Ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση. Εννέα μήνες αφότου έχει ανοίξει μέτωπο με τον Μαυρομιχαλαίους, συλλαμβάνει τον 66χρονο Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Μπέη της Μάνης. Ο απεσταλμένος του, Κωνσταντίνος Κανάρης τον παραπλανεί και τελικά τον φυλακίζει στο φρούριο του Ιτς-Καλέ (Ακροναυπλία) με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για υποκίνηση σε στάση κατά του Κυβερνήτη. Όταν οι Μανιάτες μαθαίνουν τα καθέκαστα ξεσηκώνονται. Ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, πηγαίνει στο Ναύπλιο, για να διαπραγματευτεί την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη και την απόσυρση των κατηγοριών. Ακολουθεί ο δευτερότοκος γιος του, Γιώργης (ή Μπεϊζαντές).
Ταυτόχρονα στην Ύδρα, έχει οργανωθεί η αντιπολίτευση, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος έχει κάψει δύο ελληνικά πλοία στο ναύσταθμο του Πόρου. Η εφημερίδα «Απόλλων» δημοσιεύει εμπρηστικά άρθρα εναντίον του Καποδίστρια με αιχμή του δόρατος τον Αλέξανδρο Σούτσο, ενώ ηχηρό ράπισμα στη δημοφιλία του κυβερνήτη αποτελεί και η μεταστροφή του Αδαμάντιου Κοραή, που από ένθερμος υποστηρικτής του μετατρέπεται σε φανατικός πολέμιος.
Κυβερνείο, Ναύπλιο, Ώρα 21.30
Περιφερόταν στο λιτό δωμάτιο των 30 τετραγωνικών χωρίς εμφανή προορισμό, αφηρημένος τόσο που δεν άκουγε τον μικρό λυγμό που προκαλούσε το κάθε του βήμα στο ξύλινο δάπεδο. Βημάτιζε με τα χέρια δεμένα στη μέση του, με αργό -σχεδόν ακανόνιστο, ρυθμό. Η χρησιμότητα της λάμπας που ήταν ακουμπισμένη στο γραφείο ήταν υπό αμφισβήτηση: Κάποιος παρατηρητής θα θεωρούσε πως χρησιμεύει μόνο στη δημιουργία σκιών. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και την επόμενη στιγμή το πρόσωπό του άλλαξε, τα ζυγωματικά χαλάρωσαν, τα μάτια στρογγύλεψαν, η τραχύτητα υποχώρησε… Το σκοτάδι που απλωνόταν πέρα από το τζάμι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή την ευγενική μετάλλαξη.
Έστριψε απότομα, βημάτισε γρήγορα -με τους λυγμούς στο πάτωμα να γίνονται πλέον πνιχτοί, μέσα στη λευκή φαρδιά νυχτικιά που τον έκανε να μοιάζει σαν να αιωρείται στο σκοτάδι. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του απέναντι από το τζάκι που σιγόκαιγε και βιαστικά βούτηξε την πένα στο μελανοδοχείο. Χωρίς δισταγμό σχημάτισε τις πρώτες χαρακιές στο χαρτί «ματώνοντάς» το με στρογγυλά, καλλιγραφικά γράμματα.
«Αγαπητή μου φίλη Ρωξάνδρα» έγραψε και καθώς το τελευταίο γράμμα σχηματίστηκε ένιωθε την εσωτερική του ορμή να καταλαγιάζει. Αν σε κάτι ήταν εξαιρετικός, ήταν η τέχνη να τιθασεύει τα συναισθήματά του. Το μελόδραμα και οι εύκολοι συναισθηματισμοί του προκαλούσαν αρχικά δυσφορία και μετέπειτα μια ολική αδιαφορία για το πρόσωπο που τα εκδήλωνε. «Σε όλη μου τη ζωή, κάθε μου κίνηση ήταν πλήρως υπολογισμένη, κάθε μου απόφαση λεπτομερώς ζυγισμένη. Συγκεκριμένες αποφάσεις και ενέργειες με έφτασαν εδώ. Θυσίασα πολλά! Εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από όλους, το τίμημα είναι μοιρασμένο ανάμεσά μας. Τα όρια, όμως, είναι χαραγμένα δεκαετίες τώρα. Σε ό, τι αφορά την πατρίδα, δεν πρόκειται να πραγματοποιήσω σπιθαμή υποχώρησης. Αυτός είναι ο πυρήνας μου, δεν μπορώ να αλλάξω αυτό από το οποίο είμαι σφυρηλατημένος».
Η επόμενη εκπνοή ερχόταν από πολύ χαμηλά. Μετά την ορμή ένιωθε να χάνει σταδιακά και το βάρος που πλάκωνε το στήθος του. «Στις τόσες μοναχικές νύχτες μου εσύ ήσουν εκείνη που μου κρατούσες συντροφιά. Σε είχα δίπλα μου και μου χαμογελούσες, συζητούσαμε για ώρες, για την Ελλάδα, τον Τσάρο Αλέξανδρο, την Επανάσταση… Κάποιες ιδιαίτερες νύχτες, χαρούμενες, σε έβλεπα να σηκώνεσαι από τον καναπέ, να γεμίζεις το δωμάτιο με το πράσινο βελούδο του φορέματός σου και να κάθεσαι στο πιάνο, κάνοντας μελωδίες όλα όσα ήθελα να σου πω».
Ακούμπησε ανακουφισμένος την πένα στην ατραυμάτιστη μεριά του χαρτιού. Είχε για τόσα να αγωνιά και να που ασχολούταν με μια χαμένη υπόθεση. «Τι θα γινόταν αν έκλεβα τη Ρωξάνδρα και εξαφανιζόμασταν σε ένα φτωχικό σπίτι;» σκέφτηκε -όχι για πρώτη φορά, και οι εικόνες όρμησαν στο μυαλό του. «Δεν θα άντεχε» είπε φωναχτά, φράζοντας τες, κυνικά επαναφέροντας τον εαυτό του στην πραγματικότητα, απογοητευμένος και σίγουρος για την παλιά του απόφαση.
Η Ρωξάνδρα, κόρη πάμπλουτου Έλληνα ευγενή, προοριζόταν να παντρευτεί έναν άνδρα αντάξιο της τάξης της και της οικονομικής της επιφάνειας. Αυτό είχε κάνει, άλλωστε, πριν από δεκαπέντε χρόνια -με την αποτυχία προδιαγραμμένη. Άντεξε μόλις ένα χρόνο ως σύζυγος του υπουργού Εξωτερικών της Βαϊμάρης, κόμη Έντλινγκ, προξενιό της Τσαρίνας την οποία υπηρετούσε ως Κυρία των Τιμών. Στη θέα της φωτιάς που πάλευε να κρατηθεί ζωντανή, έβαλε την πένα και πάλι ανάμεσα στα δάχτυλά του…
«Φοράς ακόμη το δαχτυλίδι;» έγραψε βιαστικά και τα κουρασμένα μάτια του έκλεισαν για μόλις δύο βαριές εκπνοές, ανοίγοντας βίαια στο χτύπημα της πόρτας, βγάζοντάς τον από τη νοσταλγική και τραυματική αναπόληση.
«Κύριε Κυβερνήτα».
«Παρακαλώ», απάντησε αργοπορημένα και έσκυψε και πάλι πάνω στο γράμμα για να διαβάσει την τελευταία παράγραφο.
Η πόρτα άνοιξε και ο γραμματέας του, Τάκης Σπηλιάδης, εμφανίστηκε αναστατωμένος.
«Σας ενοχλώ κύριε;»
«Όχι Σπηλιάδη πέρασε, τι συμβαίνει;»
«Ήμουν στην αγορά κύριε. Μου είπαν νέα που πρέπει να μάθετε!»
Ο Κυβερνήτης ύψωσε το βλέμμα του.
«Τι θα πρέπει να ξέρω Σπηλιάδη;»
Ο Σπηλιάδης έριξε για μια στιγμή το βλέμμα στο πάτωμα, στραβοκατάπιε και άρχισε να ψελλίζει…
«Να, οι Μαυρομιχαλαίοι αγόρασαν μπιστόλα το απόγευμα».
«Ποιοι Μαυρομιχαλαίοι;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Κυβερνήτης.
«Ο Γιώργης», ψέλλισε ξανά ο τρομαγμένος γραμματέας.
Ο Κυβερνήτης δεν φάνηκε να εκπλήσσεται, ούτε να δυσαρεστείται, λες και το συναίσθημα να μην έβρισκε καμία δίοδο για να φτάσει στο πρόσωπό του. Ο Κοζώνης, ο έμπιστος μονόχειρας υπηρέτης του Κυβερνήτη, άκουσε τις φωνές και μπήκε με τη σειρά του στο γραφείο.
«Μην πάτε κύριε», φώναξε ο Κοζώνης και αμέσως έσκυψε το κεφάλι του.
«Να μην πάω πού, Κοζώνη;» ρώτησε με στεντόρεια φωνή.
«Να μην πάτε στην Εκκλησία. Ή να δώσετε εντολή να τους πιάσουμε τώρα», απάντησε ο Κοζώνης που πλέον δεν χαμηλώνει το βλέμμα, ούτε ψελλίζει.
«Μα πώς να τους συλλάβουμε; Με τι στοιχεία», αναρωτήθηκε ο Κυβερνήτης.
«Αγόρασαν μπιστόλα. Θα το έχουν πάνω τους! Οι φρουροί που τους φυλάνε πρέπει να πάνε και κείνοι φυλακή», πετάχτηκε ο Σπηλιάδης.
Δεν είχε ακουστεί ξανά τόσο βροντερή η φωνή του γραμματέα του Κυβερνήτη. Ο Κυβερνήτης τον κοιτούσε με το στιβαρό του βλέμμα, το πηγούνι του ψηλά.
«Τι φοβάσαι Σπηλιάδη;» ρώτησε μειλίχια ο Κυβερνήτης.
«Θέλουν να σε σκοτώσουν», απάντησε κοφτά εκείνος.
Ο Κυβερνήτης χαμογέλασε αυθόρμητα.
«Δεν θα το κάνουν… Μπορεί να ετοιμάζονται, αλλά στο τέλος θα σεβαστούν τα λευκά μου μαλλιά και δεν θα το κάνουν», απάντησε εκείνος με μια επίπλαστη χροιά σιγουριάς, γνωρίζοντας πως ούτε ο πιστός του υπηρέτης, ούτε ο γραμματέας του ήταν σε θέση να αντιληφθούν.
Οικία Μαυρομιχάληδων, κάποια μέτρα μακριά από το Κυβερνείο
Το σκοτάδι δεν τον εμπόδιζε να κρατά τα μάτια ανοιχτά, ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι του. Ανάσαινε ηχηρά, καθώς τα άλματα στη σκέψη του ξεπερνούσαν γρήγορα τις λογικές τροχιές. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά στις μύτες των ποδιών του, αθόρυβος και διεισδυτικός σαν καλοκαιρινή αύρα. Ανοίγοντας προσεκτικά την πόρτα του δωματίου βρέθηκε απέναντι από μία άλλη, την οποία και άνοιξε μέχρι τη μισή διαδρομή, χώνοντας ερευνητικά αργά το κεφάλι του.
«Δεν κοιμάμαι, μπες», ακούστηκε από την άλλη άκρη ένας ψίθυρος, που προκάλεσε νέα βήματα, αθόρυβα, που έφτασαν μέχρι το κρεβάτι.
«Δεν μπορείς να κοιμηθείς, ε;» ρώτησε ο μουσαφίρης ανακουφισμένος, αφού δεν είναι ο μόνος που πάσχει, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Κάνω τους υπολογισμούς μου», είπε ο κάτοχος του δωματίου και ανασηκώθηκε.
Κάθονταν δίπλα, αλλά όχι αντικριστά, μην συναντηθούν τα βλέμματά τους και πέσουν ντροπιασμένα στο πάτωμα.
«Θείε, πες μου… Γιατί δεν δέχτηκε να δει τον πατέρα μου;» ρώτησε ο εισβολέας με παράπονο.
«Γιατί θέλησε να τον εξευτελίσει περιφέροντάς τον με τις χειροπέδες και τις αλυσίδες σε όλο το Ναύπλιο, σαν να ήταν άγριο ζώο ή Τούρκος; Μέχρι και η γιαγιά τον παρακάλεσε να τον ελευθερώσει. Του δώσαμε όλες τις εγγυήσεις που ήθελε. Τι κάναμε λάθος;».
Στο μυαλό και των δύο γύριζαν οι ίδιες σκηνές, σαν να παρακολουθούσαν την ίδια παράσταση. Η μάνα του μπέη της Μάνης, που η οικογένειά της έδωσε πάνω από σαράντα νεκρούς στον Αγώνα ικέτευε από έναν άντρα που δεν έχει πυροβολήσει Τούρκο για τον οίκτο του! Αυτή που είδε να χάνεται μια τεράστια περιουσία για να ελευθερωθεί η πατρίδα, τώρα δεν μπορεί να δει τον γιο της στη φυλακή. Η σιωπή απλωνόταν στο δωμάτιο παρέα με την οργή.
«Ανιψιέ» είπε ψιθυριστά ο γηραιότερος, «δεν μάθαμε σήμερα τον Κυβερνήτη. Αν δεν ήταν τύραννος, ο πατέρας σου δεν θα ήταν φυλακή, ούτε εμείς θα κοιμόμασταν σε ξένα σπίτια, βάζοντάς μας φρουρούς να μας ακολουθούν σε κάθε μας βήμα, λες και είμαστε εγκληματίες».
Η αποδοχή των λεγομένων από τον μουσαφίρη ήρθε με ένα ξεφύσημα.
«Ανιψιέ άκου με», επέμεινε γυρνώντας απότομα και πιάνοντάς τον από το μπράτσο.
«Πού ακούστηκε ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας να φυλακίζεται από τον Κυβερνήτη; Έτσι θα μας κάνει σύγχρονο κράτος; Πρώτη είναι η υπογραφή του πατέρα σου στο γράμμα που τον καλεί να έρθει εδώ να κυβερνήσει. Πρώτος υπέγραψε, πρώτος παραιτήθηκε για χάρη του Κυβερνήτη, που δεν ήθελε βουλευτές, δεν ήθελε εμάς που δώσαμε το αίμα μας, τους συγγενείς, τους φίλους μας, το χρήμα μας. Ήθελε στο πλευρό του τα αδέλφια του, να αλωνίζουν όσο εκείνος δεν δεχόταν να πληρωθεί για τις υψηλές υπηρεσίες του».
