Αντέχεις να το ξετυλίξουμε αυτό το μπερδεμένο κουβάρι; Το γράφουμε από την αρχή, ως είδος… προειδοποίησης: Αυτά που θα διαβάσεις, αυτά που πιστεύουν οι Τούρκοι, μπορεί να μην σου αρέσουν. Ακόμα κι αν δεν κοιμάσαι και ξυπνάς με την προσδοκία να πάρεις την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, μπορεί να σε ενοχλήσουν. Είναι αλήθεια, όμως. Ωμή αλήθεια. Κι όσο πιο γρήγορα τα ξεμπερδέψουμε αυτά, τόσο πιο ήρεμα θα ζήσουμε Έλληνες και Τούρκοι στην ίδια γειτονιά. Όσο μας αφήσουν, βέβαια, γιατί αν αποφασίσουν κάποιοι (ξέρουμε ποιοι) ότι τους συμφέρει να σφαχτούμε μεταξύ μας, θα σφαχτούμε, θέλουμε δεν θέλουμε.

Το κουβάρι στη δική μας περίπτωση είναι η αντιμετώπιση των Τούρκων που έχουν έλθει στην Ελλάδα για να εργαστούν στα αθλητικά μας σωματεία. Είτε ως προπονητές (Αταμάν στον μπασκετικό Παναθηναϊκό) είτε ως αθλητές (Τζεντί Οσμάν και Ομέρ Γιούρτσεβεν επίσης στην ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού και Γιουσούφ Γιαζιτζί στην ομάδα ποδοσσφαίρου του Ολυμπιακού). Να μην ξεχάσουμε και τον Φατίχ Τερίμ και τον Σερχάτ Ακαϊντίν του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού. Ο οποίος Ακαϊντίν εκδιώχτηκε κακήν-κακώς μετά από μία ανάρτησή του στην οποία πανηγύριζε για την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453.

Παλαιότερα είχαν αγωνιστεί Τούρκοι αθλητές στους δύο αιώνιους, μάλιστα με σημαντική επιτυχία (ο Ιμπραϊμ Κουτλουάι στο μπάσκετ του Παναθηναϊκού, ο Ερόλ Μπουλούτ στο ποδόσφαιρο του Ολυμπιακού), αλλά τότε κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί τους. Διότι δεν υπήρχαν social media για να κάνουν αναρτήσεις από την καθημερινότητά τους.

Τώρα, όμως, έχουμε διαφορετική αντιμετώπιση. Η συμπεριφορά των αθλητών και των προπονητών μπαίνει στο μικροσκόπιο. Παλαιότερες αναρτήσεις ή δραστηριότητές τους εξετάζονται εξονυχιστικά. Οι αντιδράσεις τους κατά τη διάρκεια αγώνων γίνονται αντικείμενο ατέρμονων συζητήσεων. Και φτάσαμε στο σημείο μέχρι και να απευθύνονται… προειδοποιήσεις να σεβαστούν τον χώρο και την ιστορία του κράτους, στο οποίο δουλεύουν και κερδίζουν χρήματα.

Και η ταμπέλα είναι έτοιμη: «Γκρίζος Λύκος». Την κολλάμε σε όλους, προφανώς περισσότερο από συμφέρον και λιγότερο από αμάθεια. Η ιστορία ξεκινάει από τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, που ρίχνουν αλάτι στην πληγή της ματωμένης «εθνικής υπερηφάνειας». Λες και είναι ντροπή που σε ένα απολύτως επαγγελματικό περιβάλλον μια ελληνική ομάδα ζητάει τις υπηρεσίες ενός Τούρκου προπονητή ή παίκτη. Λες και δεν γίνεται το αντίστοιχο στην Τουρκία, όπου έχουν βρει δουλειά και ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες.

Το ερώτημα είναι απλό, λοιπόν: Αν ως Γκρίζος Λύκος ορίζεται ο ακραίος Τούρκος εθνικιστής, που ονειρεύεται ότι περνάει από μαχαίρι τους εχθρούς του, είναι αυτοί που βρίσκονται στην Ελλάδα Γκρίζοι Λύκοι; Ή πατριώτες που απλά αγαπούν την πατρίδα τους, όπως αγαπάμε οι Έλληνες τη δική μας;

Για να δώσει κάποιος μια ικανοποιητική απάντηση, και να μην εκφέρει απλά μια άποψη, οφείλουμε να γυρίσουμε λίγο πίσω το χρόνο και να θυμίσουμε κάποια πράγματα.

