Δεν έχει σημασιά το “οσκαρικό”. Υπάρχουν μερικές ταινίες που με το πρώτο λεπτό νιώθεις πως παρακολουθείς κάτι πολύ μεγαλύτερο από το σύνηθες. Κάτι που θα χαράξει τη μνήμη σου και θα σε ακολουθεί. Έτσι ακριβώς συμβαίνει με το «Το Αγόρι και ο Ερωδιός», την τελευταία – ίσως – ταινία του μεγάλου μάγου της ιαπωνικής κινούμενης εικόνας, Χαγιάο Μιγιαζάκι. Μια ταινία που από αύριο κάνει την πολυαναμενόμενη εμφάνισή της στο Netflix και ήδη έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως το αποχαιρετιστήριο του έργο. Αλλά, όπως και ο ίδιος ο Μιγιαζάκι, τίποτα δεν είναι ποτέ τόσο ξεκάθαρο.
Το -οσκαρικό- φιλμ διαδραματίζεται γύρω από τον Μαχίτο, ένα παιδί που παλεύει να κατανοήσει τη ζωή του μετά τον τραγικό θάνατο της μητέρας του. Η αφήγηση είναι διπλή: από τη μία, έχουμε την πραγματικότητα του αγοριού που μετακομίζει με τον πατέρα του και τη νέα του σύζυγο στην επαρχία. Ένας νέος κόσμος, γεμάτος σιωπή, απώλεια και τον αινιγματικό Ερωδιό, που τον ακολουθεί παντού, γίνεται ο τρόπος του Μαχίτο να επεξεργαστεί τη θλίψη του. Από την άλλη, μπαίνουμε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο: έναν κόσμο φανταστικό, γεμάτο αμφιβολίες, μυστήρια και μαγεία, όπου ο χρόνος και η πραγματικότητα λειτουργούν με άλλους κανόνες.
Η πρώτη ώρα της ταινίας είναι τόσο γειωμένη που ξεχνάς πως βλέπεις ένα έργο του Studio Ghibli. Εδώ, δεν υπάρχουν ακόμα δράκοι ή μαγεία. Ο Μαχίτο δεν βρίσκεται σε έναν άλλον κόσμο, παρά μονάχα σε έναν κόσμο που δοκιμάζει τις αντοχές της παιδικής του ψυχής. Ο πατέρας του προσπαθεί να φτιάξει ξανά τη ζωή του, και η νέα μητέρα του Μαχίτο, μια γλυκιά και ταυτόχρονα απόμακρη φιγούρα, βρίσκεται στο περιθώριο των σκέψεών του. Ο Μαχίτο ζει ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες: αυτήν της απώλειας και αυτήν της προσαρμογής. Όλα μοιάζουν βαριά, υπαρξιακά, σαν μια ατελείωτη αναζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά.
Το οσκαρικό αντίο του Μιγιαζάκι στο σινεμά
Ωστόσο, αυτό το γήινο, βαρύ συναίσθημα δεν κρατάει για πολύ. Όταν ο Μαχίτο καταφέρνει να ξεπεράσει τον Ερωδιό, η ταινία ανοίγει τις πόρτες της μαγείας και της φαντασίας, και εδώ αρχίζει το πραγματικό ταξίδι του. Μπαίνει σε έναν κόσμο που ξεφεύγει από τους κανόνες της φύσης και του χρόνου, όπου αρχίζει να αναζητά την αλήθεια γύρω από την εξαφάνιση της μητέρας του. Οι σκηνές αυτές σε συνεπαίρνουν με την εικονογραφική τους πολυπλοκότητα και τη γεμάτη ζωντάνια δράση, που κάνει τον θεατή να αναρωτιέται αν πραγματικά παρακολουθεί μια απλή παιδική ταινία ή κάτι πολύ βαθύτερο.