Ο συντονισμός της μνήμης των δύο επανήλθε με νέες κοινές εικόνες και οργή, που ξεκινούσαν εννιά μήνες πριν, από απέναντι, την Ύδρα, εκεί που πάρθηκε η απόφαση για τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Από τις συζητήσεις στα πηγαδάκια φαινόταν πως η πανίσχυρη οικογένεια των Κουντουριώτηδων θα αναλάμβανε την «τυραννοκτονία». Κατά τη διάρκεια του δείπνου, όμως, ο ναύαρχος Μπουντούρης είχε διαφορετική γνώμη την οποία όλοι ασπάστηκαν: «Αδελφοί, η τιμή της δολοφονίας του Τυράννου ανήκει στην οικογένεια που προσέφερε το περισσότερο αίμα στον αγώνα, όχι χρήμα. Είναι η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων». Είχαν προηγηθεί και άλλες απόπειρες, που στέφθηκαν με αποτυχία, αφού οι επίδοξοι δολοφόνοι μόνο επαγγελματίες δεν ήταν. Οι αντιπολιτευόμενοι της Ύδρας είχαν επικηρύξει το κεφάλι του Κυβερνήτη, αλλά το ευτελές ποσό δεν κίνησε το ενδιαφέρον των επαγγελματιών.
Οι μνήμες αυτές αγρίεψαν τα πρόσωπα της παρέας των δύο.
«Του στειλα και αγγελιοφόρο να του πει πως θα τον σκοτώσω. Αντρίκεια», ψέλλισε ο ανιψιός και τα μάτια του μίκρυναν, σαν να παρακολουθούσε τη σκηνή της δολοφονίας.
«Ανιψιέ… Εσύ είσαι σπουδαγμένος στο Φανάρι, είσαι μικρός, έχεις να κάνεις πράγματα ακόμη εδώ. Εσύ μια μέρα θα γίνεις πρωθυπουργός της χώρας, σαν τον πατέρα σου. Άσε με εμένα να κάνω τη δουλειά», του είπε ο γηραιότερος χαϊδεύοντας τη μουστάκα του.
Ο νεαρός χαμήλωσε το κεφάλι του. Γνώριζε πως ο θείος του είχε δίκιο, πως κανένα λογικό επιχείρημα από εκείνα που είχε διδαχθεί στη Μεγάλη του Γένους Σχολή δεν είχε θέση στην αποτρόπαια πράξη της δολοφονίας. Ο πατέρας του τον προόριζε για μια πολιτική καριέρα που θα έκανε την οικογένεια ίσως την πιο σημαντική της χώρας. Για αυτό και όταν ήταν να ανακηρυχθεί Μπέης της Μάνης από τον Σουλτάνο, δεν δίστασε να τον δώσει όμηρο στο Σουλτάνο -εγγύηση πως δεν θα υπάρξει κάποια προδοσία.
Έτσι, ο νεαρός ανδρώθηκε στην Υψηλή Πύλη και ήταν υπό την προστασία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, ο οποίος και οργάνωσε την απόδραση του νεαρού από την Πόλη, λίγο πριν τον πιάσουν οι Οθωμανοί και τον κρεμάσουν.
«Πάνω από τα αξιώματα και τη δόξα, είναι το χρέος στους γονείς. Τι πρέπει να κάνει ένας γιος που βλέπει τον πατέρα του ντυμένο με αλυσίδες, που τον σέρνουν για να τον ρεζιλέψουν στην πόλη; Διάβημα; Συζήτηση; Παρακαλετά» ήταν το ρητορικό ερώτημα του νεαρού. Η ζυγαριά του είχε αφήσει τη λογική και έγερνε στο συναίσθημα.
«Μην λερώσεις τα χέρια σου» τον ικέτεψε ο γηραιότερος με τη μουστάκα. «Ο πατέρας σου έχει εμένα, τον αδελφό του, για να πάρει την εκδίκηση».
«Τι θα λένε για μένα μετά; Θα κάνουν πρωθυπουργό τον “κιοτή” που είδε τον πατέρα του στα σίδερα, αλλά δεν θέλησε να πάρει εκδίκηση; Ποιος Έλληνας θα παρακολουθούσε ασυγκίνητος τη διαπόμπευση του πατέρα του σαν να είναι θέαμα ψυχαγωγικό; Ποια περιθώρια άφησε σε εμάς ο Κυβερνήτης; Να αναπολούμε τις εποχές της Τουρκιάς, γιατί τότε ζούσαμε καλύτερα; Αυτό έχει καταφέρει ο άξιος Κυβερνήτης. Είμαστε μήπως οι μόνοι που τον αντιπαλεύουμε; Τόσοι άξιοι αγωνιστές βλέπουν την κατάρα στο πρόσωπό του».
Οι ψίθυροι μπερδεύτηκαν, καθώς ο θείος θέλησε να βάλει και άλλους δυσαρεστημένους στο «παιχνίδι», στην προσπάθεια να δώσουν μια ηθική υπόσταση σε μια δολοφονία.
«Ανιψιέ μου, εσύ είσαι ο γραμματιζούμενος. Αλλά δεν είναι μόνο οι αγωνιστές που είναι εναντίον του. Είναι και οι γραμματιζούμενοι. Ο Κοραής, σπουδαγμένος και σεβάσμιος, στην αρχή στήριζε τον Κυβερνήτη και τώρα τον καταριέται. Αυτός βλέπει άλλα από μένα, που το φτωχό μου μυαλό δεν καταλαβαίνει. Εγώ ξέρω αυτό που είπε ο Μακρυγιάννης: Ξεσηκωθήκαμε για να φύγουν οι Τουρκαλάδες και φέραμε έναν Έλληνα στη θέση τους. Αυτός θεωρεί την Ελλάδα τσιφλίκι του, κάνει τους λογαριασμούς του καταπώς του βολεύει. Θα προστάζει και εμείς θα σκύβουμε το κεφάλι».
Για άλλη μια φορά οι ψίθυροι μπλέχτηκαν, μέχρι που εκείνος του ανιψιού έκανε τον αντίστοιχο του θείου να σωπάσει.
«Ούτε οι Τουρκαλάδες δεν θα έκαναν τέτοια μπαγαμποντιά, όπως αυτή που έκανε ο Κανάρης για να συλλάβει τον πατέρα μου. Έχει κάνει τους Έλληνες αγωνιστές σαν τα μούτρα του. Στο τέλος, ή εμείς θα ζούμε ή εκείνοι. Είναι γδικιωμός, τέλος! Το είπε και ο Κουντουριώτης: “Ένα πιστόλι θα μας σώσει από τούτο τον άνθρωπο”».
Στο χτύπημα των χειλιών του ξεθυμαινόταν ένα πολύ μικρό ποσοστό της οργής που φώλιαζε μέσα του, ανήμπορο να ικανοποιηθεί μόνο με λέξεις. Ο θείος του δεν έμοιαζε ξαφνιασμένος, ούτε και ικανοποιημένος, αφού θα έπρεπε να εξωτερικεύσει τον ενδόμυχο φόβο του.
«Γιώργη, προτιμώ να πεθάνω εγώ και ο πατέρας σου, παρά να πάθεις κάτι εσύ», ψέλλισε. Προσπάθησε πολύ για να ακουστεί η φωνή του επίπεδη, χωρίς σπασίματα ή τρέμουλα. «Εσύ θα κυβερνήσεις τη χώρα».
Είδε στο σκοτάδι το κεφάλι του ανιψιού του να κουνιέται ελαφρά, αριστερά – δεξιά και κατάλαβε…
Κυβερνείο, Ώρα 22.10
Το κόκκινο της φωτιάς έμοιαζε να τον είχε υπνωτίσει, καθώς προσπαθούσε να την αναζωπυρώσει. Θυμήθηκε το δαχτυλίδι που της έστειλε πριν το γάμο της. «Ποιος στέλνει δαχτυλίδι στην αγαπημένη του λίγο πριν παντρευτεί κάποιον άλλον;» αναρωτήθηκε χαμογελαστός. «Αυτός που ξέρει πως ό, τι και να συμβεί εκείνη θα είναι παντοτινά δική του», απάντησε μόνος του στον εαυτό του. Πώς αυτή η νύχτα μετατράπηκε σε απολογισμού, δεν το κατάλαβε, αλλά δεν του έμοιαζε και παράξενο…
«Να το φοράει άραγε ακόμη», αναρωτήθηκε φωναχτά, λες και δοκίμαζε τα στενά όρια του δωματίου.
Το δαχτυλίδι ονομαζόταν, «Η πεταλούδα που καίγεται στη φωτιά» και ήταν παραγγελία του ίδιου. Εκείνη του είχε υποσχεθεί πως αυτό το χρυσοκόκκινο κόσμημα – σύμβολο του έρωτά τους δεν θα έμενε ποτέ στην αφάνεια. Έβαλε ακόμη δύο ξύλα στο τζάκι. Αυτή η βραδιά απαιτούσε παραπάνω καύσιμα για να βγει.
Είχε την πλάτη του γυρισμένη στην πόρτα που άνοιγε με ορμή.
«Μην ετοιμαστείς να πας στην εκκλησία αύριο», είπε βροντόφωνα ο άντρας που είχε εισβάλλει στο χώρο του.
Ο Κυβερνήτης στήριξε τη βέργα στο πλαϊνό του τζακιού και γύρισε προς την πλευρά του άντρα που τώρα βαριανάσαινε.
«Αδελφέ μου, όχι. Αυτό συνέβη την περασμένη Κυριακή. Επέμεινες και δεν πήγα. Αύριο όμως θα πάω», απάντησε και η αποφασιστικότητα στη φωνή του δεν επιδεχόταν παρερμηνειών.
«Είσαι τρελός; Οι άλλοι πήραν μπιστόλα, δεν σου το είπαν;» εμφανίζοντας τις φλέβες του λαιμού του -ίσως σαν ένα πιο πρακτικό επιχείρημα για να πείσει τον συνομιλητή του.
«Ναι, μου το είπαν. Αυτό δεν σημαίνει πως θα με σκοτώσουν κιόλας» απάντησε σαρκαστικά ο Κυβερνήτης. «Από τη σκέψη μέχρι την εκτέλεση η απόσταση είναι αποτρεπτική» συνέχισε χαμογελώντας αμυδρά.
«Νομίζεις πως είναι δύσκολο για αυτά τα ζώα να σε σκοτώσουν; Γελιέσαι!» φώναξε επιστρατεύοντας και μια φλέβα στον αριστερό κρόταφο.
«Δεν θα κάνουν τέτοιο κακό στη χώρα. Ακόμη και αυτοί ξέρουν πως σκοτώνοντάς με, σκοτώνουν κάθε ελπίδα να αναστηθεί η χώρα» απάντησε με σταθερή φωνή ο Κυβερνήτης, τσεκάροντας κάθε λίγο τη φωτιά στο τζάκι.
«Αλήθεια, θεωρείς πως το μυαλό τους φτάνει ως εκεί;» συνέχισε να αναρωτιέται, χαμηλώνοντας τώρα τους τόνους, ο άντρας με τις φλέβες στο λαιμό και τον κρόταφο.
«Το ένστικτό τους φτάνει» ήταν η κοφτή απάντηση του Κυβερνήτη που βημάτισε προς το γραφείο του με έναν ράθυμο ρυθμό.
«Να παραγγείλω τώρα τη σύλληψή τους» πρότεινε με χαλαρό ύφος ο άντρας, ο Βιάρος, ο αδελφός του κυβερνήτη, που τον ακολούθησε προς το γραφείο και κάθισε στην αντίθετη πλευρά του επίπλου.
«Όχι», βροντοφώναξε ο μικρός το δέμας ασπρομάλλης Κυβερνήτης και το βλέμμα του έπεσε επιθετικό πάνω στον αδελφό του.
«Αρκετά ξέφυγε η κατάσταση από τα χέρια μας. Είχα παραγγείλει να ελέγχουμε τις κινήσεις του Μπέη όταν έφυγε για τη Μάνη και έστειλες τον Κανάρη να τον συλλάβει με δόλο και είναι εννιά μήνες φυλακισμένος χωρίς δίκη. Τον ηρωοποιούμε, την ώρα που εγώ φαίνομαι σαν να είμαι τύραννος» απάντησε μιλώντας κοφτά, με παύσεις πιο ηχηρές από την ένταση της φωνής του.
«Δεν είχαμε άλλη επιλογή» απάντησε απολογητικά ο Βιάρος.
Ο Κυβερνήτης έβαλε τη δεξιά παλάμη στο μέτωπό του που είχε γείρει προς την επιφάνεια του τραπεζιού, με το βλέμμα του χαμένο.
«Δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς αυτούς» συνέχισε ο Βιάρος. «Θέλουν παράδες, εξουσία, γη, θέλουν να συγκυβερνούν και δεν σε αναγνωρίζουν ως Κυβερνήτη τους, κατάλαβέ το αδελφέ μου», συνέχισε να ξιφουλκεί παρουσιάζοντας με επιχειρήματα το χάος ανάμεσα τους.
«Κάθισα στα πιο αφιλόξενα τραπέζια, συναναστράφηκε με τους πιο αλλοπρόσαλλους και καιροσκόπους ηγέτες της Ευρώπης, θα με φοβίσουν τώρα αυτοί οι χωρικοί» αναρωτήθηκε υψώνοντας και πάλι το μέτωπό του αντίκρυ σε αυτό του αδελφού του.
Η επιθυμία του Βιάρου να απαντήσει, καταποντίστηκε από την ορμητική φωνή του Κυβερνήτη, ο οποίος απώλεσε την ψυχραιμία του -φαινόμενο πολύ σπάνιο παλιά, εντεινόμενο με γεωμετρική πρόοδο τις τελευταίες ημέρες.
«Δεν καταλαβαίνεις πως αν δεν εμφανίζομαι πουθενά, ο λαός θα χάσει την πίστη του σε εμένα. Δεν καταλαβαίνεις πως θα έχουν κερδίσει; Είμαι ο νόμιμος Κυβερνήτης, δεν θα παραδώσω τη χώρα στους αντάρτες. Ποιο το νόημα να είμαι Κυβερνήτης κρυπτόμενος; Καλύτερα νεκρός, αν το θέλουν έτσι». Τα είπε όλα σε μια ανάσα. Χωρίς το στόμφο του ηγέτη, τις παύσεις του ρήτορα, το ύφος του νικητή.
«Νεκρός; Με τι ευκολία το εκστομίζεις αυτό;» αντέτεινε ο αδελφός του, σχεδόν τρομαγμένος.
«Με την ευκολία που κάποιος μπορεί να σκοτωθεί σε τούτη τη χώρα», του απάντησε αμέσως και η σιωπή που απλώθηκε βοήθησε να ακουστούν οι αναστεναγμοί των ξύλων που καίγονταν.
«Είναι πολύ εύκολο να σκοτωθείς εδώ, δυστυχώς ή ευτυχώς», ψέλλισε και γύρισε το πρόσωπό του προς τη φωτιά για να ξεραθούν πιο γρήγορα τα υγρά του μάτια.
«Τι είναι αυτά που λες; Για τον Θεό!» απάντησε σοκαρισμένος ο Βιάρος, αντιλαμβανόμενος πως δεν είχε σταθμίσει σωστά τα γεγονότα και την ψυχολογική κατάσταση του αδελφού του.
