Το να αποκαλείς κάποιον «μεγάλο» έχει πάψει πια να φέρει μόνο θετικό πρόσημο. Έφτασε στο σημείο να γίνει μέχρι και προσφώνηση, ολίγον ειρωνική, ολίγον σκωπτική… Λίγα πρόσωπα, διαχρονικά, δικαιούνται να δουν το όνομά τους δίπλα σ’ αυτό το επίθετο, με την έννοια που (θα έπρεπε να) έχει. Κι ένα από τα πιο παραγνωρισμένα, από τα πιο αδικημένα πρόσωπα που σφράγισαν ένα χώρο είναι ο Γιάννης Σκαρίμπας.
Το 2024 συμπληρώνονται 40 χρόνια από τον φυσικό θάνατο του Γιάννη Σκαρίμπα. Γράφουμε «φυσικό θάνατο», επειδή έτσι είναι για κάθε καλλιτέχνη, για κάθε έναν που άφησε έργο πίσω του. Ο άνθρωπος φεύγει, αλλά το έργο μένει. Και το έργο του Σκαρίμπα, στη λογοτεχνία και την ποίηση, είναι τόσο μεγάλο σε όγκο και διαχρονικότητα, που θέλοντας και μη μας «αναγκάζει» να τον θυμόμαστε. Υπήρξε, άλλωστε, ενεργός για περισσότερες από έξι δεκαετίες στα γράμματα αυτού του τόπου. Έστω κι αν με το στυλ του δεν μπόρεσε να πείσει πολλούς από τους μεγαλόσχημους «μεγάλους», αυτούς που δεν αξίζουν τον χαρακτηρισμό, να τον κατατάξουν στο ανώτερο ράφι των λογοτεχνών μας.
Για ποιο λόγο; Έχετε αναρωτηθεί γιατί ο Σκαρίμπας δεν είναι γνωστός παρά μόνο σε ένα μικρό κοινό, σε σχέση με την σπουδαιότητα του έργου του; Γιατί δεν είναι τόσο διαφημισμένος; Γιατί για να παρασυρθεί κάποιος από το ιδιαίτερο στυλ του θα πρέπει, μάλλον από τύχη, να πέσει πάνω σ’ ένα από τα δημιουργήματά του; Και γιατί η μοναδική παρουσία του Σκαρίμπα στα mainstream ΜΜΕ και τον καλλιτεχνικό κόσμο θα πρέπει να είναι οι (συγκλονιστικοί μεν, αλλά ελάχιστο δείγμα του έργου του) στίχοι του ποιήματος «Σπασμένο Καράβι» που μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός, ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο ο Κώστας Καράλης και διασκεύασε με αγάπη και αξιοπρέπεια ο Δημήτρης Μπάσης;
Γιάννης Σκαρίμπας: Το στυλ, η σάτιρα και η αμφισβήτηση
Το στυλ γραφής, αυτό το ανυπέρβλητο πάρε-δώσε που μιλάει ίσα στην ψυχή του αναγνώστη, είναι το πρώτο χαρακτηριστικό του. Ένα στυλ που εύκολα παρεξηγείται κι ακόμα πιο εύκολα λοιδωρείται. Ο πρωτοπόρος της ελληνικής λογοτεχνίας, ο άνθρωπος που τόλμησε να εισάγει υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία, αντιμετωπίζεται ως ένας απλός γραφιάς. Αυτή η τόλμη του, να σοκάρει τον κόσμο με το «εικονοκλαστικό» του ύφος, ενώ θα μπορούσε πολύ άνετα να γράψει λόγια, όπως οι άλλοι της εποχής του, του στοίχισε βραβεία και αναγνώριση. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο το όνομά του να μην αναφέρεται καν στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Κωνσταντίνου Δημαρά, του «οδηγού» 954 σελίδων για τα ελληνικά γράμματα.
Το γεγονός ότι αστειευόταν με τον ίδιο του τον εαυτό χαρακτηρίστηκε, επίσης, πολύ «επικίνδυνο». Άνθρωπος που τολμάει να βάλει τα γέλια με το εγώ του, δεν μπορεί εύκολα να ελεγχθεί. Κι ο Σκαρίμπας διασκέδαζε αφάνταστα να βγάζει τον εαυτό του από βάθρα και να τον τοποθετεί στο δρόμο.
Σε ένα χειρόγραφο σημείωμά του το 1977 δίνει μια εικόνα του εαυτού του και της ζωής του:
Γεννήθηκα το 1893 στο χωριό Αγια-Θυμιά της Παρνασσίδος – πρώην Δήμου Μυωνίας. Το δημοτικό μου σκολειό το πέρασα στην Ιτέα των Σαλώνων. Το Σχολαρχείο στο Αίγιο και το Γυμνάσιο στην Πάτρα. Εδώ (στη Χαλκίδα) ελθόντας για στρατιώτης (κληρωτός) το 1914 παντρεύτηκα (… εξ’ έρωτος). Έκτοτε, σχεδόν δεν ‘‘το κούνησα’’ από την πόλη ετούτη = τη Χαλκίδα. Έκανα οικογένεια (παιδιά, νύφες κι εγγόνια) και μνέσκω ακόμα, γράφοντας Λογοτεχνία και Ιστορία. Αλλά και Ποίηση και Θέατρο.
Τώρα υπέρ τα 84 μου χρόνια γεγονώς, εφησυχάζω (σχεδόν μόνος) στο σπιτάκι μου, ζων ‘‘αεί -μη- διδασκόμενος’’, εν αναμονή του ‘‘εσχάτου-μου-μαθήματος’’, ευχαριστώντας εκείνο που ονομάζουμε Θεό, ‘‘για τα βουνά και για τα δάση που είδα…’’ (του Ζαχ. Παπαντωνίου).
Και για το ακριβές των παραπάνω αυτών μου ασημάντων, υπογράφομαι,
ο ταπεινότατος
Γιάννης Σκαρίμπας”.
Το τρίτο και σπουδαιότερο για τον Σκαρίμπα είναι η διαρκής αμφισβήτηση που ξεχείλιζε από τα γραπτά του, έμμετρα ή πεζά. Αυτή η αμφισβήτηση και το γκρέμισμα εθνικών μύθων, με τους οποίους πορευόταν επί δεκαετίες η Ελλάδα, τον έφεραν αντιμέτωπο με κάθε είδους «σύστημα». Οι δύο σειρές ιστορικών δοκιμίων, «Το ‘21 και η Αλήθεια, η τράπουλα και οι γαλατάδες» και «Το ’21 και η αριστοκρατία του», που γράφτηκαν μάλιστα και σε σκληρές για την Ελλάδα περιόδους (από το 1971 ως το 1978) αποτελούν το απόλυτο must read για όσους θέλουν όχι μόνο να απολαύσουν τη γραφή του Σκαρίμπα, αλλά και να δουν τον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία και τους πρωταγωνιστές του με άλλο μάτι.
Το 2024 έχει ανακηρυχθεί ως «έτος Σκαρίμπα» στη Χαλκίδα, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον φυσικό του θάνατο. Είναι μια ευκαιρία να γίνει ακόμα πιο γνωστό το έργο του. Το να ανέβει στο βάθρο που του αξίζει, με τιμές και βραβεία κρατικά, δεν το ήθελε κι ο ίδιος, ούτε που τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Αλλά το να έλθει σε επαφή με το έργο του όλο και περισσότερος κόσμος, και κυρίως νέοι άνθρωποι, θα έπρεπε να απασχολεί πρώτα απ’ όλα τους πνευματικούς ανθρώπους. Αν συνεχίζουν να υπάρχουν τέτοιοι.