Η ζωή του Μίμη Πλέσσα μπορεί να έφτασε σε μήκη που δισεκατομμύρια ονειρεύονται, αλλά η καριέρα και τα “δώρα”, η κληρονομιά που άφησε στην ελληνική κοινωνία και την ελληνική μουσική, είναι ακόμα σπανιότερα κι εξόχως σημαντικότερα. Αν η σύγχρονη ελληνική μουσική έχει την “ιερή τριάδα” να στηρίζεται πάνω της (Τσιτσάνη – Χατζιδάκη – Θεοδωράκη), ο Μίμης Πλέσσας είναι ένα μέγεθος που δικαιολογημένα θα “χωρούσε” σε ένα ελληνικό αντίστοιχο “Mount Rushmore” για να συμπληρώσει την “βάση” πάνω στην οποία χτίστηκε ό,τι καλό έχει βγει στην ελληνική δισκογραφία από τα 60s κι έπειτα.

Μια “κρυμμένη” ιδιοφυΐα με το όνομα Μίμης Πλέσσας

Η μουσική ιδιοφυΐα του Μίμη Πλέσσα υπήρξε πραγματικά μοναδική, γιατί κατάφερε να μεταμορφώσει μουσικές φόρμες που δεν προορίζονταν για τη λαϊκή μουσική και να τις ενσωματώσει με τρόπο που να ακούγονται οικείες και αυθεντικές στο ελληνικό κοινό. Με βαθιά κλασική παιδεία, ο Πλέσσας δεν αρκέστηκε στο να γράψει απλά τραγούδια, αλλά τόλμησε να φέρει στη λαϊκή σκηνή στοιχεία από τζαζ, συμφωνική μουσική και πειραματισμούς που άλλοι συνθέτες δεν τολμούσαν.

Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτής της ικανότητας είναι το τραγούδι «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Εδώ, ο Πλέσσας χρησιμοποιεί έναν απλό λαϊκό σκελετό, αλλά το ντύνει με αρμονικές επιλογές που φέρνουν στο μυαλό στοιχεία τζαζ και κλασικής μουσικής, καταφέρνοντας να αναδείξει τη μελαγχολία και την γλύκα του έρωτα σε μια εντελώς διαφορετική εποχή. Το αποτέλεσμα είναι ένα τραγούδι που αν και ακούγεται λαϊκό, έχει την πολυπλοκότητα και το βάθος μιας σύνθεσης που ξεπερνά τα όρια του είδους, η οποία άλλαξε μορφές μέσα στο χρόνο, αλλά παραμένει μεγαλειώδης.

Το ίδιο ισχύει και για τη μελοποίηση του «Μην του μιλάτε του παιδιού», όπου ο Πλέσσας παίρνει ένα ποίημα και το μεταμορφώνει σε τραγούδι, χρησιμοποιώντας συμφωνικές και λυρικές τεχνικές. Αυτά τα ακούσματα, που συχνά συνδέονταν με την ελίτ ή με πιο «κλειστά» μουσικά κυκλώματα, τα έφερε στο προσκήνιο, τα έδωσε στον κόσμο, συνδυάζοντας την απλότητα με την πολυπλοκότητα. Έτσι, η μουσική του έγινε όχι μόνο λαϊκή αλλά και εθνική, με ήχους που μιλούν στην καρδιά κάθε Έλληνα, χωρίς να περιορίζονται σε κανόνες.

Η μουσική του Μίμη Πλέσσα είναι ένας μοναδικός συνδυασμός τεχνικής αρτιότητας και συναισθηματικής εμβάθυνσης, ένα αρμονικό πάντρεμα της κλασικής παιδείας με την ελληνική λαϊκή παράδοση και τους σύγχρονους ήχους. Ο Πλέσσας κατάφερε, με αριστοτεχνικό τρόπο, να εξελίξει και να εμπλουτίσει την ελληνική μουσική, με συνθέσεις που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά του Έλληνα, αλλά και του παγκόσμιου ακροατή. Αυτό το πέτυχε, όχι μόνο χάρη στην τεράστια μουσική του γνώση, αλλά και με το πάθος και την ευαισθησία που διέκριναν κάθε του έργο.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ήταν η ικανότητα να συνδυάζει διαφορετικά είδη μουσικής, με τρόπο που κανένας άλλος συνθέτης στην εποχή του δεν τολμούσε. Ξεκινώντας από την κλασική του παιδεία – αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών και είχε σπουδάσει χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – ο Πλέσσας κατέκτησε την ευχέρεια να δημιουργεί συμφωνικές ενορχηστρώσεις με τον ίδιο άνετο τρόπο που συνέθετε τραγούδια για λαϊκή ορχήστρα. Δεν δίσταζε να συνδυάσει στοιχεία της τζαζ, της κλασικής μουσικής και του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, φέρνοντας έτσι στη μουσική του έργα που έχουν μείνει ανεξίτηλα στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.

Ας εξετάσουμε ορισμένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα του ταλέντου του. Ένα από τα κορυφαία έργα του είναι το τραγούδι «Ένας Ουρανός με Αστέρια» που ερμηνεύει η Βίκυ Μοσχολιού. Εδώ, ο Πλέσσας καταφέρνει να αποτυπώσει τη μοναξιά και την ελπίδα της ανθρώπινης ψυχής μέσα από μια λιτή μελωδία, ενώ η χρήση της ορχήστρας υπογραμμίζει διακριτικά τον συναισθηματικό πυρήνα του τραγουδιού. Οι μελωδικές γραμμές αναπτύσσονται σταδιακά, δίνοντας στο ακροατήριο την αίσθηση ότι το τραγούδι «ξετυλίγεται» μπροστά του, σχεδόν σαν μια ιστορία που αποκαλύπτεται αργά και προσεκτικά.