«Ακριβώς! Αν ο Θεός θέλει να με πάρει είμαι έτοιμος. Πόσες απόπειρες έγιναν εναντίον μου; Δεν τις μετράμε πλέον, έγιναν συνήθεια. Ο Θεός γνωρίζει τις αγνές μου προθέσεις, τον τρόπο που πολιτεύτηκα. Δεν θα παρεκκλίνω τώρα, στα γεράματά μου».
«Ποια γεράματα; Είσαι 55! Θα κυβερνάς για χρόνια, στο υπογράφω εγώ» του απάντησε ο Βιάρος προσπαθώντας να του αναπτερώσει το ηθικό.
«Είμαι στα γεράματα από τότε που άσπρισαν τα μαλλιά μου, κυνηγώντας τον Ναπολέοντα στη Ρωσία. Όταν έχουν γεμίσει τα μάτια κάποιου, τότε είναι στα γεράματα».
«Άκουσέ με! Θα πάρω 12 άντρες και θα πάω να τους συλλάβω. Ο οπλοπώλης θα καταθέσει πως αγόρασαν όπλο» του απάντησε ο πρακτικός αδελφός του, που συνήθιζε τέτοιες απερίσκεπτες αντιδράσεις.
«Και τι μ’ αυτό; Όποιος αγοράζει όπλο θέλει να σκοτώσει τον Κυβερνήτη;» αναρωτήθηκε ο κυβερνήτης σαν να ήταν η υπεράσπιση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.
«Θα φέρουμε και τον Πάνο Ράγκο να καταθέσει. Ο ίδιος ο Γιώργης Μαυρομιχάλης του ζήτησε να σου μεταφέρει πως έχει ορκιστεί να σε σκοτώσει» συνέχισε απτόητος ο Βιάρος.
«Δεν γίνονται αυτά! Έχουν ξεσηκώσει τη μισή Ελλάδα και μ’ αυτά που με συμβουλεύεις να κάνω θα ξεσηκωθεί και η υπόλοιπη» του απάντησε ο Κυβερνήτης, φανερώνοντας πως έχει ζυγίσει την κίνηση πολύ πριν.
«Ωραία! Για να μην γίνει τίποτε από όλα αυτά, δέξου να μην πας αύριο στην εκκλησία και από Δευτέρα να δεχτείς τη φρουρά που θέλουν να σου δώσουν οι ξένοι πρεσβευτές. Δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορείς με τον μονόχειρα υπηρέτη, δεν το καταλαβαίνεις;» αναρωτήθηκε ο Βιάρος με μια δόση απελπισίας να δίνει τον τόνο στις λέξεις.
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις πως μπορούν να χρηματίσουν οποιονδήποτε φρουρό», του απάντησε με αφοπλιστική νηφαλιότητα.
Ο Βιάρος, ο αδελφός του κυβερνήτη, έμοιαζε σαστισμένος. Κάθε φορά που μιλούσε για ζητήματα διοίκησης μαζί του έμοιαζε με σχολιαρόπαιδο που πήγαινε να το παίξει έξυπνος στον δάσκαλό του. Ο Κυβερνήτης είχε ήδη σηκωθεί και σταθεί μπροστά στο παράθυρο, με την πλάτη γυρισμένη στον αδελφό του, ατενίζοντας και πάλι το άμορφο σκοτάδι έξω από το παράθυρο, όταν εκείνος βρήκε το σθένος για ένα τελευταίο επιχείρημα.
«Προσπαθείς να ασκήσεις υψηλή πολιτική σε αγροίκους. Απορώ πώς δεν αντιλαμβάνεσαι ότι αυτοί καταλαβαίνουν μόνο από δύναμη και εξουσία; Δεν είναι διπλωμάτες διεθνούς επιπέδου, όπως έχεις συνηθίσει!» του απάντησε σε υψηλούς τόνους ο Βιάρος, απορημένος με την αδυναμία του αδελφού του να κατανοήσει το προφανές της οπτικής του.
«Αν το κάνω αυτό, πέφτω στο επίπεδό τους. Βουτάω στη λάσπη μαζί τους και αυτοί ξέρουν να το κάνουν πολύ καλύτερα από εμένα. Έχουμε εκτεθεί από τους ανθρώπους που μας εκπροσωπούν επειδή απάντησαν στις προκλήσεις τους. Γιατί εξακολουθείς να μην το βλέπεις; Κερδίζουν γιατί μας πάνε εκεί που είναι καλοί! Είναι λάθος τακτική, τέλος!».
Τα ισχυρά επιχειρήματα είχαν τελειώσει, μαζί με τη συζήτηση. Η ολοκλήρωσή τους φέρνουν τις πράξεις πιο κοντά. Ο Βιάρος κατέθεσε τα όπλα και οι γωνίες του προσώπου του χαλάρωσαν… Ο έλεγχος είχε χαθεί προ πολλού, ο Κυβερνήτης το γνώριζε, ο αδελφός του το συνειδητοποίησε μόλις.
Οικία Μαυρομιχάληδων, 23:30
«Δεν κοιμάστε», αναρωτήθηκε ο ηχηρός ψίθυρος που ξεκίνησε από το ισόγειο και ανέβηκε ως το δωμάτιο όπου ο θείος και ο ανιψιός συνωμοτούσαν καθισμένοι στο κρεβάτι. Ο γηραιότερος κόλλησε τον δείκτη του χεριού του κάθετα στα χείλη του, χωρίζοντας τη μουστάκα του ισομερώς στα δύο. Ο ψίθυρος εξαφανίστηκε στο σκοτάδι και η σιωπή ανακατέλαβε τα τμήματα που είχε χάσει.
Ήταν ο ένας από τους δύο φρουρούς που είχε βάλει ο Κυβερνήτης για να τους συνοδεύουν, τους οποίους και εξαγόρασαν οι Μαυρομιχάληδες. Κοιμόντουσαν στο ισόγειο της κατοικίας.
«Δεν τους εμπιστεύεσαι;» ρώτησε ο ανιψιός επιμένοντας να κοιτάζει το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο από τις ρυτίδες του οποίου εισέβαλλε ύπουλα η ψύχρα.
«Τους εμπιστεύομαι όσο δεν κάνουν τη δουλειά τους. Πληρωμένα σκυλιά είναι», απάντησε ήρεμος ο θείος, κοιτάζοντας ευθεία προς τη μισάνοιχτη πόρτα.
«Λες να κάνουν καμιά μπαγαμποντιά;» ρώτησε ανήσυχος ο ανιψιός.
Ο θείος έγνεψε αρνητικά και έπειτα κατέβασε το κεφάλι του, σαν να μην βαστούσε ο λαιμός το βάρος των λέξεων που έρχονταν.
«Γιώργη, η κυρά σου είναι έγκυος. Θα γεννήσει σε λίγο. Πού θα έπρεπε να είσαι;» ρώτησε και σήκωσε για λίγο το κεφάλι του να τον αντικρύσει.
Ο δευτερότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ήταν όμορφος. Όλοι οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν όμορφοι, αλλά ο Γιώργης ήταν ο ομορφότερος όλων. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον επέλεξε η Διαμαντούλα, η κόρη του Πανούτσου Νοταρά, η πιο πολύφερνη νύφη της Πελοποννήσου, εξαιτίας προίκας και ομορφιάς. Ο Γιώργης δεν ήταν ο μοναδικός που τη διεκδίκησε, φυσικά. Το αντίπαλον δέος είχε επώνυμο πιο βαρύ από το δικό του, αλλά υστερούσε σε άλλους ζωτικούς τομείς: Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου, ήταν επίσης ερωτευμένος με τη Διαμαντούλα, αλλά ατύχησε. Δεν ήταν η ομορφιά του Γιώργη η μόνη ατυχία του Γενναίου, ήταν που και η οικογένειά της, οι Νοταράδες, ήθελαν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην Κορινθία και καλύτερο εχέγγυο από τους Μαυρομιχαλήδες δεν θα μπορούσαν να βρουν. Ένα χρόνο απείχε ο Γιώργης από τις πολεμικές επιχειρήσεις -είχε πιο άγριο αγώνα να δώσει, αυτόν της κατάκτησης της Διαμαντούλας. Επέστρεψε μόνο όταν την πήγε νύφη στη Μάνη.
«Εκεί που είναι το καθήκον και η τιμή μου», απάντησε αφού έδωσε χρόνο στον εαυτό του να το σκεφτεί.
«Δεν είναι απάντηση αυτή. Το καθήκον και την τιμή τα ορίζει ο καθένας καταπώς νομίζει», απάντησε ο θείος.
«Ξέρεις την απάντηση» αποκρίθηκε ενοχλημένος ο Γιώργης, όχι από την προφανή πίεση του θείου του να φύγει, αλλά από το στήθος του που βάρυνε απότομα.
«Σαν μεγαλώσει το παιδί θα ξέρει πως ο πατέρας του έλειπε από τη γέννα του γιατί του εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή, σε ένα κράτος με Δημοκρατία και Σύνταγμα» απάντησε πιο ήρεμος ο Γιώργης, ανακουφίζοντας πιο πολύ τον εαυτό του, παρά τον θείο του. Συνέχισε στον ίδιο τόνο, σαν να έκανε μασάζ στο ίδιο του το στήθος.
«Να πάω στη γέννα του να του τάξω, τι; Μας τα πήρε όλα ο Τύραννος, δεν μας άφησε τίποτε. Θα χτυπάν οι πόρτες και δεν θα είναι για συγχαρίκια, μα για τις δόσεις που χρωστάμε στους δανειστές μας» είπε με πίκρα, απελευθερώνοντας και άλλο το στήθος από την πίεση.
«Μας ρήμαξε! Μας κατέστρεψε» μονολόγησε μέσα στην απελπισία του ο θείος, ο Κωνσταντίνος, που δεν έβρισκε τον τρόπο να σώσει και την τιμή της οικογένειας και ταυτόχρονα τον ανιψιό του.
Τα βλέμματά τους συνάντησαν το ίδιο σκοτάδι έξω από το παράθυρο, στο μυαλό τους ήρθαν κοινές μνήμες: Τα πλούτη να εξαφανίζονται, οι υπάλληλοι των δανειστών να πληθαίνουν στην αυλή των σπιτιών τους, σε αντίθεση με τα τραπεζώματα, τα ζώα… Η απόφαση του Κυβερνήτη να μην εισπράττει πλέον τους φόρους της Μάνης η οικογένεια, όπως γινόταν επί Τουρκοκρατίας, αλλά το Κράτος, γονάτισε την ξακουστή οικογένεια και την έσπρωξε προς την αντιπολίτευση. Στην αιχμή της αντιπολίτευσης, ακριβέστατα. Δεν ήταν μόνο οι Μαυρομιχαλαίοι που στριμώχτηκαν στην έδρα των αντιφρονούντων, την Ύδρα. Με το Ναύπλιο να γίνεται ολοένα και πιο στενάχωρο, οι επιφανείς παράγοντες της επανάστασης περνούσαν ένας προς ένας απέναντι, για να φιλήσουν το δαχτυλίδι του Κουντουριώτη.
Βέβαια, η ατζέντα καθενός ήταν διαφορετική και το μόνο συνεκτικό στοιχείο ήταν το κοινό μίσος προς τον άνθρωπο που στεκόταν εμπόδιο στην εκπλήρωσή της. Ίσως ο Κυβερνήτης να μην υποληπτόταν εκείνους που τον εγκατέλειψαν, ωστόσο στις τάξεις των αντιπολιτευόμενων πέρασε ένας πολύτιμος, άλλοτε ένθερμος υποστηρικτής του. «Η Ελλάς δεν ανέστη, τάφον μόνον ήλλαξε και από νεκροθάπτην Τούρκον επέρασεν εις Έλληνα» έγραψε ο Αδαμάντιος Κοραής συνοψίζοντας σε μια πρόταση όχι απλά τη στροφή, αλλά και την αποστροφή του προς τον Κυβερνήτη.
Τα λεπτά σιωπής περνούσαν βιαστικά, με τον θείο και τον ανιψιό να προσπαθούν να βρουν πειστικές δικαιολογίες για να οικοδομήσουν μια βολική αλήθεια για τους ίδιους: «Δεν είναι δολοφονία, είναι πολιτική αντίδραση… Μία τυραννοκτονία».
Κυβερνείο, 23.30
Σε αντίθεση με το αφηρημένο του βλέμμα που είχε κολλήσει στο παράθυρο, το μυαλό του επεξεργαζόταν κάθε παράμετρο του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει, μόνο που κάθε σενάριο απόδρασης αποδεικνυόταν απογοητευτικό για το προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του.
Το πρώτο, να απελευθερώσει τον Πετρόμπεη καθιστούσε τον ίδιο αποδυναμωμένο στα μάτια του λαού. Η αντιπολίτευση θα σημείωνε μια καθαρή νίκη, την οποία θα έσπευδε να την εξαργυρώσει θέτοντας επιπλέον πίεση για άλλα θέματα.
Το δεύτερο, να έρθει σε συνεννόηση με τους Μαυρομιχαλαίους απορρίφθηκε σχεδόν απνευστί, αφού δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη.
Το τρίτο, να απευθυνθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις απορρίφθηκε επίσης με συνοπτικές διαδικασίες. Τοποθετούσε τον εαυτό του σε ένα νέο αδιέξοδο, πιο ασφυκτικό από το προηγούμενο. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι τον υπονόμευαν μεθοδικά, αφού δεν τον εμπιστεύονταν, θεωρώντας τον άνθρωπο του Τσάρου. Αποδυνάμωνε σε τέτοιο βαθμό τη διαπραγματευτική του θέση, που σύντομα θα έπρεπε να κάνει πίσω σε ζωτικής σημασία θέματα που σχετίζονταν με το όραμά του για τη χώρα.
Ήδη του έκαναν τη ζωή δύσκολη: Η απροθυμία των Άγγλων να συναινέσουν στο διαμοιρασμό της εθνικής γης στους φτωχούς ακτήμονες τον εκνεύριζε. Είχε φτιάξει την Αγροτική Σχολή για να μάθουν οι συμπολίτες του τις σύγχρονες αγροτικές τακτικές και είχε αποφασίσει πως ο αγροτικός τομέας θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της χώρας. Θα ικανοποιούσε έτσι και το αίτημα των απλών αγωνιστών, που πολέμησαν και θα έπρεπε να αποζημιωθούν. Τα προηγούμενα χρόνια οπλαρχηγοί και πολιτικοί τους ξεγελούσαν τάζοντας χωράφια, χωρίς να γνωρίζουν πως την ελληνική γη την είχαν υποθηκεύσει για να πάρουν δάνειο από τους Άγγλους. Ένα δάνειο που το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήδη εξανεμιστεί πριν φτάσει στη χώρα. Θα περίμενε μεγαλύτερη πρωτοτυπία.
