Ποιος; Ο Μπάλντοκ; Πως; Τι; Οι μέρες είναι πυκνές. Ο χρόνος περνάει “πηχτός”, τα μυαλά μας δεν προλαβαίνουν να επεξεργαστούν τόση πληροφορία, τόσα γεγονότα, δράματα, προβλήματα, σκηνές από πολέμους, πολιτικές υστερίες, τραύματα, κοινωνικά τέρατα, οι ζωές συνεχίζονται, το φθινόπωρο είναι πάντα γεμάτο, κάτι σε κάνει να στενοχωριέσαι, ψάχνεις μια ελπίδα το πρωί λίγο περισσότερο, το rat race δεν ήταν αυτό που ονειρευόσουν, και κάπου εκεί ανάμεσα ακούς κάτι που σε παγώνει. Χθες ήταν η παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας. Αλλά πόσο δύσκολο έμοιαζε πάλι να προσέξεις αυτήν ακριβώς την πλευρά σου…
Ο θάνατος του Τζορτζ Μπάλντοκ ήταν μια από εκείνες τις σκληρές στιγμές που ο κόσμος σταμάτησε και ο χρόνος εξαφανίστηκε ως έννοια. Για να επανέλθει μετά το πρώτο σοκ, και να μετατρέψει το μυαλό σου σε ένα εργοστάσιο παραγωγής φιλοσοφίας, γιαγιαδίστικων κλισέ αιώνων, θρησκευτικών αναζητήσεων και μεταφυσικών ερωτημάτων. Οι γονείς αγκαλιάσαμε τα παιδιά μας πιο σφιχτά προχθές το βράδυ, όσοι αγαπιούνται και αγαπάνε τα κατοικίδια τους το ίδιο, οι καρδιές όσων διάβασαν για την ματαιότητα των νιάτων κι όλων όσων άλλων συμβόλιζε στον καθένα και την καθεμία ο πνιγμός του “Τζόρτζη” όπως τον έλεγαν οι συμπαίκτες του, σφίχτηκαν.
Το πρωί βρήκε την ελληνική κοινή γνώμη σε μια σπάνια στιγμή. Σύμπνοιας. Απόλυτης συμφωνίας. Όλων των πλευρών. Δεν ήταν η φτηνή δικαιολογία – για τα πανάκριβα συμβόλαια – της UEFA πως δεν μπορούσε να ματαιώσει ή να αναβάλλει τον αγώνα Αγγλίας – Ελλάδας ένα 24ωρο μόλις μετά τον χαμό του Μπάλντοκ. Ήταν η αδιανόητη απόφαση ενός τηλεοπτικού παρουσιαστή να παρουσιάσει ρεπορτάζ και να κάνει ανάλυση για το σπίτι στο οποίο χάθηκε ο 31χρονος Μπάλντοκ. Ο ίδιος άνθρωπος που λίγες εβδομάδες πριν, φώναζε και ορυώταν πως δεν είναι δυνατόν οι “συνάδελφοι” του να ασχολούνται με τις λεπτομέρειες της κατοικίας του, όταν κυκλοφόρησε η είδηση πως πήρε φωτιά το σπίτι του.
Δεν είναι η οργή, ή η απογοήτευση για την ασέβεια προς τον χαμένο άνθρωπο και τους δικούς του που ένωσε τους τόσο διασπασμένους και διαχωρισμένους Έλληνες. Δεν είναι καν η συσσωρευμένη για δεκαετίες, και ουσιαστικά δικαιολογημένη απέχθεια προς τους δημοσιογράφους που δεν έχουν σταθεί στο ύψος του λειτουργήματος τους, και χάνουν σχεδόν κάθε μάχη για να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν η ιεροσυλία από έναν άνθρωπο που επανειλλημένως και αδιαλείπτως άγεται και φέρεται σαν να είναι υπεράνω κοινωνικών και δημοσιολογικών κανόνων και τρόπων.
Στην χώρα που, κακά τα ψέμματα, ο λαϊκισμός θρέφει τόσο πολύ κόσμο σε όποια πλευρά της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής σκηνής και να κοιτάξεις, το να πετύχει κάποιος να δείξει τέτοια προκλητικότητα και να απορρίψει τόσο ξεκάθαρα κάθε έννοια σεβασμού και ιερότητας, και τελικά να τους βάλει όλους απέναντι του, είναι πραγματικό κατόρθωμα.