Εκεί, ο Μιγιαζάκι αρχίζει να ξεδιπλώνει το πραγματικό του – κι επιτέλους αναγνωρισμένο κι οσκαρικό – ταλέντο. Δημιουργεί κόσμους που μοιάζουν αποκομμένοι από την ανθρώπινη λογική, αλλά ταυτόχρονα αγγίζουν τις πιο βασικές αλήθειες για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο χρόνος και η πραγματικότητα δεν έχουν σημασία σε αυτό το σύμπαν. Η μαγεία είναι απλά ένα εργαλείο, μια μεταφορά, για να δείξει την εσωτερική πάλη του Μαχίτο – και όλων μας – με τη θνητότητα και το άγνωστο. Κάθε σκηνή, κάθε πλάσμα που συναντά το παιδί, είναι μια αλληγορία της ίδιας του της ψυχικής εξέλιξης.
Ειδικά προς το τέλος της ταινίας, ο Μαχίτο αντιμετωπίζει την απώλεια της μητέρας του με έναν πολύ προσωπικό, σχεδόν υπερβατικό τρόπο. Όλες οι φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες και χαρακτήρες που συναντά παίρνουν μια θέση στο παζλ, δημιουργώντας μια εικόνα που καταφέρνει να συγκινήσει χωρίς να γίνεται ποτέ βαριά. Η ταινία ξεδιπλώνει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής μέσα από εικόνες απλές αλλά τόσο έντονες: ο πύργος που χτίζεται και καταρρέει, η αίσθηση πως όλα μπορούν να χαθούν ανά πάσα στιγμή. Αλλά αυτή είναι και η μεγαλύτερη αλήθεια του Μιγιαζάκι. Το σύμπαν του δεν μας αφήνει ποτέ να βυθιστούμε στην απελπισία. Ακόμα και αν όλα μπορούν να χαθούν, το σημαντικό είναι πως η ζωή συνεχίζεται.
Και ίσως εδώ κρύβεται το πραγματικό (οσκαρικό) μεγαλείο του «Το Αγόρι και ο Ερωδιός». Όπως και σε κάθε άλλη ταινία του, ο Μιγιαζάκι δεν χρησιμοποιεί τη φαντασία ως μια απλή μορφή διαφυγής από την πραγματικότητα. Αντίθετα, η φαντασία γίνεται το πιο ισχυρό εργαλείο για να αντιμετωπίσουμε την ίδια την πραγματικότητα. Ο Μαχίτο, μέσα από τη φανταστική του περιπέτεια, δεν μαθαίνει πώς να ξεφύγει από τον πόνο. Μαθαίνει πως ο πόνος είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συνεχίσεις.
Αυτή η διαρκής αλληγορία μεταξύ απώλειας και αποδοχής είναι αυτό που κάνει την ταινία τόσο συγκλονιστική. Ο Μιγιαζάκι καταφέρνει να μας προσφέρει μια ακόμα βαθιά στοχαστική ταινία, που παίζει με τις έννοιες της θνητότητας, της αποδοχής του περάσματος του χρόνου, αλλά και της αιώνιας αναζήτησης για κάποιο νόημα.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτό είναι πραγματικά το τέλος για τον Μιγιαζάκι, αλλά δεν έχει σημασία. Το «Το Αγόρι και ο Ερωδιός» είναι μια πανέμορφη, εξαιρετική ταινία που θα μπορούσε άνετα να σταθεί ως το τελευταίο του αριστούργημα. Ένα έργο που συνδέει την παιδική αθωότητα με τη βαθύτερη φιλοσοφική σκέψη, και μας υπενθυμίζει πως μέσα από τη φαντασία μπορούμε να ξαναβρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές μας.
Ο Μιγιαζάκι μας χαρίζει ένα ταξίδι μαγικό, με νόημα και βάθος, που παρά το σύννεφο της απώλειας, μας δίνει ένα ανακουφιστικό μήνυμα: Η ζωή πάντα προχωράει, και η μαγεία είναι πάντα εκεί για όσους έχουν το θάρρος να την αναζητήσουν.