Ο Κυβερνήτης είχε μονίμως απέναντι τους Άγγλους και σαν να μην έφτανε αυτό, η άλλοτε φιλική Γαλλία έδωσε εντολή στο εν Ελλάδι κόμμα των Γαλλόφιλων να περάσουν στο αντιπολιτευτικό μπλοκ. Όσο εκείνος προσπαθούσε να στήσει την Ελλάδα στα πόδια της, ο Μαυροκορδάτος με τον Κωλέττη έστηναν τις παγίδες. Άλλη κατάσταση περίμενε να συναντήσει όταν λάβαινε την πρόσκληση να μεταβεί στο Ναύπλιο και να αναλάβει τις τύχες της χώρας.
Το «συμβόλαιό» του προέβλεπε μια ανέφελη επταετία διακυβέρνησης, χωρίς το βραχνά του πολύ προοδευτικού -ακόμη και για τα παγκόσμια δεδομένα, Συντάγματος. Τουλάχιστον έτσι θεωρούσε, μέχρι την ανησυχητική διαπίστωσή του πως το μόνο εμπόδιο στα σχέδια των Άγγλων να ελέγξουν την ανατολική Μεσόγειο και τις θαλάσσιες διόδους των Ρώσων προς τη Δύση ήταν ο ίδιος. Η επιθετική εξωτερική του πολιτική θα αμφισβητούνταν από τη θορυβώδη αντιπολίτευση, υποκινούμενη και από τους Γάλλους, που ήθελαν την ανατολική Μεσόγειο φιλική και αξιόπλοη για τα συμφέροντα της.
Έψαχνε έναν τακτικό ελιγμό, μια βαλβίδα αποσυμπίεσης, για να κερδίσει χρόνο. Αυτό ζητούσε μόνο, ακόμη και στις μακρόπνοες προσευχές του. Γνώριζε πως αν είχε χρόνο θα μπορούσε να κερδίσει τους «αγροίκους» όπως τους χαρακτήριζε ο Βιάρος και οι φτωχοί Έλληνες θα δικαιώνονταν για την εμπιστοσύνη που του έδειχναν. Η ιδέα να εξαγγείλει διεργασίες για τη συγγραφή ενός νέου Συντάγματος που θα έπρεπε να επικυρωθεί με το τέλος της επταετούς διακυβέρνησής του δεν του φάνηκε άσχημη. Για την ανακοίνωση αυτή, βέβαια, θα έπρεπε να μεσολαβήσει οπωσδήποτε πάνω από ένα τρίμηνο και ένας σχετικός κατευνασμός των πνευμάτων για να μην φανεί ως «παραχώρηση», αλλά ως μια στρατηγική επιλογή του.
«Τέσσερα χρόνια έμειναν» μονολόγησε στο σκοτάδι. Η σκέψη πως θα παρέδιδε μια σύγχρονη Ελλάδα και θα αποσυρόταν στην Κέρκυρα ήταν το τελευταίο του μεγάλο του όνειρο. Θα καλούσε και τη Ρωξάνδρα να κατέβει…
«Άραγε το φοράει ακόμη το δαχτυλίδι;» αναρωτήθηκε και πάλι, μάλλον από νευρικότητα, για να συμπληρώσει πικρόχολα: «Ή η πεταλούδα κάηκε;».
Επέστρεψε βιαστικά στο γραφείο του, κάθισε στη λιτή πολυθρόνα του, βούτηξε την πένα με ορμή στο μελανοδοχείο, αλλά έτσι απότομα, οι βίαιες κινήσεις του μετριάστηκαν και μια σκέψη ήταν αρκετή να επιφέρει την ακαμψία. Δεν θα μπορούσε να μοιραστεί τίποτε από όλα αυτά με τη Ρωξάννη! Θα τον συμβούλευε, θα τον παρότρυνε, θα του αγρίευε, θα τον ικέτευε να παραιτηθεί και να φύγει το συντομότερο δυνατό για τη Ζυρίχη. Για εκείνη, δεν είχε προτεραιότητα η ανοικοδόμηση της χώρας. Για εκείνον, αυτή η πολυτέλεια δεν του παρεχόταν.
Οικία Μαυρομιχάληδων, 24.00
Η λέξη «Μαύρος» στη Μάνη -πέραν των προφανή, είναι ο κομψός εναλλακτικός χαρακτηρισμός του «ορφανός». Κάπου στα 1340, ο Μιχάλης ένας «Μαύρος» με καταγωγή από βυζαντινή οικογένεια πάτησε στα κακοτράχαλα χώματα της περιοχής. Κόντρα στις πιθανότητες, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά έφτιαξε και μια μεγάλη φαμίλια. Η ανθεκτικότητα που είχε εντυπωθεί στο DNA του, πέρασε και στους τρεις γιους του Μαύρου Μιχαήλ, του «Μαυρομιχάλη» για τους συμπολίτες του.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η φαμίλια δυνάμωνε, καθώς τα γονίδια εξελισσόταν. Ένα από τα παιδιά έφτασε να γίνει Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της περιοχής. Με τις γνωριμίες να γίνονται όλο και πιο υψηλές, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο εγγονός του «Μαύρου», αναγορεύεται Καπετάνιος της Καπετανίας της Μάνης στην Κωνσταντινούπολη. Στην κατοχή του εκτός από γη, όπλα και χρήματα, περιέρχεται και μια πανέμορφη γυναίκα, που τη γνώρισε όταν ο καπετάνιος ενός πλοίου την έβγαλε σε ένα όρμο της περιοχής. Πέρα από τα κάλλη της, η ξένη διέθετε και βασιλικό αίμα, αφού καταγόταν από Ενετούς ευγενείς. Έτσι, ούτε το προσωνύμιο «νεραΐδα» άργησε να της αποδοθεί, ούτε ο Γεώργιος να την παντρευτεί. Το ζευγάρι απέκτησε δύο γιούς, τον Ιωάννη, «Σκυλογιάννη» για τους ντόπιους εξαιτίας του ατρόμητου του χαρακτήρα του, και τον Πιέρρο. Στα δύο αδέλφια, αλλά και τους απογόνους τους θα τους αποδίδεται στο εξής και ο χαρακτηρισμός «νεραΐδογέννητοι». Ψέμα δεν ήταν, οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν πανθομολογούμενα ένα σόι με όμορφους άντρες.
Ο Σκυλογιάννης διαδέχθηκε τον πατέρα του ως Καπετάνιος. Παρά την απροθυμία του λόγω των θολών υποσχέσεων για υποστήριξη των Ρώσων, πρωτοστάτησε στην εξέγερση των Ορλωφικών, την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια κάποιων Ελλήνων να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό. Ο Σκυλογιάννης δικαιολόγησε μέχρι την τελευταία του ανάσα το χαρακτηρισμό του, αφού έπεσε μαζί με τους γιους τους. Όλους εκτός από έναν, τον οποίο και πήραν μαζί τους οι Οθωμανοί και τον έκαναν μωαμεθανό. Περίπου την ίδια τύχη είχε και ο Πιέρρος, ο οποίος κατάφερε να σώσει τη Μάνη από τους Αλβανούς που είχαν επιστρατεύσει οι Τούρκοι, αλλά έχασε τη ζωή του αργότερα.
Οι νεανικοί ώμοι του πρωτότοκου γιου του Πιέρρου αποδείχθηκαν αρκούντως ανθεκτικοί για να σηκώσουν τη βαριά κληρονομιά του ονόματος. Ο Πέτρος, με τη συμπαράσταση των πέντε αδελφών του, θα έπαιζε κομβικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821: Πέραν του αναμφισβήτητων ηγετικού του χαρακτηριστικών, το πακέτο του διέθετε και άλλες, σημαντικές αρετές: Οξυδερκής, ευέλικτος, ισορροπιστής, ξεχώρισε γρήγορα ανάμεσα στους υπόλοιπους προύχοντες της Πελοποννήσου κερδίζοντας το σεβασμό τους. Έφτασε να αλληλογραφεί με τον Ναπολέοντα, καλώντας τον να απελευθερώσει την Ελλάδα, αμέσως μετά την κατάκτηση της Βενετίας. Εκείνος του αντιπρότεινε να συναντηθεί με τον Γάλλο στρατηγό Ντανζελότ, διοικητή της Κέρκυρας, και να συζητήσουν για την εκστρατεία του στην Αίγυπτο. Μπορεί να ανέλυε σωστά τις καταστάσεις, αλλά οι εξελίξεις τον είχαν προλάβει…
Οι Γάλλοι εγκατέλειπαν τα Επτάνησα όταν εκείνος πατούσε στην Κέρκυρα και έτσι, διέφυγε στο Δυρράχιο και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο βρέθηκε μπροστά σε μια εκρηκτική κατάσταση: Οι άρχοντες της Πελοποννήσου είχαν στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου και όλοι μαζί εναντίον του! Οι αντιμαχόμενοι κατονόμασαν στους αξιωματούχους του Σουλτάνου τον Πέτρο Μαυρομιχάλη ως υπεύθυνο για τις αναταραχές. Ο Σουλτάνος, που δεν άφηνε τίποτε στην τύχη μετά τα Ορλωφικά, έστειλε τον Βαλή των νησιών του Αιγαίου, Σιουκούρ Μπέη, να διερευνήσει την υπόθεση και να εξετάσει τις ευθύνες του Πέτρου. Όταν τον κάλεσε για ανάκριση στο πλοίο του, η Μάνη ήταν στο πόδι -άλλοι έτριβαν τα χέρια τους, άλλοι σχεδίαζαν το φευγιό τους. Με το τέλος της ανάκρισης τα μηνύματα ήταν μπερδεμένα, αφού ο Πέτρος, όχι απλά δεν ήταν κρεμασμένος σε κάποιο τουρκικό κατάρτι, αλλά κατέβηκε από το πλοίο συνοδευόμενος από τον ίδιο τον Σιουκούρ Μπέη, που τον ακολούθησε ως τον πύργο των Μαυρομιχάληδων.
Κάποιοι λέγανε, μάλιστα, πως ζήτησε να δει τη μητέρα του Πέτρου, της φίλησε το χέρι και γύρισε πίσω στο πλοίο, για να επιστρέψει δύο χρόνια αργότερα για τις ανακοινώσεις: Ήταν 1816 όταν ανακοίνωνε πως ο Πέτρος Μαυρομιχάλης θα είναι στο εξής Μπέης της Μάνης, «Ο Πετρόμπεης». Τότε μόνο έγινε γνωστό πως ο Σιουκούρ Πασάς, ο Νομάρχης του Αιγαίου, ήταν ο πρώτος ξάδελφος του Πετρόμπεη, ο χαμένος γιος του Σκυλογιάννη που τον άρπαξαν οι Οθωμανοί και τον μεγάλωσαν ως δικό τους -δικαιώνοντας τα γονίδια αιώνων!
Παντοδύναμος πλέον ο Πετρόμπεης, παραδίδει μαθήματα φωτισμένης ηγεσίας επιβάλλοντας το τέλος των βεντετών ανάμεσα στις μανιάτικες οικογένειες και «καθαρίζοντας» τα πειρατικά πλοία που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Οι προεργασίες της Επανάστασης τον βρίσκουν «μουδιασμένο», αλλά πρόθυμο να δωρίσει 1.000 γρόσια για τους σκοπούς της. Το «μούδιασμα» οφειλόταν στο στραπάτσο-μάθημα των Ορλωφικών, το οποίο είχε στερήσει σπουδαίους άντρες από την οικογένεια. Ο Πετρόμπεης θέλησε να εξακριβώσει ποιοι σημαντικοί ηγέτες θα υποστήριζαν την κίνηση και κυρίως, αν η Ρωσία θα βρισκόταν έμπρακτα στο πλευρό των Ελλήνων. Οι επιστολές του Πατριάρχη Γρηγορίου και του Υψηλάντη τον έπεισαν. Είχε στείλει και στον Καποδίστρια, αλλά ο αγγελιοφόρος του σκοτώθηκε. Χρόνια αργότερα θα μάθαινε πως ο τότε υπουργός Εξωτερικών της πανίσχυρης Ρωσίας τον πληροφορούσε πως ο Τσάρος θα συντασσόταν με την Ιερή Συμμαχία για αυτό και τον παρότρυνε να μην προχωρήσει ανάλογα σχέδια.
Κόντρα στην παρότρυνση του τότε υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, τα σχέδια προχώρησαν, η Επανάσταση πραγματοποιήθηκε, μόνο που οι Έλληνες απέκτησαν και έναν δεύτερο εχθρό πέραν των Οθωμανών: Τον κακό τους εαυτό, ο οποίος αποδεικνύεται ισχυρότερος όλων των εχθρών που έχουν αντιμετωπίσει έως τώρα.
Μέσα στο σκοτάδι, ένας θείος και ένας ανιψιός, από υψηλή γενιά, μοιράζονται τις ίδιες ιστορίες που άκουγαν από παιδιά, αδυνατώντας να ξεφύγουν από τις επιλογές τους ή τη μοίρα τους, την οποία εκείνοι έπλεξαν. Ακόμη και όταν ο Τζανής Μαυρομιχάλης, ο αδελφός του Πετρόμπεη, ξεσήκωνε τα πλήθη εναντίον του Κυβερνήτη στην Πελοπόννησο, κανείς δεν πίστευε πως το ζήτημα θα έφτανε τόσο μακριά. Ξεχείλωσε γιατί οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, από υψηλή γενιά και άρα εγωισμό, δεν συναντήθηκαν ποτέ στη μέση, τραβώντας προς τα αντίθετα άκρα: Ο Κυβερνήτης διέταξε τον Πετρόμπεη να παραμείνει στο Ναύπλιο, με σκοπό να ελέγχει τις κινήσεις του. Εκείνος τον παράκουσε και πήγε στη Μάνη, με τη δικαιολογία πως ήθελε να ηρεμήσει τους στασιαστές. Πώς να κάνει πίσω ένας Μαυρομιχάλης, με το εντυπωσιακό ιστορικό θυσιών προγόνων του για τον αγώνα. Η λέξη «συμβιβασμός» ίσως και να μην υπήρχε στα Μανιάτικα της εποχής, ίσως η λέξη «ατίμωση» κάλυπτε όλα τις υπόλοιπες έννοιες αντώνυμο του «ξεκαθάρισμα λογαριασμών».
Κυβερνείο 24:00
Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του, σε εκείνο το λιτό δωμάτιο που θύμιζε φοιτητική κάμαρα, με τις εικόνες των στρογγυλοπρόσωπων αγίων να δεσπόζουν πάνω από το κεφάλι του. Η ακινησία του δεν διαρκούσε πάνω από δύο στιγμές, αρνούμενο το κορμί να αποδεχτεί όσο το μυαλό φαινόταν να προσπερνά: «Άξιζε να παρατήσω όσα πέτυχα για να καταλήξω εδώ;» αναρωτιόταν στριφογυρνώντας άγαρμπα. «Όσα πέτυχα επιτεύχθηκαν από την προσήλωσή μου να φτάσω εδώ που είμαι σήμερα» απαντούσε συνειδητά το μυαλό, προσπαθώντας να καθησυχάσει το απελπισμένο του κορμί. Μα το κορμί του θυμόταν… Θυμόταν να περπατά ανάμεσα σε ρακένδυτους Έλληνες που τον υποδεχόταν σαν λυτρωτή, μόνο που δεν κρατούσαν βάγια, ούτε κραύγαζαν «Ωσαννά».
