Πώς τη λέει ο λαός τη παροιμία; Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Ή αλλιώς, εχθρός του καλού, το καλύτερο. Ή αλλιώς, τράβα με να σε τραβώ, να ανεβούμε το βουνό. Υπάρχουν πλήθος παροιμίες που μπορούμε να επικαλεστούμε για να αποδώσουμε αυτά που συμβαίνουν την τελευταία διετία στους «αιώνιους» του ελληνικού μπάσκετ.
Σκεφτείτε λίγο: Αυτό το μπαράζ μεταγραφών του Ολυμπιακού, που ολοκληρώθηκε το βράδυ της Δευτέρας 2 Σεπτεμβρίου με την ανακοίνωση της μεταγραφής του Εβάν Φουρνιέ, θα είχε συμβεί ποτέ αν το προηγούμενο καλοκαίρι ο Παναθηναϊκός δεν είχε κάνει αντίστοιχο μεταγραφικό ντεμαράζ, με διψήφιο αριθμό μεταγραφών και παίκτες από το πάνω ράφι, άσχετα με το τι τελικά πρόσφερε ο καθένας;
Θα έμπαιναν ποτέ στην διαδικασία οι αδελφοί Αγγελόπουλοι να διπλασιάσουν, στην ουσία, τα χρήματα που έδωσαν την περασμένη αγωνιστική περίοδο για την λειτουργία του τμήματος, προκειμένου να (ξανα)φέρουν στην ομάδα τον Ντόρσεϊ και τον Βεζένκοφ, να πάρουν τον Λούκα Βιλντόζα που φορούσε πέρυσι τη φανέλα του αιώνιου αντιπάλου, να αποφασίσουν να κρατήσουν το συμβόλαιο του (τραυματία στην αρχή της σεζόν) Κίναν Έβανς και, σαν τελευταία κίνηση, να συφωνήσουν και με τον Φουρνιέ, αν το αντίπαλο δέος τους στην Ελλάδα βρισκόταν στη διαδικασία φθοράς και αφθαρσίας, που τον έφερε στον πάτο της βαθμολογίας της Ευρωλίγκα την περίοδο 2022-23;
Αντίστοιχα, υπήρχε ποτέ περίπτωση ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος να επένδυε τόσα χρήματα, ανοίγοντας για τα καλά όχι το πορτοφόλι του, αλλά το… σεντούκι του, για να φτιάξει μια ισχυρότατη ομάδα με προπονητή-προσωπικότητα, όπως ο Έργκιν Άταμαν, αν ο Ολυμπιακός βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μετά το «μέχρι τέλους» που τον έστειλε μέχρι και Α2 κατηγορία του μπάσκετ;
Κακά είναι τα ψέματα. Στο μπάσκετ ο ένας τραβάει τον άλλο, θέλοντας και μη. Οι επιτυχίες του αντίπαλου και η μεταξύ τους αντιπαράθεση έχει ωθήσει τα δύο στρατόπεδα να επενδύσουν τέτοια ποσά, τα οποία γνωρίζουν εξ ορισμού ότι δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να πάρουν πίσω. Είναι τέτοια η πίεση του κόσμου, και από τις δύο πλευρές, που αν μπεις στη διαδικασία να διεκδικήσεις πρωτιά (διότι γι’ αυτό φτιάχνονται οι δύο ομάδες κάθε χρόνο, ανεξάρτητα από την κατάσταση που βρίσκονται τελικά) πρέπει να ματώσεις οικονομικά.
Πακτωλός χρημάτων στο μπάσκετ όπως το 1990
Να, λοιπόν, και κάτι καλό που βγαίνει από την αντιπαράθεση. Το ελληνικό μπάσκετ ξαναζεί εποχές δεκαετίας του 1990, όπου ο παροξυσμός των οπαδών για το «πρώτο ευρωπαϊκό» είχε οδηγήσει τις ελληνικές ομάδες στο να επενδύουν αδιανόητα μεν ποσά, αλλά παράλληλα να ισχυροποιούνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται από τα γκραν φαβορί για την κατάκτηση της Ευρωλίγκα πριν ξεκινήσει κάθε σεζόν. Και συμπαρέσυραν και τους υπόλοιπους, αν αναλογιστούμε ότι συμμετοχή σε φάιναλ φορ Ευρωλίγκα εκείνη τη δεκαετία είχαν και ο ΠΑΟΚ, αλλά και η ΑΕΚ.