Η συνθετική του ικανότητα απογειώνεται και σε έργα όπως το «Θα πιω απόψε το Φεγγάρι», όπου συνδυάζει τον λυρισμό με την ηρωική μουσική έκφραση. Η χρήση των εγχόρδων δημιουργεί ένα αίσθημα μεγαλείου, ενώ η απλότητα της μελωδίας παραμένει χαρακτηριστική της ικανότητάς του να κάνει τη μουσική προσβάσιμη, ακόμη και σε ακροατές που δεν έχουν κλασική μουσική παιδεία. Εδώ, βλέπουμε τη μοναδική ικανότητα του Πλέσσα να δημιουργεί μουσικά κομμάτια που απευθύνονται εξίσου στο συναίσθημα και το πνεύμα, με τη χρήση μιας απλής, αλλά εξαιρετικά εκφραστικής ενορχήστρωσης.

Ο Πλέσσας, όμως, δεν σταμάτησε στην απλή δημιουργία τραγουδιών. Η μουσική του καριέρα περιλάμβανε και τις συνθέσεις για ταινίες, όπου έδειξε το ευρύ φάσμα των δεξιοτήτων του. Στην ταινία «Η Μαρία της Σιωπής», για παράδειγμα, η μουσική του Πλέσσα ήταν περισσότερο από ένα απλό μουσικό χαλί. Κατάφερε να διαμορφώσει τον χαρακτήρα της ταινίας, υπογραμμίζοντας την ένταση και το δράμα, κάνοντας τη μουσική να λειτουργεί ως μια σιωπηλή, αλλά πανίσχυρη γλώσσα που συντονίζει τους χαρακτήρες και τις σκηνές της ταινίας.

Αυτό που καθιστά τον Μίμη Πλέσσα μια από τις πιο επιδραστικές φιγούρες της ελληνικής μουσικής σκηνής είναι η άρρηκτη σχέση που είχε με την ελληνική ψυχή. Κάθε του σύνθεση αποπνέει μια αίσθηση ενότητας με την ελληνική κουλτούρα, την παράδοση, τα όνειρα και τους φόβους του ελληνικού λαού. Με τον ίδιο τρόπο που οι παλιοί λαϊκοί τραγουδιστές μπορούσαν να διηγηθούν ιστορίες για την καθημερινή ζωή και τα πάθη του κόσμου, έτσι και ο Πλέσσας, με τη μουσική του, προσέφερε μια πλατφόρμα για την έκφραση της ελληνικής ψυχής.

Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον Πλέσσα χωρίς να αναφερθούμε στην επιρροή του στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Η μουσική του, είτε μέσα από τα λαϊκά τραγούδια είτε από τις συμφωνικές του συνθέσεις, μας θυμίζει ποιοι είμαστε. Σε μια εποχή που η Ελλάδα πάλευε να βρει το δρόμο της μέσα από πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, ο Πλέσσας μας έδινε τη δυνατότητα να στραφούμε στη μουσική για παρηγοριά, αλλά και για μια μορφή αντίστασης.

Η ελληνική κοινωνία αγκάλιασε τη μουσική του Πλέσσα γιατί αυτή ήταν συνυφασμένη με τα βιώματά της. Σε κάθε τραγούδι του, μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τη δική του ιστορία, τα δικά του όνειρα, τους δικούς του πόθους. Ο Πλέσσας κατάφερε, όπως λίγοι άλλοι, να ενώσει τη λαϊκή μουσική με τις υψηλότερες φόρμες της τέχνης, και αυτό τον καθιστά πραγματικά μοναδικό. Το ταλέντο του δεν είναι απλώς μια τεχνική αρετή, αλλά μια βαθιά κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, να ζεις, να παλεύεις, να ερωτεύεσαι και να ονειρεύεσαι.

Συνοψίζοντας, ο Μίμης Πλέσσας δεν ήταν απλά ένας μεγάλος συνθέτης· ήταν μια δύναμη που διαμόρφωσε την ελληνική μουσική, μια φωνή που μίλησε στην καρδιά και την ψυχή του Έλληνα. Με τις μελωδίες του, άγγιξε το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης και άφησε πίσω του μια παρακαταθήκη που θα αντηχεί για πάντα. Η μουσική του θα είναι πάντα παρούσα σε κάθε στιγμή που η ελληνική ψυχή αναζητά έκφραση και λύτρωση, σε κάθε στιγμή που η Ελλάδα αγωνίζεται να βρει τον εαυτό της.

Ακόμα κι αν δεν είχε δώσει τόσα μυθικά, αξέχαστα, τραγούδια ψυχής σε 3 γενιές και βάλε ελλήνων, ο Πλέσσας θα είναι πάντα ο άνθρωπος που μας έδωσε το πιο ανάλαφρο, υπέροχο τραγούδι που με δυο νότες του μόνο φτάνει για να αλλάξει το κέφι και την πορεία μιας μέρας, μιας ζωής. Γιατί πίσω από την τσαχπινιά και την αρχοντιά του Τάκη Χορν, είναι το μπουζούκι με την ορχήστρα, τα λάτιν και το σουίνγκ που πλέκει σαν κέντημα ο Πλέσσας που πάντα θα κάνει την ψυχή μας να σπάει μέση και να τραγουδάει με όλη της την δύναμη για χάντρες…