«Ούτε ο Ιησούς νίκησε την ελίτ» σκέφτηκε βλάσφημα, αλλά έσπευσε να επαναφέρει τον εαυτό του στην τάξη.
«Βέβαια, αυτό ήταν το σχέδιο» μονολόγησε, ίσως πιο δυνατά από ό, τι υπολόγιζε.
«Η θυσία σοκάρει και αφυπνίζει» συμπέρανε πρόχειρα.
«Η θυσία σοκάρει και αφυπνίζει»
Η αλληλουχία συμπερασμάτων τον τάραξε τόσο, που δεν κατάλαβε πως βρέθηκε με τον κορμό οριζοντιωμένο και τις πατούσες καρφωμένες στο πάτωμα. Μια μίνι απαρίθμηση των κατορθωμάτων του φάνταζε ως το πιο συνηθισμένο αντίδοτο σε μια ακόμη μεταμεσονύκτια αναστάτωσή του.
«Παρέλαβα μια αυτόνομη περιοχή και την έφτιαξα κράτος και μέσα σε ένα χρόνο αύξησα την έκτασή του. Παρέλαβα μια αγέλη συμμοριών και δημιούργησα τακτικό στρατό. Εξαφάνισα την πειρατεία. Φτιάχνω σχολεία, Αγροτική σχολή. Συγγράφω νόμους και οργανώνω δικαστήρια». Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο κοφτή, προσπαθώντας να μην ξεχάσει κάποιο από το επίτευγμα που είχε στη νοητή λίστα του.
«Θα δώσω γη στους απλούς αγρότες. Δώστε μου λίγο χρόνο» μονολόγησε πνιχτά, σαν να έδινε πρόωρο τέλος σ’ αυτήν την προσευχή που έμοιαζε βγαλμένη από κάποιο κήπο της Γεσθημανής. Σφίγγοντας τα κλειστά μάτια του, έτσι που οι ρυτίδες του απλώθηκαν μεγαλόπρεπα κατά μήκος του πρόσωπού του, σηκώθηκε και βημάτισε νευρικά, από το παράθυρο μέχρι την πόρτα και πίσω. Τράβηξε την κουρτίνα και ατενίζοντας το σκοτάδι θυμήθηκε τον υπηρέτη του, τον Νικολέτο, που προσπάθησε να τον δολοφονήσει βάζοντας φαρμάκι στον καφέ. Στα αυτιά του ηχούσε ακόμη η φωνή του -τόσο άγρια και επιτακτική που του έκανε εντύπωση, όταν τον παρακινούσε να πιεί αμέσως τον καφέ που εκείνος του είχε φτιάξει. Αν δεν ήταν τόσο παρατηρητικός, δεν θα εντόπιζε την παγίδα… Όταν, όμως, ο υπηρέτης του ομολόγησε πως εισέπραξε 25.000 γρόσια από έναν ρακένδυτο για να τον δολοφονήσει δεν έμοιαζε έκπληκτος.
Του χάρισε τη ζωή και τα χρήματα, όχι γιατί ήταν θύμα, αλλά γιατί αυτό θα έπραττε κάθε γενναιόδωρος ηγέτης. Από την άλλη, αν ένας Κυβερνήτης δεν μπορεί να διαλέξει τον σωστό υπηρέτη, πώς θα επιλέξει εκείνους που θα κυβερνούν στο πλευρό του; Το πλήγμα στη δημόσια εικόνα του θα ήταν βαρύ.
Η βεβαιότητα πως είχε ξεμπερδέψει με όλες αυτές τις απειλές εναντίον της ζωής του διήρκεσε μόνο κάποιες εβδομάδες, μέχρι να λάβει την προειδοποιητική επιστολή της Μαυρογένους, που τον πληροφορούσε για μια νέα απόπειρα. Η μόνη απόφαση που πήρε διαβάζοντας το γράμμα της ήταν να το κάψει, μην και αρχειοθετηθεί και κατηγορήσουν τους συμπολίτες του ως «αγροίκους» οι επερχόμενες γενιές.
Γνώριζε πως πίσω από τους εχθρούς του, τον Μαυροκορδάτο, τον Κουντουριώτη, των Μαυρομιχαλαίων απλώνονταν σκιές αγγλικές και γαλλικές. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε το τιμόνι της αυτόνομης Πελοποννήσου που περιλάμβανε και κάποια νησιά, του τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Θεωρώντας τον άνθρωπο του Τσάρου, επιχείρησαν μια «δολοφονία χαρακτήρα», με συστηματική υπονόμευση εκ των έσω, τοποθετώντας απέναντί του κάποιους από τους ήρωες της Επανάστασης. Δεν υπήρξε στιγμή που να σκεφτόταν τη χειραγώγησή τους από τις ξένες δυνάμεις και να μην εξοργιζόταν.
Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το πρωινό, όμως, είχαν ξεπεράσει κάθε όριο ανοχής και, από ό, τι φαίνεται, αντοχής! Η ενστικτώδης πρόθεση να δει τον Πετρόμπεη πρόσωπο με πρόσωπο, ήρθε να ενισχυθεί από την έκκληση της μητέρας του, της γριάς Μαυρομιχάλαινας, και του αδελφού του, Γιάννη. Ήταν και ο Ρίκορντ, ο Ρώσος ναύαρχος τον οποίο και εμπιστευόταν, που τον παρακινούσε να κάνει κινήσεις απεμπλοκής από το διαφαινόμενο αδιέξοδο.
Το, αραγμένο στο Μπούρτζι, καράβι του Ρώσου ναυάρχου ήταν μια ασφαλής επιλογή για τη συνάντηση. Ευδιάθετος και πεπεισμένος πως η λεπίδα των Μαυρομιχαλαίων δεν περιστρέφεται γύρω από το λαιμό του, άνοιξε την ευρωπαϊκή αλληλογραφία που μόλις είχε φτάσει μαζί με τον ευρωπαϊκό τύπο. Ήταν περίπου στις 11.30 όταν το βλέμμα του στάθηκε σε ένα άρθρο για την Ελλάδα, στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος του Λονδίνου» και έκπληκτος διάβαζε τον δημοσιογράφο να υπογραμμίζει το τυραννικό στιλ διακυβέρνησης και τον εκδικητικό διωγμό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο φημισμένος ηγέτης, ο πειθαρχημένος διαπραγματευτής με τις υπολογισμένες κινήσεις είχε βυθιστεί σε μια λάβα οργής και αναμνήσεων.
Βγήκε έξω από το δωμάτιο, κατέβηκε με φόρα τις σκάλες και άρχισε να περπατά χωρίς προορισμό, εξοργισμένος από τον ποταπό τρόπο που τον αντιμετώπιζαν οι εχθροί του. Η «δολοφονία χαρακτήρα» που επιχειρούσαν είχε πάρει τώρα διεθνείς διαστάσεις. Γνώριζε άριστα πως στην επόμενη συνάντηση που θα έχει με τους Άγγλους αξιωματούχους εκείνοι θα του έθεταν θέματα δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε κάθε δικό του αίτημα. Πλέον του ήταν ξεκάθαρο: Είχε ζυγίσει την κατάσταση εντελώς λάθος, υποτιμώντας τη θέληση των Άγγλων και των Γάλλων να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους στην ανατολική Μεσόγειο, πετώντας τον εκτός παιχνιδιού. Πώς να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός πως ο «αρχιτέκτονας» της γέννησης του Ελβετικού κράτους και συντάκτης του Συντάγματός του, ήταν «ένας τύραννος για τους Έλληνες», σύμφωνα με τους Άγγλους.
Έπειτα από μια ώρα ανάλυσης, ανέβαινε και πάλι τα σκαλοπάτια του Κυβερνείου, έχοντας κατασταλάξει στις επόμενες κινήσεις του. Οι άνθρωποί του τον πληροφόρησαν πως ο ναύαρχος Ρίκορντ τον περίμενε στο γραφείο του. Σε μια από τις λιγοστές στιγμές που θέλησε να μοιραστεί τα συναισθήματά του με κάποιον άλλον, ο Κυβερνήτης έδειξε τον εκνευρισμό του, το δημοσίευμα και μια πτυχή του καλά κρυμμένη αναδύθηκε σαν λάβα, αποτέλεσμα της πίεσης.
«Δεν πρόκειται να τον δω» του ξεκαθάρισε. «Είμαι υποχρεωμένος να προστατεύσω την αξιοπρέπειά μου ως το τέλος» υποστήριξε. Όταν φώναζε «δεν πρόκειται να δεχθώ τον Μαυρομιχάλη» αντιλαμβανόταν πως δεν ήθελε να εκστομίσει κάτι τέτοιο, πως δεν έπρεπε να συνεχίσει να μιλά, αφού το θυμικό είχε πάρει τα ηνία της λογικής. Ο Ρίκορντ δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτε παραπάνω. Αν και ναύαρχος, άφησε το βυθιζόμενο πλοίο πριν συναντήσει τον πάτο της θάλασσας.
Καθώς ο Κυβερνήτης ανακαλούσε τα γεγονότα της ημέρας έβλεπε ξεκάθαρα πως, είτε διατηρούσε την ψυχραιμία του, είτε όχι, τίποτε δεν θα μπορούσε να αλλάξει. Ακόμη και σε απόλυτη νηφαλιότητα, βρισκόταν καθηλωμένος από τις αποφάσεις που τον έφτασαν ως εδώ.
Ξάπλωσε και πάλι, αλλά δεν έκλεισε τα μάτια. Ίσως να περίμενε την ιδέα εκείνη που θα τον τραβούσε μακριά από το πηχτό σκοτάδι που τον περιστοίχιζε. Ίσως και να μην περίμενε τίποτε πλέον, πέρα από την ανατολή του ήλιου…
Οικία Μαυρομιχάληδων, 04:30
Χρειάστηκαν κάποια γαβγίσματα σκύλων κάτω από το παράθυρο για να μισανοίξουν τα μάτια τους και να ανασκουμπωθούν. Είχαν συνηθίσει να κοιμούνται εκεί που κάθονται, εξασκημένοι από τις ενέδρες που έστηναν στους εχθρούς τους, Τούρκους, αλλά και κάποιους Έλληνες. Αφού έτριψαν μάτια και πρόσωπο, έτσι που να ξαναγίνουν αναγνωρίσιμα, ο θείος, που έμοιαζε προβληματισμένος έθεσε το θέμα της συζήτησης.
«Ανιψιέ, σε λίγη ώρα θα κινήσω. Θέλω να κάτσεις εδώ και να κρυφτείς. Αν πάει κάτι στραβά, να σκοτώσουν εμένα και τον πατέρα σου, να έχει η οικογένεια και η γενιά αρχηγό άξιο», του είπε με αυτοπεποίθηση που έμοιαζε απαύγασμα εμπειρίας. Η ενστικτώδης γκριμάτσα απογοήτευσης του ανιψιού, από την άλλη, επιβεβαίωνε το χάσμα των γενεών.
«Όχι, θα γίνει όπως τα υπολογίσαμε. Εγώ και εσύ μπροστά, λίγο πιο πέρα οι φρουροί μας. Με έναν κουλό σωματοφύλακα κυκλοφορεί, τι μπορεί να πάει στραβά;» αναρωτήθηκε, σίγουρος για την επιχειρησιακή τους δεινότητα.
Ο θείος μετά το αρχικό «Όχι» άκουσε τα λόγια του ανιψιού του με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι στραμμένο αλλού. Δεν ήταν σίγουρο πως ήξερε κάτι παραπάνω, ούτε πως το ένστικτό του φώναζε τα αντίθετα από όσα άκουγε να ψιθυρίζει ο Γιώργης.
«Δεν έχουν βρεθεί ακόμη τα λόγια που θα κάνουν τους νέους να ακούσουν τους μπαρμπάδες τους» ήταν η πικρή διαπίστωση που θέλησε να μοιραστεί μαζί του. Εκείνος τον γράπωσε από το μπράτσο, ίσως για να θυμάται κάθε φορά που τον πιάνει κανείς από το μπράτσο, αυτά τα λόγια.
«Μαζί θα στεφανωθούμε θείε» του είπε ενθουσιασμένος, «σαν τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα που σκότωσαν τον τύραννο. Οι δημοκράτες θα μας κάνουν αγάλματα, το όνομά μας θα μείνει στους αιώνες γιατί φέραμε πίσω στην Ελλάδα τη δημοκρατία, θα έχουμε Σύνταγμα, νόμους… Το έγραψε και ο Σούτσος, έτσι θα γίνει» απεφάνθη, σαν να τα διάβαζε από ένα χαρτί στο οποίο είχε υπογράψει.
Ο θείος απέστρεψε το βλέμμα από το σκοτάδι και έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ανιψιό του.
«Φοβάμαι πως στο τέλος δεν θα ζουν ούτε εκείνοι, μήτε εμείς», είπε με το βλέμμα κενό. Τόσο αίμα, στο τέλος θα πνιγούμε από αυτό». Όσο η παύση διαρκεί, τόσο δεσπόζει η αντήχηση. Η σιωπή φέρνει μαζί της τη σκέψη και έπειτα έρχονται οι λέξεις… Αυτές είναι που οδηγούν στις πράξεις, όταν πλέον στερεύουν.
Σηκώθηκε πρώτος ο θείος και πήγε στη λεκάνη που ήταν ακουμπισμένη στο μικρό μπαούλο, στη γωνία. Σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος ή σαν χειρουργός που θα αφαιρέσει κάτι κακοήθες, έβρεξε τα χέρια του συναισθανόμενος τη σοβαρότητα του τολμήματος, αλλά αγνοώντας το μέγεθος των συνεπειών του.
«Σκέφτομαι τι θα λένε για εμάς στην Ευρώπη. Οι ήρωες της Δημοκρατίας και του Συντάγματος» είπε με στόμφο ο Γιώργης, με τα μάτια μισάνοιχτα λες και τη στιγμή εκείνη έβλεπε να σχηματίζονται οι διθυραμβικοί τίτλοι των εφημερίδων.
«Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι… Μας βοηθούν να διώξουμε τον τύραννο. Από αυτούς θα στεφανωθούμε!» συνέχισε ονειρευόμενος κλαδιά ελιάς γύρω από το κεφάλι του και υπουργικούς θώκους να περικλείουν το κορμί του.
«Αν η δόξα είναι ξένη, πώς θα την αναγνωρίσει ο λαός» αναρωτήθηκε ψελλίζοντας ο θείος, άναψε ένα ακόμη κερί, έβγαλε το μαχαίρι από το θηκάρι που ήταν δεξιά του διπλωμένου γιλέκου του και άρχισε να το ακονίζει σιωπηλός.
«Πού να ‘ξερε ο δόλιος που το φτιάχνε ποιου το κορμί θα κάρφωνε», μονολόγησε σιωπηλός.