Αυτό όμως θα περνούσε. Το ξέραμε. Όλοι λίγο ή πολύ, προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από την θύμηση του τραγικού, κοιτούσαμε να αφήσουμε να περάσουν στιγμές χωρίς να ανακαλούμε τις προσωπικές μας τραγωδίες και τα μικρά ή μεγάλα δράματα που είχαμε καταχωνιασμένα μέσα μας να στάζουν, εξαιτίας της μόχλευσης που προκαλεί ένα “δράμα κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας”. Η μέρα συνεχιζόταν, ο κόσμος κυλούσε, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, οι δουλειές δεν σταμάτησαν. Η βλακεία ξεχνιέται γρηγορότερα απ’ το δράμα, κι ειδικά στην χώρα της χρυσοψαρικής μνήμης και της φέτας με λαδορίγανη, τα θαύματα και τα δράματα κρατούν το πολύ τρεις μέρες.
Στο ΟΑΚΑ οι Παναθηναϊκοί μπήκαν με μισά χαμόγελα να γιορτάσουν τα καινούρια στολίδια του “ασώτου”, στην Ευρωλίγκα. Κάτι καλόπαιδα από εκείνα που βγάζουν και κάνα έξυπνο σύνθημα κι όχι μόνο ηλίθια εμετικά στιχάκια με περισσότερες βρισιές από ότι άρθρα και ρήματα μαζί, πρόλαβαν κι ετοίμασαν κι ένα πανό, που έβριζε (πετυχημένα μεν, αλλά και πάλι έβριζε) τον παρουσιαστή και την ΕΣΗΕΑ. Έπρεπε να περάσει άλλο ένα βράδυ και ένα πρωί για να πάρει μπρος το δημοσιογραφικό όργανο για να “ζητήσει τα ρέστα” τελικά.
Με περιέργεια, σφιγμένα στόματα, με την κούραση της βδομάδας και της καθημερινότητας ο καθένας, αρκετοί έκατσαν να δουν το “ματσάκι” της εθνικής στο Ουέμπλεϊ. Εκεί υπήρχε κάτι όμως, που όλοι οι “υπόλοιποι”, όλοι εμείς οι “έξω από το χορό”, είχαμε ξεχάσει πόσο σημαντικό και μεγάλο είναι. Μια ομάδα. Η ομάδα του Τζορτζ Μπάλντοκ. Η εθνική ομάδα. Που όταν φέρνει αποτελέσματα και κάνει κάτι καλό, είναι “ομάδα μας”, κι όταν δεν κερδίζει ή δεν παίζει “καλή μπάλα”, είναι “η εθνική”. Σκέτο. Χωρίς τίποτε άλλο.
Για κάθε άνθρωπο που έχει βρεθεί σε μια ομάδα κάποια στιγμή στη ζωή του, η έννοια του ανήκειν σε ένα σύνολο, η αγελοποίηση και τα αποτελέσματα των συμπεριφορών αλλά, κυρίως, των συναισθημάτων που δημιουργούνται και των σχέσεων και των δεσμών που αναπτύσσονται μέσα σε μια ομάδα, η χθεσινή νύχτα ήταν ξεκάθαρο πως ήταν μια από τις πιο δύσκολες και συνάμα πιο σημαντικές στην ζωή όλων των μελών αυτού του συνόλου.
Για το τι σημαίνει το να πεθαίνει “ένας από αυτούς”, όπως χάθηκε κι όταν χάθηκε ο Τζορτζ Μπάλντοκ, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς εκτός από τους ίδιους τους παίκτες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Ούτε καν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας δεν μπορούν να έχουν τέτοια σχέση κι επαφή με αυτό το σημαινόμενο. Οι αθλητικές ομάδες, ειδικά στο υψηλότερο επίπεδο, κι ακόμα περισσότερο όταν φέρουν εθνικά χρώματα και σύμβολα, είναι ότι κοντινότερο υπάρχει σε “στρατιωτικό σύνολο” που ετοιμάζεται για μάχη. Οι έννοιες και οι σχέσεις που αναπτύσσονται και μεταβάλλονται καθόλη την διάρκεια της κοινής ζωής και των αγώνων όλων αυτών των, νέων, γυμνασμένων, επιτυχημένων, υπερφωτισμένων από την δημοσιότητα και την φήμη, παιδιών, δεν έχουν πολλά συγκρίσιμα μεγέθη και αντιστοιχίες με τις “απλές ζωές” που διάγουν οι περισσότεροι.