Είναι μοιραίο όταν δύο λαοί βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο για αιώνες, κι έχουν τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά, θρησκεία, γλώσσα, κι έχουν πολεμήσει σκληρά μεταξύ τους, κι έχει ο ένας αιώνες ιστορίας που βρισκόταν κατακτητής στα εδάφη του άλλου, να υπάρχει πόνος. Μακροχρόνιος πόνος. Που δυστυχώς δεν λέει να σβήσει, να καταλαγιάσει. Συνεχώς προστίθενται νέα επεισόδια.

Οι ημερομηνίες που για τον ελληνισμό έχουν συνδεθεί με πόνο, για τους Τούρκους είναι ημέρες χαράς και πανηγυριών. Προσοχή, δεν γράφουμε ότι μας αρέσει αυτό. Αλλά ισχύει. Η 29η Μαϊου, ημέρα που ο ελληνισμός πενθεί την Άλωση της Πόλης, οι Τούρκοι αντιστοίχως πανηγυρίζουν μια μεγάλη τους κατάκτηση από τον Οσμάν τον Πορθητή. Η 19η Μαϊου, ημέρα μνήμης για τον ελληνισμό της γενοκτονίας των Ποντίων, στην Τουρκία είναι ακριβώς η ημέρα που γιορτάζεται η μνήμη του Κεμάλ Ατατούρκ κι έχει κηρυχθεί γι’ αυτό ημέρα Νεολαίας και Αθλητισμού. Είναι η επέτειος της άφιξης του Κεμάλ στη Σαμψούντα, από εκεί ξεκίνησε η πορεία του προς την εδραίωση της σύγχρονης Τουρκίας υπό τη δική του διακυβέρνηση.

Συνεχίζουμε. Η 30η Αυγούστου, η ημερομηνία που ο ελληνισμός θρηνεί την καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό του ελληνισμού από την Μικρά Ασία, για τους Τούρκους είναι η «Γιορτή της Νίκης», γιορτάζουν το διώξιμο των ξένων από τη γη τους. Η 20η Ιουλίου 1974, η ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, σημαδεύει τον ελληνισμό και τις απώλειες στρατιωτών και αμάχων, ενώ στην Τουρκία και στην πλειοψηφία των Τουρκοκύπριων γιορτάζεται ως η πρώτη ημέρα της ελευθερίας.

Η χαρά και το πανηγύρι του ενός είναι ο πόνος και ο θρήνος του άλλου. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Όταν, λοιπόν, κάποιος Τούρκος κάνει μια ανάρτηση που γενικά κι αόριστα εύχεται «Χρόνια Πολλά» και «Ευτυχισμένη Επέτειο» σ’ αυτές τις ημερομηνίες, είναι Γκρίζος Λύκος κι εθνικιστής; Όλα αυτά έχουν καθιερωθεί ως εθνικές επέτειοι, δεν είναι κάτι που ζει και υπάρχει υποδόρια, κάτω από τη μύτη του καθεστώτος.

Η αντιστοιχία αυτών των αναρτήσεων και η φιλοσοφία τους είναι όπως αυτά που αναρτούν πολλοί Έλληνες την 25η Μαρτίου, όπου το χρονολόγιο κατακλύζεται από ελληνικές σημαίες και «Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου»! Είναι αυτό σημάδι ακραίου εθνικισμού, νεοναζισμού, φασιμού, ή απλώς πατριωτισμού;

Το 1821 οι Έλληνες πήραν τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Από τους οποίους υπέφεραν επί αιώνες. Έτσι μάθαμε από το σχολείο και δεν το αμφισβητούμε. Αναρωτηθήκαμε, όμως, ποτέ τι μαθαίνουν οι Τούρκοι στα δικά τους σχολεία για εκείνη την περίοδο και την ελληνική επανάσταση; Πώς μεγάλωσαν, με τι αναγνώσματα και με ποιες ιστορίες, αυτοί που ήλθαν να εργαστούν ως επαγγελματίες αθλητές και προπονητές στη χώρα μας;

Τούρκοι: Αχάριστοι και επεκτατιστές με ξένες πλάτες οι Έλληνες

Η Ελλάδα, λοιπόν, για τους Τούρκους είναι το διαχρονικό τσιράκι των μεγάλων δυνάμεων. Οι Έλληνες παρουσιάζονται ως αχάριστοι, επειδή στη Ρούμελη και στο Μοριά είχαν τους δικούς τους προύχοντες, στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά οι μεγαλοκαπεταναίοι είχαν σχεδόν απόλυτη οικονομική ελευθερία, στην Πόλη οι Έλληνες Φαναριώτες είχαν μεγάλα αξιώματα διπλωματικά και πολιτικά στην Οθωμανική Πύλη. Αλλά δέχτηκαν να κάνουν τα θελήματα των μεγάλων, οι οποίοι ήθελαν να έχουν ένα αγκάθι μέσα στο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Κι όταν η επανάσταση στην ουσία είχε καταπνιγεί από τον Ιμπραϊμ, οι Αγγλογάλλοι βγήκαν απολύτως στο πλευρό των ανύπαρκτων πολεμικά Ελλήνων, κατέστρεψαν τον οθωμανικό στόλο στο Ναυαρίνο και έκαναν δώρο στους Έλληνες ένα κράτος, με τον όρο να κάνουν πάντα αυτό που τους λένε.