Κυβερνείο 05.00
«Κύριε Κυβερνήτα… Κύριε Κυβερνήτα». Άκουσε στο σκοτάδι να τον καλούν και όταν τινάχτηκε ανοίγοντας διάπλατα τα μεγάλα, μαύρα μάτια του είδε τον μονόχειρα υπηρέτη του να τραβάει τις κουρτίνες. Ένιωθε ένα κάψιμο στα μάτια, αλλά θα ήταν πολυτέλεια να παραπονεθεί για αυτό. Δεν είχε καταλάβει σε ποια ακριβώς στιγμή κοιμήθηκε, χαμένος στον κυκεώνα του σκοταδιού και των ενοχλητικών σκέψεων. Δεν είχε χορτάσει ύπνο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, παρά μόνο κριτική και αρνητισμό. Δεν είχε αντιληφθεί πόσο τον κατέβαλλε καθημερινά, είχε συνειδητοποιήσει τον κλονισμό του μόνο πολύ αργά, τις τρεις τελευταίες ημέρες.
«Θα πάτε τελικά στην εκκλησία;» ρώτησε ο υπασπιστής του.
«Γιατί να μην πάω;» αναρωτήθηκε με προσποιητή φυσικότητα.
«Μα ο αδελφός σας τσίριζε χθες» ξεκίνησε να απαντά ο Κοζώνης, αλλά ο Κυβερνήτης επέλεξε να υποκριθεί τον αδιάφορο.
«Δεν έχει καμιά σημασία» απάντησε βαριεστημένα, δίνοντας ένα πρόωρο τέλος σε ένα θέμα που πλέον είχε εξαντληθεί -και τον είχε εξαντλήσει.
«Βγάλε μου την καλή μου ρεντιγκότα, τη μπλε» του είπε απρόθυμα, καθώς έριχνε νερό στο πρόσωπό του.
«Δεν είναι καμιά γιορτή σήμερα», απάντησε αδιάφορα, σχεδόν με αυθάδεια ο Κρητικός.
«Θα είναι» απάντησε με αυτοπεποίθηση που θύμιζε τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας.
Χωρίς περαιτέρω ερωτήσεις και σχόλια ο Κοζώνης πήρε την πρωτοβουλία να βγάλει από τη ντουλάπα το λευκό παντέλονι και το λευκό πουκάμισο, μαζί με τη ρεντιγκότα που παρήγγειλε ο κύριος του, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη ενόσω εκείνος καθάριζε το κορμί του με ένα σφουγγάρι πάνω από ένα κουβά νερό. Ο βοηθός-φρουρός εξαφανίστηκε τη στιγμή που άφησε τα ρούχα απλωμένα στο κρεβάτι και ο Κυβερνήτης, με σχολαστική επιμέλεια άρχισε να ντύνεται.
Βγήκε από την κρεβατοκάμαρα περπατώντας με βιαστικά βήματα και κάθισε «διψασμένος» στο γραφείο για να ολοκληρώσει το γράμμα του. Διάβασε διαγώνια όσα είχε γράψει και θέλησε να προσθέσει μια ακόμη παράγραφο.
«Όλοι προσπαθούν να με αποτρέψουν από τις δημόσιες εμφανίσεις. Ο γιος και ο αδελφός του Μαυρομιχάλη αγόρασαν χθες έξι μπιστόλες. Ο Βιάρος δεν θέλει να πάω στην εκκλησία σήμερα. Είμαι έτοιμος να ζήσω, είμαι έτοιμος και να σκοτωθώ. Θέλω να πιστεύω πως αυτό είναι μία κατάκτηση μόνο των ενάρετων. Όταν γνωρίζεις πως το δίκαιο είναι με το μέρος σου, με τι καρδιά οπισθοχωρείς και πώς να την εμπιστευτείς ξανά; Δεν ξέρω αν θέλω να είναι αυτό το τελευταίο γράμμα που θα λάβεις από εμένα, για αυτό και δεν θέλω να σε κουράσω με κοινοτοπίες.
Είμαι σίγουρος πως δεν έχασες ποτέ τη βεβαιότητα για τη βαθιά αγάπη μου προς εσένα. Η ύπαρξή σου με έκανε καλύτερο -από φόβο μην ντροπιάσω όλα αυτά που αισθάνεσαι για εμένα. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο σίγουρο μού φαντάζει πως μόνο αν φύγω θα σε βρω. Και τότε, εκεί, κανείς δεν θα μπορεί να μας κρατάει μακριά».
Έγραφε χωρίς παύσεις ή σκέψεις, συναισθήματα ή επιδίωξη. Ήταν όσο αποστειρωμένος χρειαζόταν για να αποτυπώσει την πιο βαθιά πραγματικότητα που βίωνε. Δίπλωνε το γράμμα όταν ο Κοζώνης μπήκε στο γραφείο, όσο διακριτικά μπορεί να μπει ένας Κρητικός πολεμιστής.
«Να το δώσω να το ταχυδρομήσουν;» ρώτησε αδιάκριτα.
Ο Κυβερνήτης χωρίς να τον κοιτάξει, το ξεδίπλωσε άλλη μια φορά, ακολούθησε τις γραμμές δεξιά – αριστερά και απάντησε διστακτικά:
«Όχι» είπε κοφτά, «μοιάζει πολύ απεγνωσμένο, άκομψο, ανέμπνευστο, πρωτόλειο», συμπλήρωσε πιο συγκαταβατικά.
Η απορία στο βλέμμα του Κοζώνη έφυγε μόνο όταν ο Κυβερνήτης τον ρώτησε αν έχει ακούσει την καμπάνα, αλλά την απάντησή του πρόλαβε η ίδια η καμπάνα που ηχούσε ρυθμικά καλώντας τους πιστούς να επικυρώσουν την πίστη τους τόσο διεκπεραιωτικά.
«Αυτή η καμπάνα είναι για μένα» είπε χαμογελώντας πικρά. «Πάμε».
«Αυτή η καμπάνα είναι για μένα» είπε χαμογελώντας πικρά. «Πάμε».
Οικία Μαυρομιχάληδων, 05.30
«Ξυπνήστε! Ήρθε η ώρα να δείξετε την παλικαριά σας» φώναξε ο Γιώργης στους δύο φρουρούς που είχαν καταφύγει στον ύπνο μήπως και αποφύγουν την Κυριακή που θα ξημέρωνε ιστορική. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που γράφει ιστορία δεν έχει συναίσθηση για το διακύβευμα των στιγμών και των πράξεων. Εκείνοι που έχουν, είναι συνήθως στη λάθος πλευρά της. Οι δύο φρουροί, ο Ανδρέας Καραγιάννης και ο Γιάννης Καραγιάννης, που ήταν τοποθετημένοι από την κυβέρνηση να φρουρούν τους Μαυρομιχαλαίους και να αναφέρουν τις κινήσεις τους εξαγοράστηκαν και έγιναν όργανα της αντιπολίτευσης. Και τώρα, γλιστρούσαν προσεκτικά ανάμεσα στα αγουροξυπνημένα σοκάκια της πόλης, ακολουθώντας τις πατημασιές των νέων αφεντικών τους.
Ο θείος πήγαινε μπροστά, κάθε δύο κοφτά βήματα ακολουθούσε ένα αργό, σαν να χόρευε τον πρώτο χορό κάποιας μυσταγωγικής ιεροτελεστίας και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι τρεις. Το σκοτάδι έπεφτε στις στέγες και τους κήπους των σπιτιών, καθώς ο ουρανός έπιανε δουλειά, μαζί με τους προκομμένους αγωγιάτες. Ο θείος γύρισε και έκανε νόημα στους δύο φρουρούς να κρατήσουν κι άλλη απόσταση, την ώρα που άλλες δύο σκιές φαινόταν να περπατάνε πίσω από τους πολιτοφύλακες. Η γεμάτη υγρασία ατμόσφαιρα γέμισε με ψιθύρους, με απαρχή το σημείο όπου περπατούσαν θείος και ανιψιός.
«Ήρθαν και οι δύο δικοί μας».
«Είναι πίσω από τους φρουρούς;»
«Ναι! Αν κάνουν καμιά στραβή, θα τους φάνε».
«Πάμε στη στροφή για τον Άγιο Σπυρίδωνα».
Ο ανιψιός χαμήλωσε το μέτωπο ανεπαίσθητα συμφωνώντας.
«Θείε, προχώρα κανονικά, βόλτα κάνουμε» του είπε με φυσικότητα.
Χωρισμένοι σε δυάδες πλέον, πιο πολύ έμοιαζαν με περιηγητές παρά με άντρες σε αποστολή.
Τα κεφάλια τους γυρνούσαν ενστικτωδώς προς τα παράθυρα των οποίων οι κουρτίνες τραβιόντουσαν βίαια και αποκάλυπταν το εσωτερικό τους. Προσπαθούσαν να αποφύγουν κάθε οπτική επαφή με τους ιδιοκτήτες των παραθύρων, να κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους, αλλά δεν τους ήταν και εύκολο. Ο Γιώργης γύρισε το κεφάλι προς το σημείο όπου λίγους μήνες πριν είχε γίνει μια διαδήλωση από βετεράνους του πολέμου, οι οποίοι ζητούσαν Σύνταγμα και τη γη που τους είχαν υποσχεθεί. Εκείνη την ώρα έτυχε να περνάει από το σημείο ο Κυβερνήτης, ο οποίος είδε έναν ταλαιπωρημένο, αποστεωμένο γέρο, που φορούσε κουρέλια στην πρώτη γραμμή της συγκέντρωσης. Ο κυβερνήτης, με τα καθαρά του ρούχα και τον αλαζονικό βηματισμό περπάτησε περνώντας μπροστά από τη γραμμή των φρουρών, ώσπου έφτασε μπροστά στον γέρο. Οι φωνές σιώπησαν, η σιωπή απλώθηκε μπροστά από το σοκάκι.
«Θέλεις κι εσύ Σύνταγμα παππού;» τον ρώτησε σαρκαστικά.
«Θέλω». του απάντησε σοβαρά εκείνος, αψηφώντας ή μη συναισθανόμενος τον εμπαιγμό.
«Και γιατί θέλεις Σύνταγμα;» ρώτησε ξανά, με το ίδιο ύφος και τόνο ο Κυβερνήτης.
«Για να έχουμε γραφτώς τι θέλεις εσύ από μένα και τι εγώ από σένα», του αποκρίθηκε ο γεράκος, απάντηση που έκανε τον Κυβερνήτη να χάσει το χαμόγελο και το σαρκασμό, να γυρίσει την πλάτη και να απομακρυνθεί.
Η εικόνα αυτή λειτούργησε εμψυχωτικά για τον Γιώργο, όχι πως είχε χάσει την πίστη του στο σκοπό της δολοφονίας. Λοξοκοιτούσε που και που δεξιά του, τον ώμο του θείου του, που έμοιαζε σαν να ανασαίνει αυτόνομα και κυνικά, έτοιμος να διασταυρωθεί με εκείνον του Κυβερνήτη. Προσπαθούσε να αποτυπώνει κάθε στιγμή της διαδρομής, για να μπορεί να τη διηγείται με κάθε λεπτομέρεια στα παιδιά και στα εγγόνια του. Κάθε βήμα ήταν και ένα σκαλοπάτι προς την εξύψωσή του στα μάτια του λαού. Υπολόγιζε πως του έμεναν 200 σκαλοπάτια όταν ο θείος του γύρισε το κεφάλι του.
«Μην σκέφτεσαι κανέναν! Μόνο τον πατέρα σου με τα χέρια ψηλά, γεμάτα αλυσίδες» του είπε σχεδόν ψιθυριστά.
«Σήμερα, ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει» είπε ανάμεσα σε ψιθύρους και μουγκρητά.
«Μην οργίζεσαι. Κράτα το μυαλό σου καθαρό» του είπε καθησυχαστικά. «Θυμάσαι το σχέδιο;» τον ρώτησε ήρεμος.
«Εσύ την πιστόλα, εγώ το μαχαίρι. Εσύ από αριστερά, δεξιά εγώ. Θα τον περιμένουμε στη μέση της απόστασης ανάμεσα στο Κυβερνείο και την εκκλησία. Θα πρέπει να είμαστε κοντά του, δεν μας παίρνει να αστοχήσουμε. Εμείς ριχνόμαστε σε εκείνον και οι φρουροί μας σημαδεύουν τον Κρητικό. Θα φύγουμε από διαφορετικούς δρόμους, για να μοιραστούν όσοι μας κυνηγήσουν. Θα συναντηθούμε στο σπίτι του Ζεράρ και μετά θα πάμε στη Γαλλική πρεσβεία να ζητήσουμε άσυλο». Ο Γιώργης ανέλυσε όλο το σχέδιο μέσα σε μια ανάσα. Δεν υπήρχε κανένα σημείο θολό, είχαν εξετάσει κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια που θα μπορούσε να αποτρέψει τη δολοφονία του Κυβερνήτη.
Ο Γιώργης έβλεπε τον θείο του μειλίχιο, αλλά δεν ανησυχούσε, το μετέφραζε ως μέρος της προετοιμασίας του για αυτήν τη σημαντική επιχείρηση. Αντίθετα από τον θείο του, εκείνος ανυπομονούσε να τελειώνει με το ζήτημα. Τόσα βράδια, λίγο πριν κοιμηθεί, σχεδίαζε αυθαίρετα την αποθεωτική υποδοχή που θα του επεφύλασσαν οι συμπατριώτες του… Ο αποκαμωμένος πατέρας του θα τον έχριζε διάδοχο και η Διαμαντούλα, η τραγουδισμένη για την ομορφιά της σύζυγός του, θα του χάριζε τον δικό του διάδοχο. Απείχε μόλις μισή ώρα πριν από τη νέα του ζωή, αυτή για την οποία προοριζόταν από τότε που ο πατέρας του τον έστειλε όμηρο στον Σουλτάνο, για να γίνει Μπέης της Μάνης. Η ώρα της ανταμοιβής θα σήμαινε σε 30 λεπτά και θα έκανε ό, τι απαιτούνταν ακόμη και για να τη φέρει ένα λεπτό συντομότερα.
