Δεν γνωρίζουμε αν η απόφαση αυτή μπορεί να αλλάξει την τελική τιμή του νέου iPhone, αλλά οπωσδήποτε ήταν κάτι που η Apple δεν περίμενε: Σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ECJ) που εκδόθηκε το μεσημέρι της Τρίτης 10 Σεπτεμβρίου, ο κολοσσός των ηλεκτρονικών συσκευών θα αναγκαστεί να πληρώσει 13 δις ευρώ συν τους τόκους, ποσά που είχε καταφέρει να «γλυτώσει» παρανόμως λόγω του ειδικού φορολογικού καθεστώτος στην Ιρλανδία, όπου βρίσκεται η έδρα του. Η απόδαση αυτή συνιστά το μεγαλύτερο (μέχρι το επόμενο…) φορολογικό πρόστιμο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για εταιρεία που δραστηριοποιείται στο έδαφός της.
Η υπόθεση αυτή σέρνεται, επί της ουσίας, από το 2016. Τότε η επίτροπος ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μαργκρέθε Βεστάγκερ είχε καταγγείλει επισήμως την εταιρεία ότι είχε επωφεληθεί από άδικες φορολογικές ελαφρύνσεις αξίας δισεκατομμυρίων. Η Apple, η οποία εδρεύει στην ιρλανδική πόλη Κορκ από το 1980, διαπιστώθηκε από την ΕΕ ότι επωφελήθηκε από φορολογικές αποφάσεις των ιρλανδικών αρχών που σήμαιναν ότι το 2014 πλήρωσε στην πραγματικότητα φορολογικό συντελεστή μόλις 0,005%! Η Βεστάγκερ ζήτησε από την Ιρλανδία να εισπράξει το πρόστιμο ύψους 13 δις ευρώ, κι έτσι ξεκίνησε η δικαστική διαμάχη.
Το 2020, το Ευρωπαϊκό Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε αυτή την απόφαση, δίνοντας μια προσωρινή, όπως φάνηκε, νίκη στην Apple και το Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Το δικαστήριο τότε υποστήριξε ότι το στέλεχος της ΕΕ δεν είχε αποδείξει ότι η Apple αποκόμισε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από τις φορολογικές αποφάσεις. Η Βεστάγκερ άσκησε έφεση κατά αυτής της απόφασης και τώρα μπορεί να πανηγυρίζει για την επιμονή της.
Η ακύρωση του 2020 ήταν ένα τεράστιο πλήγμα στο πρεστίζ της Δανέζας επιτρόπου. Η Βεστάγκερ σφυρηλάτησε τη φήμη της ως Επίτροπος της ΕΕ, αναλαμβάνοντας τη Fiat, την Amazon και τα Starbucks για τους φορολογικούς λογαριασμούς τους. Μπορεί η θητεία της να ολοκληρώνεται στο τέλος του έτους, μετά από δύο θητείες ως η κορυφαία επιβολή της πολιτικής ανταγωνισμού του μπλοκ.
Φυσικά σ’ αυτούς τους αγώνες έχουν υπάρξει και ήττες. Το 2022 π.χ. το αρμόδιο δικαστήριο έκρινε εναντίον της Επιτροπής, αποφασίζοντας η Fiat Chrysler δεν έπρεπε να επιστρέψει φόρους 30 εκατομμυρίων ευρώ στο Λουξεμβούργο. Επίσης αργότερα τον ίδιο χρόνο έχασε την υπόθεση με την Amazon, ανατρέποντας την εντολή της να επιστρέψει η εταιρεία 250 εκατομμύρια ευρώ στο Λουξεμβούργο. Όπως φαίνεται, πάντως, από τα ποσά των προστίμων, η κερδισμένη υπόθεση είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ αυτές που χάθηκαν.
Μειοδοτικός διαγωνισμός για την Apple και όχι μόνο
Τη συγκεκριμένη απόφαση δεν πρέπει να την εξετάσουμε μεμονωμένα. Θα μπορούσε να έχει βαθύ αντίκτυπο στο πόσο εύκολα οι χώρες της ΕΕ μπορούν να χορηγούν φορολογικές συμφωνίες σε πολυεθνικές εταιρείες, με την ελπίδα να κερδίσουν θέσεις εργασίας και επενδύσεις. Πράγματι, ο ανταγωνισμός για την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων για τις πολυεθνικές ήταν ένα άλυτο πρόβλημα, που καθιστά την εσωτερική αγορά λιγότερο δίκαιη και οδηγεί σε στρεβλές επιλογές πολλών εταιρειών. Στην ουσία αυτό που γίνεται μοιάζει με… μειοδοτικός διαγωνισμός (όχι μόνο για την Apple) αφού το κράτος που προτείνει τη μικρότερη φορολογία έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει την εταιρεία-κολοσσό, με εκατοντάδες ή χιλιάδες θέσεις εργασίας και άλλα πρόσθετα οφέλη.
Η Βεστάγκερ είχε δηλώσει προ πολλού ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να ανταγωνίζονται στις δημόσιες υπηρεσίες και όχι σε «έναν αγώνα προς τα κάτω» μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων. Οι πόλεις, δηλαδή, και τα κράτη-μέλη να ανταγωνίζονται για εταιρείες με βάση πράγματα όπως σχολεία και πάρκα και δημόσια συγκοινωνία και μουσεία τέχνης, πράγματα που είναι χρήσιμα και ωφέλιμα για τον γενικό πληθυσμό, αντί για φορολογία που εκτροχιάζει τις πηγές χρηματοδότησης.
Το δεδικασμένο που προκύπτει από αυτή την υπόθεση της Apple θα εμποδίσει τα κράτη μέλη να προσφέρουν επιδοτήσεις σε εταιρείες για να εντοπίσουν ή να χτίσουν ένα εργοστάσιο ή να απασχολήσουν άτομα ή οτιδήποτε άλλο εντός της δικαιοδοσίας τους και να προκαλέσουν μια ανθυγιεινή κούρσα προς τα κάτω, όσον αφορά τη φορολογία.