Προσοχή, επαναλαμβάνουμε ότι δεν υιοθετούμε αυτή τη ρητορική. Την παρουσιάζουμε. Αυτά αναφέρουν συνοπτικά τα τουρκικά βιβλία. Και συνεχίζουν.

Η Ελλάδα, λοιπόν, ένα μυρμήγκι στρατιωτικά και πολιτικά μπροστά στην αχανή τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τις πλάτες των Αγγλο-Γάλλων επέκτεινε σ’ έναν αιώνα όχι μία και δύο, αλλά έξι φορές τα σύνορά του εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο ως τη Μακεδονία, τα νησιά του βόρειου Αιγαίου, την Κρήτη, τη Σάμο, τη δυτική Θράκη, και βεβαίως την απόπειρα ενσωμάτωσης στην ελληνική επικράτεια της ανατολικής Θράκης και της περιοχής της Σμύρνης. Όταν κάποιος Έλληνας αποκαλέσει τους Τούρκους κατακτητές, αυτό θα του απαντήσουν. Ότι η Ελλάδα επεκτάθηκε έξι φορές σ’ έναν αιώνα. Και μάλιστα όχι με τις δικές της δυνάμεις.

Για τους Τούρκους, η μοναδική φορά που οι Αγγλο-Γάλλοι έμειναν ουδέτεροι στη δική μας διαμάχη ήταν και η μόνη (!) που μας νίκησαν, το 1922. Κι αυτό το θριαμβευτικό «σας ρίξαμε στη θάλασσα», που το φωνάζουν οι Γκρίζοι Λύκοι και οι ακραίοι εθνικιστές (αλλά όχι κάποιος από τους αθλητές που εργάζονται στην Ελλάδα) είναι το επιστέγασμα όλου αυτού του αφηγήματος: Ότι αν οι δύο χώρες πολεμούσαν χωρίς εξωτερικές βοήθειες, οι Τούρκοι θα μας εκμηδένιζαν. Αυτό τους περνάει όλο το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Ότι είμαστε τα χαϊδεμένα παιδιά της Ευρώπης και πάντα μας βοηθούν.

Στην Κύπρο δε, το αφήγημά τους είναι απλό: Η Τουρκία δεν εισέβαλλε. Άσκησε τα νόμιμα δικαιώματά της για να προστατέψει τον πληθυσμό της στο νησί. Κάτι τέτοιο το είχε υπογράψει και η Ελλάδα (μαζί με την Τουρκία και τη Μεγάλη Βρετανία) στις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, όπου τα τρία αυτά κράτη καθορίστηκαν ως οι εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Οπότε, από τη στιγμή που έχουν υπογράψει και οι Έλληνες, τι φωνάζουν; Αυτό λένε. Ότι το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου άλλαξε τις ισορροπίες. Και προσθέτουν ότι αν ήταν οι Τουρκοκύπριοι αυτοί που είχαν τολμήσει να κάνουν πραξικόπημα για να καταλάβουν την εξουσία στο νησί, οι Έλληνες θα είχαν κάθε δικαίωμα να επέμβουν.

Αυτά δεν τα υποστηρίζουν κάποιες ακραίες εθνικιστικές οργανώσεις, ούτε κάποιοι φανατικοί. Είναι η επίσημη ιστορία, όπως τη διδάσκονται όλοι οι Τούρκοι μαθητές, είτε είναι εθνικιστές, είτε δεν είναι.

Άλλο μεγάλο κεφάλαιο για την Τουρκία είναι ο Κεμάλ Ατατούρκ. Ο άνθρωπος που για εμάς δικαίως θεωρείται «σφαγέας των Ελλήνων», επειδή από τη στρατιωτική δράση του και τις γενικότερες αποφάσεις του βρήκαν το θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας, είναι κάτι παραπάνω από εθνικός ήρωας στην Τουρκία. Είναι ο ιδρυτής του κράτους. Είναι ο απόλυτος ήρωας.