Κυβερνείο, 06.00
Η μπλε ρεντιγκότα πρόσθετε κάποιους πόντους στον μετρίου αναστήματος Κυβερνήτη και μια ένδειξη υψηλής καταγωγής -που δικαιωματικά διέθετε, ενώ οι δύο σειρές ασημένιων κουμπιών προσέδιδαν κύρος και φανέρωναν την τόλμη που κρυβόταν κάτω από το σακάκι και το κορμί. Το μπλε σκούρο ψηλό καπέλο, φανέρωνε τη διαφορά του από όλους τους συμπολίτες του. Όλα αυτά τις συνηθισμένες ημέρες, αλλά όχι τη συγκεκριμένη. Εκείνοι που τον γνώριζαν θα αναρωτιόντουσαν πού χάθηκε το αγέρωχο βλέμμα του, τι συνέβη στο πηγούνι του και σχεδόν εφάπτεται στον λαιμό του. Εκείνοι που δεν θα τον αναγνώριζαν καν, θα σκέφτονταν «ποιο είναι αυτό το ανδρείκελο και πώς βρέθηκαν στην κατοχή του αυτά τα πανάκριβα ρούχα που τον εξέθεταν;»
Πήγαινε μπροστά, με ρυθμό σταθερό και κάθε βήμα θαυμαστά ισομήκες με το προηγούμενο. Ο Κοζώνης και ο Λεωνίδης, στρατιώτης από την Τρίπολη, οι οποίοι ακολουθούσαν λίγα μέτρα πιο πίσω δεν φαίνονταν έκπληκτοι από τη μελαγχολία του Κυβερνήτη, που εναλλασσόταν σταθερά με την οργή τις δύο τελευταίες ημέρες. Ο μπλαβί ουρανός που τους υποδέχτηκε καθώς εξέρχονταν της κεντρικής καμάρας που δέσποζε στο κέντρο του τριώροφου κτίσματος που ονομάστηκε «Κυβερνείο», αποτύπωνε την ακριβή συναισθηματική και πνευματική κατάσταση του αρχηγού του Κράτους.
Ο σημερινός εκκλησιασμός στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα σήμαινε και κάτι παραπάνω για εκείνον, πέρα από την τυπική εκπλήρωση των θρησκευτικών του καθηκόντων: Ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι ο πολιούχος Άγιος της πατρίδας του, της Κέρκυρας, εκεί όπου στα 17 του κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του, όταν το άλογό του αφηνίασε και το πόδι του πιάστηκε στον αναβατήρα.Για πολλά μέτρα το άλογο έσερνε τον αναβάτη του και τότε ένας ιερομόναχος διαισθάνθηκε πως κάτι φοβερό συμβαίνει και βγαίνοντας από τη Ιερή Μονή της Πλατυτέρας παρακολουθεί το φρικτό θέαμα. Το άλογο φέρεται να σταμάτησε μπροστά στον μοναχό, ο οποίος περιέθαλψε τον τραυματισμένο έφηβο. Ίσως αυτήν την αίσθηση να είχε και τώρα: Η αφηνιασμένη χώρα τον έχει πετάξει από τη σέλα και σέρνεται από τις εξελίξεις, αναμένοντας κάποιον να σταματήσει την τρελή αυτή κούρσα. Το μόνο που του απομένει είναι αυτό το θαύμα!
«Κύριε, εγώ δεν είμαι τίποτε παραπάνω από ένας πιστός δούλος σου, έτοιμος να πεθάνω, έτοιμος να ζήσω. Αλλά αυτή τη στιγμή, δεν είμαι σίγουρος για το αν μπορώ να ανταποκριθώ σ’ αυτή τη δοκιμασία! Ζητώ την υπομονή του Ιώβ, την πίστη του Αβραάμ όταν πήγαινε να θυσιάσει τον μονάκριβό του».
Συνομιλούσε με τον Κύριο μουρμουρίζοντας, χτυπώντας μόνο τα χείλη του και μόνο κάποιοι φθόγγοι αντηχούσαν στο κούφιο στόμα του.
«Γεννηθήτω το θέλημά σου…» ξεστόμισε ανακουφισμένος, όταν άκουσε τα γαβγίσματα ενός σκύλου. Γύρισε και έκπληκτος είδε έναν σκύλο να τρέχει προς το μέρος του και ενστικτωδώς προσπάθησε να προστατεύσει τον κορμό του, στρίβοντας το κορμί του. Το σκυλί άρπαξε την άκρη της ρεντιγκότας και άρχισε να την τραβάει, μέχρι να αντιληφθεί τον Κοζώνη και τον Λεωνίδη που έτρεχαν προς τα πάνω του και άρχισε να τρέχει μακριά με τη σειρά του.
«Είστε καλά κύριε Κυβερνήτα;» τον ρώτησε ο λαχανιασμένος Κοζώνης.
«Εγώ καλά είμαι, αντίθετα με τη ρεντιγκότα μου» αποκρίθηκε εκείνος προσπαθώντας να δείχνει ατάραχος. «Μα τι έπαθε;» αναρωτήθηκε.
«Πρώτη φορά θα είδε τέτοιο χρώμα» ήταν η αυθόρμητη, αφελής εξήγηση του Κοζώνη, την οποία καθόλου δεν έλαβε υπόψη ο Κυβερνήτης.
«Πάμε πίσω, πρέπει να αλλάξω» είπε και πήρε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση.
«Τι σημάδι ήταν αυτό;» ψέλλισε με το χαμηλωμένο του πρόσωπο να μοιάζει με ενωμένα κομμάτια μιας θλιμμένης γκριμάτσας, κρατώντας την άκρη της σκισμένης ρεντιγκότας.
Κέντρο Ναυπλίου 06.05
Το δίκτυο των πληροφοριοδοτών τους είχε ενημερώσει πως ο Κυβερνήτης ξεκινάει από την οικία του ακριβώς στις 6, με το που ακουστεί η πρώτη καμπάνα. Ο Καλαμογδάρτης ορκιζόταν το προηγούμενο βράδυ για αυτήν την πληροφορία και μόλις λίγες ώρες αργότερα αποδεικνύεται αφερέγγυος. Έχουν στήσει καρτέρι, οι δύο φρουροί τους είναι κάποια μέτρα πιο πίσω και τα άλλα δύο παλικάρια τους, τα οποία ελέγχουν τους φρουρούς για τυχόν εκπλήξεις, είναι ακόμη πιο πίσω.
«Λες να τον ειδοποίησαν και πάλι;» ρώτησε αγωνιώντας ο Γιώργης, για να εισπράξει μια γκριμάτσα απογοήτευσης και ένα χαμήλωμα του κεφαλιού από τον θείο του.
Είχαν δοκιμάσει τα ίδια πικρά συναισθήματα μόλις μια Κυριακή πριν, όταν και είχαν ενορχηστρώσει άλλη μια επιχείρηση για να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κυβερνήτη, περιμένοντάς τον στην εκκλησία, αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα τους, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση των φρουρών των Μαυρομιχάληδων, έτρεξε προς το μέρος τους και αφού πήρε δύο λαχανιασμένες ανάσες ξεκίνησε την ενημέρωση.
«Ο Ζεράρ και ολόκληρο το γαλλικό τάγμα του είναι στην κεντρική πλατεία».
«Εντάξει, πήγαινε πίσω τώρα» του είπε ο Γιώργης σκεπτικός, ενώ τα δύο τελειώματα της μουστάκας του θείου του ανασηκώθηκαν από τα ευχάριστα νέα.
Το σχέδιο τους είχε μπει σε εφαρμογή. Ο στρατηγός Ζεράρ θα έβγαζε έξω το τάγμα του, για ασκήσεις. Αν χρειαζόταν να προστατευτούν οι δύο Μαυρομιχαλαίοι τους δρόμους θα καθάριζε ο Γάλλος στρατιωτικός.
«Αν οι δικοί μας δεν πετύχουν τον Κοζώνη, κανείς μας δεν θα πάει για εκείνον. Θα τρέξουμε κατευθείαν στο σπίτι του Ζεράρ» είπε ο θείος αποφασισμένος.
«Γιατί αλλάζεις το σχέδιο τώρα;» ρώτησε έκπληκτος ο Γιώργης.
«Γιατί τώρα είμαι σίγουρος για τον Ζεράρ. Δεν πρόκειται να μας αφήσει απ’ έξω. Ο στρατηγός Ζεράρ είναι δικός μας».
Πόνταραν πολλά στους Γάλλους και τους Άγγλους, καθώς οι εδώ εκπρόσωποί τους καθαγίασαν τους σκοπούς της ντόπιας αντιπολίτευσης, να απαλλαγούν για πάντα από τον τύραννο. Μετά το χτύπημα θα έβρισκαν καταφύγιο στου Ζεράρ και στη συνέχεια θα κατέφευγαν στη Γαλλική Πρεσβεία, για να αποφύγουν τις όποιες εκδικητικές τάσεις των φιλο-τυράννων.
«Πόση ώρα έχει που χτύπησε η καμπάνα;» ρωτάει ανήσυχος ο Γιώργης.
«Κάμποση» του αποκρίνεται ο θείος του, στρίβοντας σκεπτικός το μακρύ του μουστάκι.
Ξεφυσάνε ταυτόχρονα, ξεκάθαρο δείγμα της ανυπομονησίας και της συγγένειας τους. Οι περαστικοί πυκνώνουν, κάποιοι μάλιστα τους κοιτάζουν καχύποπτα, έτσι όπως στέκονται στητοί, με τις μακριές, κατάλευκες φουστανέλες τους, που κρατιούνται από τα σφιχτά ζωνάρια στην κοιλιά τους, εκεί όπου ξεκινούν τα χρυσά κεντήματα στα γιλέκα τους, ενώ οι μαύρες, βαριές κάπες τους κρύβουν οτιδήποτε χρήσιμο αξίζει να κρυφτεί από κάτω… Τα βλέμματά των περαστικών που σταματάνε επάνω τους είναι ξεκάθαρα και φωνάζουν, «Οι Μαυρομιχαλαίοι!» επιταχύνοντας τώρα το -για λίγο ξαφνιασμένο- βήμα τους.
«Πάμε πιο πέρα, εδώ έχει πολλά μάτια», ψέλλισε ο Κωνσταντής και ο ανιψιός βημάτισε αμέσως προς την κατεύθυνση που ήδη είχε πάρει ο θείος του. Χωρίς στόχο, η κεντρική σκηνή τούς ήταν ανυπόφορη.
Κέντρο Ναυπλίου 06.10
Δεν ανέβηκε επάνω, περίμενε υπομονετικά στην εξώπορτα να του φέρουν τη μαύρη ρεντιγκότα. Φόρεσε ξανά το καπέλο του, τα λευκά γάντια του και ξεκίνησε και πάλι για την εκκλησία. Προσπαθούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων με τόσο πομπώδη τρόπο, αλλά ήταν μάταιο. Λες και δεν είχε ζήσει την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία, το χοντρό πόκερ πάνω σε ανθρώπινες ζωές στο Τροπάου, στο Λάιμπαχ και σε κάθε συνέδριο που ο Μέττερνιχ προσπαθούσε να επιβάλλει τους απεχθείς όρους του εναντίον κάθε λαού που επαναστατούσε… Κάποτε είχε δύο και τρεις εναλλακτικές κινήσεις για κάθε πιθανό σενάριο. Πλέον, υπάρχει μόνο ένα σενάριο, κομμένο και ραμμένο στο ρόλο του, αυτό του «θύματος».
«Όχι ηττημένο, όμως… Θύμα» επανέλαβε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό πως υπάρχει και μια θετική διάσταση, για πρώτη φορά τις τελευταίες ώρες. Η αβεβαιότητα που αποτυπωνόταν στο βήμα και το βλέμμα έκανε τον θηριώδη Κρητικό να πάρει την πρωτοβουλία…
«Και την άλλη Κυριακή θα έχει εκκλησία» του ψιθύρισε καθώς στάθηκε για μια στιγμή πίσω του και στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Το παράδοξο είναι πως ο αποτρεπτικός ψίθυρος έκανε τον Κυβερνήτη να επιταχύνει το βήμα του και να επικεντρώσει το βλέμμα του στο δρόμο.
«Αν είναι να με σκοτώσουν, ας το κάνουν στο δρόμο για τον οίκο Σου, Κύριε» άρχισε να ψελλίζει. «Δεν ζω φοβισμένος γιατί ξέρω πως με προστατεύεις», συνέχισε με τους άντρες πίσω του να βαδίζουν αθόρυβα, μήπως και καταλάβουν κάτι από τα ακατάληπτα που ξέφευγαν από τα χείλη του.
Οι κραυγές που ακούστηκαν έκαναν τον Κυβερνήτη να σταματήσει και τους άντρες πίσω του να τρέξουν γύρω του. Τα κεφάλια στράφηκαν όλα δεξιά, από εκεί που ξεπρόβαλλε μια ηλικιωμένη τυλιγμένη με κουρέλια, με τα ούλα εκτεθειμένα, σκούζοντας και φωνάζοντας προς τον Κυβερνήτη. Ο Λεωνίδης κινήθηκε εναντίον της για να την απωθήσει…
«Άφησέ την» φώναξε ο Κυβερνήτης και έβγαλε κάποια κέρματα από την τσέπη του προσφέροντάς τα, αλλά εκείνη τα πέταξε και με τις παλάμες της απελευθερωμένες και πάλι, τις σήκωνε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη υποδεικνύοντάς του να σταματήσει και να κάνει πίσω.
Ο Κυβερνήτης αντιλήφθηκε για ποιο λόγο αναγκάστηκε να παρακολουθήσει αυτό το σόου της μουγκής ζητιάνας, αλλά ούτε τα κλαμένα της μάτια, ούτε η απόγνωσή της τον έπειθαν για το αντίθετο.
«Τα σημάδια είναι μπροστά του», θα μπορούσε να ισχυριστεί ένας λαϊκός άνθρωπος μεγαλωμένος με δοξασίες, χάνοντας τη μεγάλη εικόνα: «Ο Κυβερνήτης θέλει να τελειώνει»!
Δεν ήταν κυριευμένος από κάποια δικαιολογημένη μνησικακία. Στη νοητή σκακιέρα του, υπάρχει μόνο ένας αντίπαλος και τα πιόνια του. Ο Μαυροκορδάτος, ο Μιαούλης και η αντιπολιτευόμενη παρέα του είναι απλά ο Βασιλιάς, οι αξιωματικοί και οι τρελοί του παιχνιδιού. Δεν θα μπορούσαν να του κάνουν ματ, αν δεν τους μετακινούσε ο αντίπαλος. Ποιος άλλωστε μπορεί να κρατάει κακία στα πιόνια και να έχει ξεφύγει από τη βάση της διατροφικής πυραμίδας; Πόσο μάλλον, να κάθεται στα τραπέζια ανάμεσα στην ελίτ.
Κέντρο Ναυπλίου 06.15
Ο εκνευρισμός τους ήταν εμφανής και τον ένιωθαν κυρίως τα μουστάκια τους, που είχαν γίνει τόσο μυτερά που μπορούσαν να καρφωθούν σε τοίχο από το νευρικό «ακόνισμα». Τα έστριβαν μηχανικά, δίχως να έχουν καμία εξήγηση για την αγχολυτική επίδραση αυτής της κίνησης ή για τη μη εμφάνιση του Κυβερνήτη. Οι φρουροί τους στα είκοσι μέτρα περίπου είχαν χαλαρώσει, όπως χαλαροί ήταν και οι άντρες τους, στα πενήντα μέτρα.
«Αν δεν περάσει στα επόμενα δέκα λεπτά θα φύγουμε», ξεκαθάρισε ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης.
«Θέλω να τελειώνουμε», του απάντησε νευρικά ο Γιώργης.
