Στην αρχή τα θύματα από τις γυναικοκτονίες τα γνωρίζαμε με τα ονόματά τους: Η Ελένη Τοπαλούδη στη Ρόδο, η Αγγελική Πέτρου στην Κέρκυρα… Όλα αυτά το «μακρινό» 2018. Τότε που η ελληνική κοινωνία άρχισε να συνειδητοποιεί την έννοια της λέξης «γυναικοκτονία». Μια ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας, αφού διαπράττεται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού  ελέγχου στα σώματα αλλά και τις επιλογές των γυναικών. Επιλογές που αν δεν συμβαδίζουν με αυτές του αρσενικού τιμωρούνται με την αφαίρεση ζωής!

Μόλις έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο έχουμε χάσει τη μπάλα: Ούτε μία και δύο, ούτε καν δέκα και είκοσι, αλλά 133 (!) γυναικοκτονίες καταγράφονται κάθε μέρα σε ολόκληρη την υφύλιο. Προσέξτε, γράφουμε «καταγράφονται», όχι «γίνονται». Διότι αυτές που γίνονται και εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία είναι, προφανώς, πολύ περισσότερες. Για διάφορους λόγους, είτε από τα ίδια τα θύματα, είτε από τα κράτη, δεν καταγράφονται ως τέτοιες.

Οι  γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και έμφυλα στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία  οι γυναίκες είναι κατώτερες, υποτελείς στην ανδρική εξουσία, και δυνητικά μπορούν να τιμωρηθούν και να ελεγχθούν μέσω της έμφυλης βίας.

Ο όρος γυναικοκτονία (femicide στα αγγλικά) δεν είναι καινούργιος: Το 1976 τον κατέγραψε η κοινωνιολόγος Νταϊάνα Ράσελ. Έγινε, όμως ευρέως γνωστός και υιοθετήθηκε από την εγκληματολογία μετά το 1992, χάρη στο βιβλίο που έγραψε η Ράσελ μαζί με την εγκληματολόγο Τζιλ Ράντφορντ. Σύμφωνα με το δικό τους ορισμό, η γυναικοκτονία επί πολλά χρόνια συγκαλύπτονταν πίσω από τα «εγκλήματα τιμής», και στην πρόσφατη ιστορία πίσω από τον όρο «εγκλήματα πάθους».

γυναικοκτονιες ανα τον κόσμο

Τα θλιβερά στατιστικά για τις γυναικοκτονίες

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι σημαντικό να τηρούνται αρχεία και επίσημες καταγραφές βάσει του νέου και εξελισσόμενου νομικού ορισμού της γυναικοκτονίας. Ακόμα και τώρα, όμως, τα αξιόπιστα στοιχεία για τη έμφυλη βία είναι σπάνια και δεν είναι εύκολα συγκρίσιμα, ακριβώς διότι σε πολλά αστυνομικά δελτία τέτοια εγκλήματα χαρακτηρίζονται διαφορετικά κι όχι «γυναικοκτονίες».

Πάνω από 100.000 γυναίκες δολοφονήθηκαν το 2023. Το 58% διαπράχθηκε από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους,  σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC).

Παγκοσμίως, οι πέντε χώρες με τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα ποσοστά γυναικοκτονιών σήμερα είναι η Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ινδία, η Ονδούρα και το Μεξικό. Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στη Γουατεμάλα, την Κολομβία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική.

Τα στοιχεία από το Ευρωπαϊκού Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων  (EIGE) είναι ανατριχιαστικά: Στην Βρετανία, κάθε τρεις μέρες δολοφονείται μία γυναίκα. Στη Σουηδία, κάθε δέκα μέρες κακοποιείται μέχρι θανάτου από το σύζυγο ή σύντροφό της. Στη Γαλλία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε πέντε μέρες εξαιτίας κακοποίησης στο σπίτι. Από αυτές, η μία στις τρεις μαχαιρώνεται, επίσης μία στις τρεις φονεύεται με πυροβόλο όπλο, το 20% στραγγαλίζεται και το 10% ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου.

γυναικοκτονιες ανα τον κόσμο

Η Αργεντινή αναγνώρισε τη «γυναικοκτονία» ως νομικό όρο το 2016 αφότου τρεις άγνωστοι άντρες βίασαν, δολοφόνησαν και ανασκολόπισαν ανήλικη μαθήτρια και εν συνεχεία δεκάδες χιλιάδες γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν στους δρόμους της χώρας. Στα τέλη Νοεμβρίου, η Γερουσία της Δομινικανής Δημοκρατίας όρισε τη «γυναικοκτονία» ως έγκλημα με ποινή φυλάκισης 40 ετών. Στην Ευρώπη, ακόμα και σε χώρες όπως η Ισπανία που επιδεικνύουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, τα αδικήματα αντιμετωπίζονται ως «ουδέτερα», δηλαδή δεν λαμβάνεται υπόψη το φύλο του θύματος.

Στην Ελλάδα, έχοντας αυτές τις τραγικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων και συνεχόμενα περιστατικά στα δελτία ειδήσεων σχεδόν καθημερινά, ακόμα συζητάμε γιατί θα πρέπει η γυναικοκτονία να καταγράφεται ως διακριτό έγκλημα και να τιμωρείται με διαφορετικές ποινές από τις άλλες ανθρωποκτονίες. Δεν πειράζει, θα περάσουν καμιά 40αριά χρόνια ακόμα μέχρι να καταλάβουμε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς τους «πολιτισμένους» λαούς.