Η λατρεία που έχουν (και εκπαιδεύονται να έχουν) οι Τούρκοι για τον Κεμάλ δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα αντίστοιχο ελληνικό πρόσωπο. Ούτε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που ήταν η κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, ούτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος του 1920 είχαν ποτέ τέτοια καθολική αποδοχή, τέτοια λατρεία, και φυσικά τέτοια προπαγάνδα που να τους ανεβάσει στον ουρανό.

Ο Κεμάλ πέθανε το 1938. Έχουν περάσει 86 χρόνια από τότε, σχεδόν ένας αιώνας. Σε όλα τα μαγαζιά, όμως, που πουλάνε από ντονέρ μέχρι υπολογιστές, θα δεις μια φωτογραφία του. To πρόσωπό του είναι αποτυπωμένο σε ΟΛΑ τα νομίσματα και τα χαρτονομίσματα της χώρας.

Στο σχολείο τα παιδιά κάνουν ειδικό μάθημα για τη ζωή του και στις τελευταίες τάξεις αναλύουν και την πολιτική του ιδεολογία των «Έξι Βελών», τον κεμαλισμό. Για τους Τούρκους ο Κεμάλ δεν ήταν απλά ένας στρατιωτικός που ξερίζωσε τους πονηρούς Έλληνες, που ήθελαν να αρπάξουν πάλι τουρκικά εδάφη, και τους πέταξε στη θάλασσα. Ο Κεμάλ είναι η πατρίδα τους η ίδια. Έχουν μάθει να τον αγαπούν από μικρά παιδιά, για κάποια χρόνια και υπό μορφή πλύσης εγκεφάλου.

Όταν, λοιπόν, ένας μέσος μετριοπαθής Τούρκος εύχεται στη ημέρα του Κεμάλ, στο δικό του μυαλό εύχεται στην ίδια την πατρίδα του. Απλά η σύγχρονη Τουρκία έχει τόσο συνδεθεί με τον Κεμάλ, που είναι ένα και το αυτό.

Γιατί τα γράψαμε όλα αυτά; Για να δείξουμε ότι υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις και στην τουρκική ρητορική για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Όποιος εύχεται την ημέρα μνήμης του Κεμάλ ή την ημέρα της νίκης της Τουρκίας δεν είναι αυτόματα Γκρίζος Λύκος. Έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος που καταφεύγει σε ακραία ρητορική. Αν κάποιος π.χ. υιοθετούσε τα συνθήματα όπως «σας πετάξαμε στη θάλασσα» ή «θα έλθουμε ένα βράδυ ξαφνικά» τότε βέβαια, θα μπορούσε να κολλήσει αυτή η ετικέτα. Και θα ήταν δίκαιο.

Για τον Τζεντί Οσμάν, που διατηρεί και χρηματοδοτεί ακαδημίες μπάσκετ στην κατεχόμενη Κερύνεια, η απόφαση αυτή μόνο προκλητική δεν είναι. Το ψευδοκράτος στο βόρειο τμήμα της Κύπρου για τους Τούρκους είναι μια ασφαλής περιοχή, στην οποία ζουν οι Τουρκοκύπριοι (και πολλοί έποικοι, βέβαια). Η Τουρκία, βεβαίως, συνεχίζει να θεωρεί το μέρος εκείνο ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά κατ’ ουσία το αντιμετωπίζει σαν μια ακόμα επαρχία της.

Σε όλο αυτό το ξεκαθάρισμα υπάρχει κι ένας αστερίσκος: Η συμπεριφορά του Εργκίν Αταμάν στο πανό που σηκώθηκε στην Κύπρο. Το πανό (το οποίο, θυμίζουμε, έγραφε «50 χρόνια παράνομης κατοχής-Κανείς δεν ξεχνά») δεν περιείχε ούτε κάτι επιθετικό, ούτε κάτι προσβλητικό προς τον ίδιο τον Αταμάν και την Τουρκία. Για τους Τούρκους, βέβαια, όσα αναφέρει το πανό είναι ψευδή, οι ίδιοι υποστηρίζουν από την αρχή ότι η εισβολή ήταν καθ’ όλα νόμιμη, την είχαν υπογράψει και οι Έλληνες, και δεν πρόκειται για στρατιωτική κατοχή, αλλά για στρατιωτική παρουσία που εξασφαλίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η συμπεριφορά του Αταμάν ήταν πολύ τραβηγμένη (ενώ π.χ. ο επίσης Τούρκος Γιούρτσεβεν δεν ενοχλήθηκε) και, όπως φάνηκε αργότερα, την «πούλησε» στα τουρκικά ΜΜΕ.