«Κι εγώ, αλλά πρέπει να γίνει σύμφωνα με το σχέδιο» απάντησε μειλίχια ο θείος και αμέσως άλλαξε ύφος: «Εδώ δίνουμε στόχο» συμπλήρωσε ενώ οι περαστικοί πλήθαιναν, όπως και τα ολοένα πιο επικριτικά βλέμματα.
«Ας γυρίσουμε την πλάτη, τουλάχιστον, να μην μας βλέπουν».
Έχοντας την πλάτη τους γυρισμένη προς το στενό από το οποίο θα περνούσε ο στόχος, οι δύο Μαυρομιχαλαίοι κοιτούσαν προς τα πίσω, εκεί όπου βρισκόταν η κουστωδία τους. «Δεν γίνεται να περιμένουμε ως την άλλη Κυριακή» ψέλλισε ο Γιώργης.
«Δεν γίνεται και να κάνουμε γιουρούσι στο Κυβερνείο» απάντησε απογοητευμένος ο Κωνσταντίνος.
«Να πάμε να τον περιμένουμε έξω από την εκκλησία;» ρώτησε ο Γιώργης.
«Καλό είναι να πηγαίνουμε με το σχέδιο. Όποιος κάνει του κεφαλιού του στο τέλος το βρίσκει ανοιχτό» απάντησε ο θείος του. «Στην εκκλησία θα πάμε μόνο αν περάσει από εδώ» πρόσθεσε και τότε είδε τους φρουρούς να κουνάνε χέρια και πόδια.
Γύρισαν ασυναίσθητα τα κεφάλια τους προς την κατεύθυνση που έδειχναν τα χέρια και τα πόδια για να αντικρύσουν τη λεπτεπίλεπτη φιγούρα του Κυβερνήτη να περπατά διστακτικά, με τους δύο φρουρούς του να τον ακολουθούν κοιτάζοντας διερευνητικά προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Πάμε! Από μπροστά και στην εκκλησία» είπε κοφτά ο θείος και ο ανιψιός έσπευσε να τον ακολουθήσει καθώς βάδιζε ταχύτατα και αποφασιστικά προς τον Κυβερνήτη.
Οι δύο άντρες κοιτούσαν τον έκπληκτο Κυβερνήτη να κοιτάζει πότε τον έναν και πότε τον άλλον, ενώ οι φρουροί κόλλησαν τα χέρια τους στην κοιλιά τους, εκεί όπου από τα ζωνάρια εξείχαν οι λαβές των πιστολιών. Η απόσταση μίκρυνε απότομα στα πέντε μέτρα μέσα σε λίγες στιγμές και τότε πρώτος ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και μετά ο ανιψιός του, Γιώργης, έσκυψαν το κεφάλι βγάζοντας ταυτόχρονα τα φέσια τους και υποκλίθηκαν.
«Κύριε Κυβερνήτα, καλημέρα» είπαν αποφασιστικά για να εισπράξουν την ανταπόδοση με μια ελαφριά μετακίνηση του ψηλού καπέλου του.
Συνέχισαν τον βηματισμό τους ατάραχοι, προσπερνώντας και τους απειλητικούς φρουρούς, στρίβοντας στο πρώτο στενό που βρήκαν.
«Γρήγορα, στην εκκλησία» φώναξε ο θείος.
«Πάμε, τον έχουμε» απάντησε ενθουσιασμένος ο ανιψιός.
Κέντρο Ναυπλίου 06.15
Παρατηρούσε έντρομος κάθε παράθυρο που άνοιγε, κάθε στενό που διέσχιζε ή προσπερνούσε, κάθε λεπτομέρεια που μπορεί να έκρυβε τον διάβολο.
«Αν αυτός δεν είναι ο τελευταίος μου περίπατος, καλύτερα να σκίσω την επιστολή που έγραψα χθες» σκέφτηκε αισιόδοξα, κάνοντας σχέδια τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν το αυθόρμητο χαμόγελο του Θεού του.
Ήταν μια σκέψη εντελώς παράδοξη, αν σκεφτεί κανείς την τεράστια ποσότητα αδρεναλίνης που παραγόταν στον οργανισμό του εξαιτίας του άγχους του. Χτύπησε τις τσέπες της μαύρης ρεντιγκότας για να αισθανθεί το διπλωμένο χαρτί και πέρασαν δύο στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει πως η επιστολή βρίσκεται στην μπλε ρεντιγκότα που είχε ξεσκίσει ο αφηνιασμένος αδέσποτος σκύλος. Ξαφνικά, είδε δύο ανθρώπους να περπατούν απειλητικά προς τα πάνω του. Η αρχική παγωμάρα έφερε την ακινητοποίηση, η αποκωδικοποίηση των τεκταινόμενων ήρθε μετά, τρομακτική και αδυσώπητη: ήταν ο γιος και ο αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του υψηλού κρατούμενού του. Δεν ακουγόταν ανάσα στο σκηνικό, καθώς οι δύο βιαστικοί κύριοι μπροστά του, επιβράδυναν απότομα και με μια ελαφριά υπόκλιση, κρατώντας στα χέρια τους τα φέσια, τον καλημέρισαν.
Ακούμπησε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού του χεριού το γείσο του καπέλου του, χωρίς να γυρίσει να τους δει καθώς τον προσπερνούσαν, αγωνιώντας μήπως κάποιος πρόσεξε τα τρεμάμενα δάχτυλά του.
Οι εκπνοές των δύο φρουρών πίσω του όταν οι Μαυρομιχαλαίοι εξαφανίστηκαν, πιστοποίησαν το δικαιολογημένο φόβο του. Αλλά να που έχει δίκιο: Όλες αυτές οι εικασίες περί απόπειρας δολοφονίας δεν είναι τίποτε άλλο από μια παρανοϊκή ανάγνωση της κατάστασης. Θα μπορούσαν να του επιτεθούν, να προκαλέσουν μακελειό. Αλλά αυτοί εξαφανίστηκαν σαν τα ποντίκια πριν από τη φουρτούνα.
«Τα πράγματα είναι σύνθετα, αλλά η φυσική ροή της ζωής θα φέρει μπροστά στα πόδια μου την επίλυση» ψέλλισε, σπεύδοντας να αποδώσει τις ευχαριστίες του προς στον Κύριο του.
«Σε ευχαριστώ Κύριε που εισακούστηκε η προσευχή μου» είπε υψώνοντας λυτρωμένο το βλέμμα του προς τον ουρανό.
Η ανακούφιση που ένιωθε έγινε καύσιμο για να επανέλθουν στο μυαλό του επιδιώξεις, παράταιρες λίγα λεπτά πριν…
«Θα πραγματοποιήσω επίσημη επίσκεψη στην Αγία Πετρούπολη» είπε στον εαυτό του σχεδόν χαμογελώντας.
«Θα την καλέσω στην Κέρκυρα για τις θερινές διακοπές της» σκέφτηκε και το χαμόγελο παραλίγο να γίνει εμφανές ακόμη και στους περαστικούς.
Οι ψαλμοί ακούγονταν ολοένα και πιο έντονοι και εκείνος ένιωσε σαν να φτάνει σπίτι του.
Στενά του Ναυπλίου, 06:17
«Ήρθε η στιγμή να πληρώσει. Θυμήσου τον πατέρα με τις χειροπέδες, να τον περιφέρουν σαν ζωοκλέφτη, τους δανειστές να μας χτυπάνε τις πόρτες» μιλούσε φτύνοντας λέξεις, εικόνες για να γεμίσει με οργή τον θείο του, καθώς τρέχανε μαζί προς την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
«Θυμήσου το σχέδιο» του απαντούσε εκείνος, αλλά δεν εισακουγόταν.
«Θυμήσου την απόγνωση της γιαγιάς, τους νεκρούς μας» συνέχιζε ο Γιώργης και μόνο τότε ο θείος του κατάλαβε πως ο ανιψιός προσπαθούσε να εμψυχώσει τον ίδιο του τον εαυτό.
«Παιδί μου, θυμήσου πως έρχεται ένας γιος για σένα… Την έγκυο γυναίκα σου. Μην αφήνεις την οργή να σε παρασέρνει» του φώναξε ο θείος ανάμεσα στις λαχανιασμένες ανάσες του. «Πρέπει να βγούμε ζωντανοί».
«Θυμήσου πως σε εξευτέλισε την πρώτη φορά που συναντηθήκατε, σχολιάζοντας τα ακριβά ρούχα που φορούσες» συνέχισε ο Γιώργης απροσπέλαστος σε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέρα του μίσους. Στην τελευταία του φράση ήταν πλέον ξεκάθαρο: Απευθυνόταν στον εαυτό του, υπενθυμίζοντάς του την πρώτη συνάντηση που είχε με τον Κυβερνήτη και την ταπείνωση που εκείνος του επεφύλασσε. Είχε προετοιμαστεί φορώντας τα πανάκριβα ρούχα που είχε αγοράσει από την Ιταλία, θέλοντας να τον τιμήσει. Αλλά εκείνος μόλις τον είδε τον αποπήρε, με απαξιωτικά σχόλια για την ενδυμασία του την ώρα που οι πολίτες της χώρας λιμοκτονούσαν. Σχεδόν τον έδιωξε!
Οι δυο τους έτρεχαν σαν μανιασμένοι, με τον θείο να χάνει όλο και πιο πολλά μέτρα από τον ανιψιό του. Η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωνε σε κάθε τους βήμα, αλλά η σκέψη πως θα φτάσουν πριν από τον ανυποψίαστο Κυβερνήτη δυνάμωνε τις αντοχές τους. Το Ναύπλιο ξυπνούσε νυσταγμένο από τα ποδοβολητά, αλλά όχι και ανήξερο…
«Έλα, κάτσε εδώ, εγώ πάω πιο μέσα» είπε του θείου του σκυμμένος με το πρόσωπο στη γη και τις χούφτες του να πατάνε στα γόνατά του. Εκείνος ανάσαινε βαριά, το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο είχε μαλακώσει σαν ζύμη που παίρνει χρώμα, αλλά τουλάχιστον η είσοδος του ναού μεγάλωνε όλο και περισσότερο στα μάτια του.
Αφού έκαναν το σταυρό τους μπήκαν στον πρόναο. Ο βηματισμός τους τώρα δεν ήταν εχθρικός, τα κεφάλια τους ήταν πιο συγκαταβατικά, χαμήλωναν στην πρώτη ευκαιρία, στην κάθε εικόνα…
«Βοήθησέ με, Θεέ μου, να απαλλαγούμε από αυτόν τον τύραννο, να σώσω την οικογένειά μου και το λαό σου» ψέλλισε ο Γιώργης, καθώς στάθηκε στον προθάλαμο, στο ημίφως δεξιά της πόρτας. Έβλεπε τον θείο του να κάνει με τη σειρά του το σταυρό και να χτυπάει τα χείλη του με τα μάτια κλειστά.
«Ευλόγησε αυτά τα όπλα» αντιλήφθηκε να λέει και μετά το βιαστικό «Αμήν» τον είδε να σφίγγει το μαχαίρι στη χούφτα του.
Άγιος Σπυρίδωνας 06:20
Τα εκατό μέτρα απρόσμενης αγαλλίασης καταναλώθηκαν αλόγιστα βρίσκοντας ένα πρόωρο, ανεπιθύμητο τέλος στη θέα της μαύρης κάπας του Γιώργη Μαυρομιχάλη. Η πρωτόγνωρη παράλυση που ένιωσε στο κεφάλι του δεν αποτυπώθηκε στα σταθερά βήματά του, τα οποία μοιραία τον φέρνουν δύο μέτρα από την είσοδο της εκκλησίας, τους εχθρούς του, το τέλος. Στο μουδιασμένο του μυαλό μια μόνο σκέψη εμφανίστηκε, μοναχική και μακάβρια:
Στην αναζήτηση για κάποιον από μηχανής Θεό, στρίβει το κεφάλι του αριστερά αντικρίζοντας τον Κοζώνη να παρακολουθεί ατάραχος, όμως δεν του μοιάζει με τέτοιον. Δεν προχωράει, δεν έχει δώσει εντολή στα πόδια του να κινηθούν προς τα εμπρός, στέκεται αποσβολωμένος ένα βήμα πίσω από τον τερματισμό, αλλά δεν είναι έτοιμος.
«Αυτό λοιπόν είναι το τέλος μου;».
«Αυτό λοιπόν είναι το τέλος μου;».
«Θεέ μου. Γιατί τώρα; Γιατί εδώ; Τι παιχνίδι είναι αυτό;» αναρωτιέται.
Με τις ερωτήσεις αναπάντητες γυρνά το κεφάλι του προς το σπίτι του υπουργού των Στρατιωτικών, Παναγιώτη Ρόδιου, αλλά τα σφαλισμένα παράθυρα δεν του δίνουν πρόσβαση στα ενδότερα, ούτε έστω μια πρόσκαιρη λύση σε ένα αναπόφευκτο δράμα. Οι μύες του έχουν κλειδώσει, ίσως η επιλογή της οπισθοχώρησης να μην μοιάζει πλέον τόσο αυτοκτονική. Αυτή η δραματική περιδίνηση του απευκταίου αλλάζει ολοκληρωτικά τις σταθερές της σκέψης του.
«Κοίτα πως στέκομαι ακίνητος, εγώ που σιχαίνομαι την ακινησία. Κοίτα πως ακινητοποιήθηκα, εγώ με την τεράστια δίψα» αποκρίθηκε στον εξαφανισμένο Θεό του.
Και να οι τρεις τους ακλόνητοι και εύθραυστοι, πρωταγωνιστές του δράματος που οι ίδιοι έχουν γράψει, έτοιμοι για τη μεγάλη σκηνή, ένα φινάλε αντάξιο των ιστορικών ονομάτων και επιδόσεων τους. Ο Λεωνίδης παρατηρεί τους δύο επίορκους φρουρούς που κινούνται αργά και διακριτικά προς την είσοδο, ο Κοζώνης παρακολουθεί τους δύο Μαυρομιχαλαίους, εκείνοι τον Κυβερνήτη, που παρακολουθεί συνεπαρμένος και ανήμπορος την κατάρρευση του εφήμερου κόσμου που είχε προλάβει να οικοδομήσει στα λίγα μέτρα που μεσολάβησαν από την πρώτη τους συνάντηση μέχρι την εκκλησία…
«Τελικά, δεν σεβάστηκαν τα λευκά μου μαλλιά», σκέφτηκε περιπαιχτικά αποδεχόμενος το τέλος.
Όλα απέχουν ένα βήμα πριν το τέλος. Ντροπιασμένος από την ολιγωρία του, αναγκασμένος να αποδράσει από έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει, κάνει το βήμα που πυροδοτεί την κίνηση των Μαυρομιχάληδων! Βγάζουν τα φέσια τους με το ένα χέρι, τα όπλα τους με το άλλο και ορμούν κατά πάνω του.
Το Ένα Βήμα για το Τέλος του Γιώργου Πράτανου δημοσιεύτηκε στο artscript.gr