Καλώς ήρθατε στο φαντασμαγορικό τσίρκο του ΠΑΣΟΚ, όπου οι υποψήφιοι για την ηγεσία του κόμματος μας χάρισαν ένα debate που ήταν πιο ενδιαφέρον κι από το φλερτ του Μητσοτάκη με τον Ερντογάν! Η αλήθεια είναι πως το ΠΑΣΟΚ έφτασε κοντά στο να αποδείξει χθες το βράδυ, πως είναι ένα σοβαρό πολιτικό μέγεθος, μια αληθινή “μηχανή παραγωγή πολιτικής”, αλλά δεν έπεισε πως είναι πια ένα ουσιαστικό “εργαστήριο κατασκευής σπουδαίων πολιτικών”.
Προφανώς και υπήρξαν νικητές, σίγουρα κι ακόμα πιο ξεκάθαρα υπήρξαν χαμένοι, το ίδιο το κόμμα κέρδισε “πόντους”, δείχνοντας πως μπορεί να κάνει σοβαρή πολιτική, και ώριμους διαλόγους με νόημα, κάτι που δεν έχουμε δει να συμβαίνει καθόλου ούτε στην Αριστερά που κατακρεμνίζεται, ούτε στο κυβερνόν κόμμα που ακολουθεί τα ζιγκ ζαγκ του ακλόνητου αρχηγού του, κι αυτό είναι ελπιδοφόρο. Αλλά μέχρι εκεί.
Όταν ανακοινώθηκε το debate των υποψήφιων για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, δεν περιμέναμε να δούμε πολλά, πέρα από το κλασικό, δηλαδή την προσπάθεια όλων να στριμώξουν τον Ανδρουλάκη στη γωνία. Και φυσικά, το φαινόμενο Ανδρουλάκη-Κατρίνη να παίζουν το παλιό γνωστό “κατά μέτωπο επίθεση, εμείς και ο λαός”.
Ωστόσο, αυτό που παρακολουθήσαμε είχε λίγο από όλα: ένας Δούκας εκτός τόπου και χρόνου, μία Διαμαντοπούλου που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ακαδημαϊκής ανάλυσης και πραγματικότητας, ένας σταθερός, έτοιμος και “ώριμος” Γερουλάνος που αναζητεί κοινό για τα πολιτικά του μηνύματα και, φυσικά, η σπιρτάδα της Γιαννακοπούλου που τα λέει σταράτα, αλλά για άλλες εποχές.
Δούκας: Ο κωμικός ήρωας του ΠΑΣΟΚ
Ξεκινάμε από τα βασικά: ο Χάρης Δούκας. Όχι, δεν ήταν κακός στο debate. Ήταν αδιανόητα κακός. Αν τον ήθελες για τηλεοπτικό σκετσάκι πολιτικής κωμωδίας, τον έχεις βρει. Αλλά, μιλάμε για debate για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όχι για οντισιόν στο “Αλ Τσαντίρι”. Απελπιστικά εκτός κλίματος και φουλ αναντίστοιχος με το πολιτικό βάρος του κόμματος, ο Δούκας έδωσε την εντύπωση πως ο προορισμός του ήταν μάλλον το κοινό των “light” συζητήσεων του 2015 με τις τσίχλες ιδεών που ανακυκλώνονται.
Είχε το θράσος να “μην καταλαβαίνει” τις ερωτήσεις και να απαντάει σε άλλο τόνο από αυτόν που απαιτούσε το επίπεδο. Το χειρότερο; Πίστευε ότι η πολιτική είναι φλυαρία. Και έτσι, μετατράπηκε σε έναν “λαϊκό” συριζαίο της εποχής των σπηλαίων.
Αν κάποιος αναρωτιέται αν ο Δούκας μπορεί να αναστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, η απάντηση είναι ένα ενθουσιώδες “ναι”. Με τέτοια επιχειρήματα και με τόσο θράσος στην τοποθέτηση, το μόνο που κάνει είναι να προσφέρει σε μια αποδυναμωμένη Αριστερά τη βάση για να πει “έχουμε και χειρότερα”. Σαν να βλέπεις εκείνο το παιδί που κάθε φορά που κάνει λάθος στην τάξη, χαμογελάει αμήχανα, ξέροντας πως το μέλλον του είναι μάλλον η αναβολή εξετάσεων.
