα.

Η κυβέρνηση δεν θέλει καμία απεργία και βρήκε τον τρόπο να τις σταματάει, κάνοντας το Σύνταγμα "ραβασάκι" κατά πως την "βολεύει".

Όμως, το δικαίωμα στην απεργία δεν είναι απόλυτο· η ίδια η νομολογία της χώρας το έχει διαστρεβλώσει σε σημείο που να κηρύσσει την πλειονότητα των απεργιών παράνομες. Το ερώτημα είναι γιατί η δικαιοσύνη δεν λαμβάνει υπόψη της τη νομολογία της ΕΣΔΑ, η οποία ορίζει ότι κάθε περιορισμός στο δικαίωμα απεργίας πρέπει να είναι αναλογικός και να μην ακυρώνει την ουσία του δικαιώματος. Στην Ελλάδα, τα δικαστήρια περιορίζονται σε ένα δικονομικό «κυνήγι μαγισσών», εξοντώνοντας κάθε απεργιακή κινητοποίηση για τυπικούς λόγους ή με το πρόσχημα της καταχρηστικότητας.

Ο νόμος Χατζηδάκη, μάλιστα, φέρνει στο προσκήνιο την πιο ασφυκτική ρύθμιση των τελευταίων δεκαετιών. Απαιτεί από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να προειδοποιούν τους εργοδότες, να διασφαλίζουν προσωπικό ασφαλείας, και να διατηρούν τη λειτουργία των κρίσιμων υπηρεσιών, ακόμα και αν απεργούν. Αν αυτό δεν είναι άρση του δικαιώματος, τότε τι είναι; Και το πιο εξοργιστικό είναι πως, ακόμη κι αν τηρηθούν οι αυστηροί κανόνες, οι αποφάσεις των δικαστηρίων για την κήρυξη των απεργιών ως παράνομων επιμένουν να βρίσκουν πάντα «ζημιές» στον εργοδότη ή την κοινωνία.

Δεν πρόκειται λοιπόν για μια τυχαία αυστηρότητα, αλλά για ένα οργανωμένο πλάνο ελέγχου των εργαζομένων. Η κυβέρνηση δεν θέλει να διαπραγματευτεί με τους εκπαιδευτικούς και τους υγειονομικούς που διεκδικούν ασφαλείς συνθήκες και αξιοπρεπείς μισθούς. Επιδιώκει, όπως ξεκάθαρα διαφαίνεται, να καταστήσει σαφές πως το κράτος δεν έχει χώρο για αντιρρήσεις και αντιδράσεις. Με το να μετατρέπεται κάθε συνδικαλιστικό αίτημα σε δικαστική υπόθεση, η κυβέρνηση καταφέρνει να ελέγχει απόλυτα τους εργαζόμενους.

Η κυβέρνηση δεν θέλει καμία απεργία και βρήκε τον τρόπο να τις σταματάει, κάνοντας το Σύνταγμα "ραβασάκι" κατά πως την "βολεύει".

Το ερώτημα είναι τι μήνυμα στέλνει με την τακτική της αυτή. Αντί να σταθεί αρωγός σε όσους καθημερινά παλεύουν για να κρατήσουν όρθιες τις δημόσιες υπηρεσίες, στρέφει το κράτος εναντίον τους. Με πρόφαση τη «διατάραξη της δημόσιας τάξης», οι εκπαιδευτικοί γίνονται ξαφνικά απειλή για την κοινωνία και οι υγειονομικοί, που εδώ και χρόνια αναμετρούνται με τις άθλιες συνθήκες στα νοσοκομεία, στοχοποιούνται σαν οι μεγάλοι υπαίτιοι για τις ελλείψεις προσωπικού και υποδομών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα δικαιώματα των εργαζομένων, που με τόσο αγώνα κατακτήθηκαν, δεν έχουν θέση. Μιλάμε για μια στυγνή αφαίρεση δικαιωμάτων και όχι για μια προσωρινή κατάσταση.

Η λογική αυτή κρύβει κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό: μια πολιτική στρατηγική που στοχεύει στη διάλυση κάθε κοινωνικής αντίστασης. Η δικαστική εξουσία δεν είναι εκεί για να εξετάζει την ουσία των απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά για να εκτελεί την εντολή της κυβέρνησης – και η εντολή είναι σαφής: κανένας εργαζόμενος δεν θα σηκώνει κεφάλι. Εδώ και καιρό, η πολιτική αυτή έχει ως θύμα της όχι μόνο τους δασκάλους και τους καθηγητές αλλά και τους ναυτεργάτες, τους εργαζόμενους στον κλάδο της υγείας και κάθε κλάδο που ζητάει το αυτονόητο – να ζει με αξιοπρέπεια από τον μισθό του.

Από μια αριστερή σκοπιά, η υπεράσπιση του δικαιώματος στην απεργία δεν είναι μόνο ένα ζήτημα νομιμότητας, αλλά βαθύτερα, ένα ζήτημα δημοκρατίας. Κανένα δικαστήριο και καμία κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να φιμώνει τους

ανθρώπους που μάχονται για την αξιοπρέπειά τους. Η κυβέρνηση, με τον τρόπο που επιβάλλει σιγή σε κάθε κοινωνική ομάδα, θυμίζει αυταρχικά καθεστώτα που αναζητούν υποταγμένους και πειθήνιους πολίτες. Όμως, η απεργία δεν είναι μόνο δικαίωμα· είναι η έσχατη μορφή υπεράσπισης των κοινωνικών κατακτήσεων και της αξιοπρέπειας κάθε εργαζόμενου.

Ο αγώνας των δασκάλων, των καθηγητών, των γιατρών, των ναυτεργατών, δεν είναι απλώς μια αντιπαράθεση με την κυβέρνηση· είναι η κραυγή ολόκληρης της κοινωνίας απέναντι σε έναν αυταρχισμό που επιβάλλεται μέρα με τη μέρα. Ο στόχος δεν είναι να ακυρώσουμε μόνο το νόμο Χατζηδάκη. Ο στόχος είναι να ακυρώσουμε μια λογική που θεωρεί τους εργαζόμενους άβουλα όργανα χωρίς δικαιώματα. Είναι η κοινωνία ολόκληρη που πρέπει να σταθεί πλάι σε κάθε συνδικαλιστή, σε κάθε εκπαιδευτικό, σε κάθε εργαζόμενο, και να υψώσει το ανάστημα απέναντι στη σιωπή που θέλει να επιβάλει η εξουσία.

Η ιστορία έχει δείξει πως τα δικαιώματα κατακτώνται και δεν παραχωρούνται από τις κυβερνήσεις. Και όσο κι αν η κυβέρνηση αυτή προσπαθεί να το παρακάμψει, το αίτημα των δασκάλων για δικαιοσύνη δεν θα σβήσει. Η σημερινή απόφαση της κυβέρνησης να χαρακτηρίζει παράνομες τις απεργίες είναι το σήμα πως ο αγώνας των εργαζομένων πρέπει να δυναμώσει. Η κοινωνία οφείλει να ενώσει τη φωνή της με τους εκπαιδευτικούς, τους γιατρούς και όλους όσους βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για να της θυμίσουν ότι καμία απόφαση δεν μπορεί να ακυρώσει την ανάγκη για αξιοπρέπεια.