Ο Τάσος Μπακασέτας, ο αρχηγός της ομάδας, το παιδί που έμαθε πρώτο το αβάσταχτο νέο, και επίσης κι αυτό που ανέλαβε την ευθύνη να το μεταφέρει στους υπόλοιπους, έγινε viral για τα λόγια του στους υπόλοιπους πριν το ματς. Ακόμα κι αν δεν βλέπαμε πλάνο, και δεν μαθαίναμε ποτέ όλοι οι υπόλοιποι τι συνέβη στα αποδυτήρια πριν τον αγώνα, όλα αυτά τα παιδιά θα κουβαλούν αυτές τις ώρες και τις στιγμές μέσα τους για όλη τους τη ζωή.
Κι ύστερα ήρθε το ματς. Κι ο πιο αγαπημένος τύπος που κάθισε στον πάγκο της εθνικής μας ομάδας απ’ τον Φερνάντο Σάντος κι έπειτα, ο -ας τον λέμε δώρο του Αλαφούζου στο ποδόσφαιρο μας- Ιβάν Γιοβάνοβιτς, τους έβαλε στις θέσεις που είχαν σχεδιάσει και τους άφησε να παίξουν το ματς της ζωής τους. Σε μια νύχτα που όλοι τους περίμεναν σίγουρα αλλιώτικη, που ο θάνατος ήταν μια έννοια που είχε γεμίσει το μυαλό τους.
Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει περισσότερα σχόλια για δάκρυα, πόνο, δάγκωμα, σφίξιμο καρδιάς σε ένα γκολ υπέρ της ομάδας που υποστηρίζουμε, ποτέ στη ζωή μου. Ούτε καν κάτι παραπλήσιο. Χθες το ζήσαμε δυο φορές. Η φανέλα με το νούμερο δύο σηκωμένη πάνω από τα κεφάλια όλης της ομάδας, τα παιδιά που πανηγυρίζουν το γκολ λες και δεν έχουν ξαναπετύχει γκολ σε γήπεδο και τρέχουν χωρίς σχέδιο, λογική, χωρίς να ξέρουν τι κάνουν και γιατί, η φωνή του Χρήστου Σωτηρακόπουλου να σπάει, οι δικές μας είχαν λυγίσει πολύ πριν άλλωστε, η σημειολογία τόσων διαφορετικών “σημαντικών” (τάχα μου) πραγμάτων, ιστοριών, ρεκόρ, βάλε ό,τι θες, όλα μαζί, έμοιαζαν τόσο απόκοσμα, τόσα πολλά, τόσο απίθανα δυνατό να τ’ αντέξει ένας άνθρωπος.
Αλλά αν δυσκολευόμαστε εμείς να τα “χωνέψουμε”, να τα βλέπουμε και να τα “διυλίσουμε” συναισθηματικά, τι να πούμε γι’ αυτούς που τα ζούσαν;
Η χθεσινή νύχτα, ήταν μια από αυτές τις βραδιές που θα τη μνημονεύουμε για δεκαετίες. Όχι για το υπέροχο ματς της ομάδας, όχι για τη νίκη, όχι για τα όσα σήμαινε, όχι ίσως ακόμα και για την τραγικότητα που την δημιούργησε. Αλλά για όσα μας έκανε να νιώθουμε.
Εις μνήμην Μπάλντοκ
Η ελληνική κοινωνία, λίγο ή πολύ περισσότερο από τις πιο πολλές κοινωνίες του κόσμου την τελευταία 20ετία, δεν μπορεί να αντέξει τα όσα βιώνει. Κι αυτό το συναισθηματικό roller coaster του τελευταίου 48ώρου, ήταν πιο μεγάλο κι από ότι η “περιβόητη ελληνική ψυχή” (που ηλιθιωδώς έχουν κατακλύσει το κοινωνικό ασυνείδητο επί δεκαείτες να φαντασιώνεται το κοινωνικό μας ασυνείδητο πως υπάρχει) μπορεί να σηκώσει. Το “τέλος καλό” ή τέλος πάντων, “με πικρό χαμόγελο” ή όπως αλλιώς μπορεί να το πει κανείς, έραψε με μια χρυσή κλωστή ένα δράμα, που ουσιαστικά είχε διαστάσεις αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Κι αν είδαμε ύβρι, “από μηχανής θεούς”, χορούς, δράματα επί σκηνής, και τραγικά χαμένους ήρωες, στο τέλος αυτό που καλό θα ήταν να μας μείνει, είναι αυτή η “κάθαρση” που νιώσαμε, όχι τόσο για τον πόνο που περάσαμε, εξ’ αντανακλάσεως δυο μέρες, αλλά για την ικανότητα μας να αφαιρούμε από την ζωή τα περιττά και να βρίσκουμε την ουσία, τα μεγάλα και τα σημαντικά, και να χαιρόμαστε ακόμα και με τα πιο μικρά, ακόμα και μπροστά στα δύσκολα και τα ανυπέρβλητα.