Διαμαντοπούλου: Από το think tank στην παγίδα του αντι-Μητσοτακισμού
Από την άλλη, η Άννα Διαμαντοπούλου ήταν το ακριβώς αντίθετο. Αν ο Δούκας ήταν χαμένος στο δάσος, εκείνη είχε την ψυχραιμία ενός ηγέτη. Το πρόβλημα; Η ηρεμία της έγινε υπερβολική θεωρητικολογία. Είχε το προφίλ ενός ακαδημαϊκού σε διάλεξη think tank, κάτι που απλώς δεν δουλεύει σε ένα debate που οι πολίτες περιμένουν να ακούσουν πρακτικές λύσεις για τις ζωές τους. Ήταν σαν να παρακολουθείς μια διάλεξη για τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και όχι μια μάχη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η Διαμαντοπούλου παραμένει “μεγέθους πολιτικού ηγέτη”. Το λάθος της ήταν ότι, στην προσπάθειά της να μείνει εκτός της μάχης του αντι-μητσοτακισμού, κατέληξε να φαίνεται αποστασιοποιημένη από το παρόν. Ένας πολιτικός που λειτουργεί σε άλλο επίπεδο από την πραγματικότητα του κόσμου. Μάλιστα, εκεί που προσπάθησε να πει κάτι για την ανάγκη για σοβαρότητα στα θέματα του μεταναστευτικού, φάνηκε να χάνει το κοινό που την παρακολουθούσε.
Μια και μιλάμε για κοινό, η Άννα δεν στοχεύει το κοινό του ΠΑΣΟΚ. Στοχεύει τους ψηφοφόρους που έφυγαν για τη ΝΔ του Μητσοτάκη ή ακόμα και για άλλα ευρωπαϊκά κόμματα. Το πρόβλημα είναι ότι το κοινό που ψάχνει βρίσκεται σε άλλο γαλαξία από αυτό που λέμε πραγματικότητα της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Γιαννακοπούλου: Έχει το στυλ, έχει την αίσθηση, αλλά…
Η Νάντια Γιαννακοπούλου είναι μια περίπτωση που αξίζει ανάλυσης. Στο debate, κατάφερε να βγάλει την πιο “πρωινάδικη” πλευρά της πολιτικής. Έχει τον τσαμπουκά, έχει το θάρρος, αλλά το κάνει με τρόπο που θυμίζει περισσότερο τηλεοπτικό πάνελ παρά πολιτική ηγεσία.
Αν την έβαζες στην καρέκλα δίπλα στην Σκορδά, θα ένιωθες ότι είναι στο στοιχείο της. Αυτό δεν είναι κακό, γιατί η τηλεόραση ξέρει να βγάζει ηγέτες, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μπορούμε να τη φανταστούμε σε θέσεις ευθύνης που απαιτούν πραγματική πολιτική δράση.
Ωστόσο, η Γιαννακοπούλου έδειξε κάτι στο debate: αυτοπεποίθηση. Έχει μέλλον στην πολιτική, αλλά αν θέλει να στοχεύσει σε μεγαλύτερα πράγματα, θα πρέπει να δουλέψει περισσότερο πάνω στο περιεχόμενο και λιγότερο στο “να τα χώνει”. Η αίσθηση του “τολμηρού πολιτικού” είναι ωραία, αλλά όταν το περιεχόμενο είναι τόσο ρηχό όσο οι διάλογοι ενός τηλεοπτικού talk show, το μόνο που καταφέρνεις είναι να μένεις στην επιφάνεια.
Ανδρουλάκης – Κατρίνης: Το κλασικό δίδυμο της πολιτικής απογοήτευσης
Και πάμε τώρα στους “πρωταγωνιστές” της απογοήτευσης. Ανδρουλάκης και Κατρίνης. Οι δύο αυτοί πολιτικοί, καταφέρνουν πάντα να μας θυμίζουν ότι η πολιτική μπορεί να είναι ένα παιχνίδι εξυπνακισμού και φτηνής ρητορικής. Σαν δύο παλιοί καραβανάδες της πολιτικής σκηνής που πιστεύουν ότι μπορούν να επιβιώσουν μόνο με συνθήματα και επαναλαμβανόμενα κλισέ. Στο debate, έπαιξαν το γνωστό παιχνίδι τους: ο Ανδρουλάκης έδωσε έμφαση στο πόσο τον “κατατρέχουν”, ενώ ο Κατρίνης προσπάθησε να πείσει πως ό,τι λέει ο Ανδρουλάκης είναι “το σωστό”.
Αυτό που πραγματικά εντυπωσίασε ήταν η συνειδητοποίηση ότι το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία αυτών των δύο, δεν απευθύνεται στο μέλλον, αλλά στο παρελθόν. Μιλάμε για μια πολιτική πρόταση που αναμασά τα ίδια και τα ίδια από τη δεκαετία του ’80 και προσπαθεί να ξανακερδίσει τους ψηφοφόρους που πιστεύουν πως το 1981 μπορεί να ξαναγίνει πραγματικότητα. Η κλάψα του Ανδρουλάκη για τις παρακολουθήσεις, το έργο της “αδικημένης ηγεσίας” και τα συνθήματα για ένα κόμμα που “πολεμάει το σύστημα” έχουν κουράσει. Δεν υπάρχει τίποτα νέο εδώ.