Αυτή η αντιπαράθεση έφερε την πρώτη κούπα του Παναθηναϊκού το 1996 και την έναρξη μιας διαδικασίας πανηγυριού, που σταθεροποιήθηκε με τη παρουσία του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον πάγκο, αλλά με οικονομικές υπερβάσεις και από τον Παύλο Γιαννακόπουλο, που νομίζαμε ότι δεν θα ξαναδούμε. Ο Παναθηναϊκός κατέκτησε έξι κούπες επειδή όντως ήταν η καλύτερη ομάδα και μια από τις ακριβότερες (αν όχι η ακριβότερη) των τότε διοργανώσεων.
Την περίοδο εκείνη αντίστοιχα ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη είχε τρεις τελικούς σε τέσσερα χρόνια (μάλιστα τις δύο φορές, το 1994 και 1995, αντιμετώπισε τον αιώνιο αντίπαλο στον ημιτελικό και τον απέκλεισε) πριν κατακτήσει κι αυτός την πρώτη του κούπα (και δεύτερη για ελληνική ομάδα) το 1997. Η δεκαετία του 2000 μπορεί να τον βρήκε να υποχωρεί στα ποσά, αλλά και οι αδελφοί Αγγελόπουλοι στα πρώτα τους χρόνια παρουσίας είχαν ανοίξει το χρηματοκιβώτιο και μοίραζαν χρήματα, επιτρέποντας στον κόσμο τους να απολαύσει μπάσκετ υψηλού επιπέδου, άσχετα αν τελικά οι (συνεχόμενες) κούπες το 2012 και το 2013, ήλθαν με ομάδες που είχαν χτιστεί με χαμηλότερο μπάτζετ.
Με αυτό το μπαράζ μεταγραφών πρώτης γραμμής της τελευταίας διετίας το ελληνικό μπάσκετ γυρίζει 15 χρόνια πίσω, στη σεζόν 2009-2010. Τότε να θυμίσουμε ότι ο Παναθηναϊκός είχε στις τάξεις του Διαμαντίδη, Σπανούλη, Γιασικεβίτσιους, Τέπιτς, Περπέρογλου, Καλάθη, Φώτση, Τσαρτσαρή, Γκόλεματς, Πέκοβιτς, Μπατίστ. Την ίδια ώρα στο ρόστερ του Ολυμπιακού βρίσκουμε τους Παπαλουκά, Κλέιζα, Τσίλντρες, Τεόντοσιτς, Βούιτσιτς, Σχορτσιανίτη, Μπέβερλι, Μπουρούση, Πεν και τους μικρούς Σλούκα και Παπανικολάου. Όπως και τώρα, έτσι και τότε οι δύο ελληνικές ομάδες πρόβαλλαν ως τα δύο πρώτα φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου. Ο οποίος, βέβαια, τότε κατέληξε στη Μπαρτσελόνα, που νίκησε στον τελικό τους «ερυθρόλευκους».
Η τοξικότητα που έζησε το ελληνικό μπάσκετ ειδικά στο τέλος της περασμένης σεζόν ήταν κάτι που δυσαρέστησε και τους φίλους των δύο ομάδων, αλλά και τους ουδέτερους. Αυτή η τοξικότητα είναι απότοκο της άνευ προηγουμένου αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο συλλόγων, που δεν μπορούν να δεχτούν όχι ότι δεν θα κατακτήσουν τον ευρωπαϊκό τίτλο, αλλά ότι θα τους… ξεπεράσει ο αντίπαλος! Από τη μία η τοξικότητα, που όσοι αγαπούν το μπάσκετ εύχονται να περιοριστεί (αν δεν εξαφανιστεί τελείως), από την άλλη οι παικταράδες που θα έχουν τη ευκαιρία να παρακολουθούν από κοντά παραπάνω από μία φορά την εβδομάδα και τους φέρνουν στην pole position στη μάχη της Ευρωλίγκα.