Ο Ανδρουλάκης έριξε όλα τα χαρτιά του στο ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να παραμείνει ενωμένο ενάντια στη Νέα Δημοκρατία, ενώ ο Κατρίνης τον στήριξε με τον γνωστό τρόπο του. Η συνεργασία τους θυμίζει περισσότερο παραδοσιακό δικομματισμό, παρά σύγχρονη πολιτική σκέψη. Ειδικά ο Κατρίνης, αντί να χτίσει τη δική του προσωπικότητα, παραμένει απλά το φάντασμα πίσω από τον Ανδρουλάκη. Αντί να δημιουργήσει κάτι νέο, απλώς αναμασά τα κλασικά πολιτικά συνθήματα που έχουμε ακούσει εδώ και δεκαετίες.
Γερουλάνος: Ο “αόρατος άνθρωπος” του ΠΑΣΟΚ
Και φτάνουμε στον Παύλο Γερουλάνο. Ο Γερουλάνος είναι ένας πολιτικός που, αν μη τι άλλο, ξέρει να κρατάει χαμηλούς τόνους. Στο debate, ωστόσο, φάνηκε λίγο… αόρατος. Προσπάθησε να συμμετάσχει στη συζήτηση, να ρωτήσει τον Ανδρουλάκη για τη φορολογία, να ρίξει κάποιες αιχμές, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να δώσει το στίγμα του. Και αυτό είναι το βασικό του πρόβλημα.
Ενώ ξέρει πολλά για την πολιτική, δεν καταφέρνει να πείσει ότι μπορεί να εμπνεύσει. Ήταν πραγματικά καλός, ο λόγος του όπως πάντα σταθερός, δουλεμένος, όλες του οι απαντήσεις αποδείκνυαν πως είναι και διαβασμένος και γνώστης, η ευγένεια του απαράμιλλη, και… αυτά. Αρχηγός, ηγέτης, πρωθυπουργός, δεν έμοιασε πως είναι.
Ο Γερουλάνος έχει το βάρος της πολιτικής παράδοσης και της εμπειρίας, αλλά σε αυτό το debate δεν φάνηκε να έχει το κοινό που αναζητά. Το ερώτημα είναι: ποιον ακριβώς προσπαθεί να κερδίσει ο Γερουλάνος; Το παραδοσιακό κοινό του ΠΑΣΟΚ, ή το κοινό που ψάχνει έναν ηγέτη με όραμα για το μέλλον; Το πρόβλημα είναι ότι ο Γερουλάνος μοιάζει να βρίσκεται κάπου στη μέση, χωρίς να πείθει ούτε τη μία πλευρά ούτε την άλλη.
Στο τέλος της ημέρας, το μέλλον του ΠΑΣΟΚ
Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει στο debate του ΠΑΣΟΚ είναι ότι, αντί να βλέπουμε μια παράταξη που προσπαθεί να προχωρήσει στο μέλλον, βλέπουμε μια παράταξη που κοιτάζει συνεχώς πίσω. Ο Δούκας απευθύνεται στους λαϊκιστές του παρελθόντος, η Γιαννακοπούλου στους τηλεθεατές της δεκαετίας του 2000, ο Ανδρουλάκης και ο Κατρίνης στους παραδοσιακούς Πασόκους που θέλουν το 1981 πίσω και ο Γερουλάνος αναζητεί ένα κοινό που ίσως να μην υπάρχει καν.
Και κάπου εκεί, μένει η Διαμαντοπούλου, η οποία προσπαθεί να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό συνολικά, αλλά πέφτει στη θεωρητικολογία και στο “θα μπορούσαμε να κάνουμε”. Στην πραγματικότητα, το debate αυτό δεν πρόσφερε τίποτα νέο. Δεν υπήρξε καμία ανατροπή, καμία νέα πρόταση, τίποτα που να μας κάνει να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι έτοιμο να ξαναγίνει το μεγάλο κόμμα που ήταν κάποτε.
Το ερώτημα είναι απλό: Πού πάει το ΠΑΣΟΚ; Και αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να το οδηγήσει στο μέλλον, ποιος είναι αυτός;
Με τα όσα είδαμε στο debate, το ΠΑΣΟΚ δείχνει να είναι ένα κόμμα παγιδευμένο στο παρελθόν του, χωρίς να μπορεί να βρει τον δρόμο του προς το μέλλον. Και αυτό, είναι ένα αληθινό πολιτικό δράμα. Αλλά η όλη διαδικασία και η άρθρωση αληθινού πολιτικού λόγου, κάτι που κοντεύουμε να ξεχάσουμε σ’ αυτή τη χώρα, ήταν μια πραγματική “όαση” σε μια έρημο πολιτικής λογικής. Και αυτό θα πρέπει να γίνει εκ νέου “