“Είμαι ένας γελοίος άνθρωπος…” Οι τέσσερις πρώτες λέξεις του βιβλίου, σε συνδυασμό με τον τίτλο τον οποίο ο Ντοστογιέφκσι επέλεξε για να “ντύσει” το έργο του, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας: ο πρωταγωνιστής, ο αντι-ήρωας, είναι ένας παρίας. Ένας στιγματισμένος απόκληρος της κοινωνίας και των συγχρόνων του, ο περιθωριοποιημένος που στέκει μοναχός στην άκρη γιατί δεν μπορεί να σταθεί ανάμεσα στους “εκλεκτούς” και τους ορθά κοινωνικοποιημένους.

Το δυστύχημα(;) είναι πως ο κεντρικός αυτός ήρωας, ο μονόλογος και η αυτοεξομολόγηση του οποίου συνθέτουν το σύνολο της νουβέλας “”Το Όνειρο Ενός Γελοίου” (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ”), έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασής του. Και η επίγνωση αυτή, τον έχει οδηγήσει σε μια εθελούσια αυτοεξορία από όλα όσα συμβαίνουν γύρω του. Δίχως όρεξη για μια ζωή που δεν έχει νόημα, η αυτοκτονία φαντάζει λυτρωτική και η απόφαση για να τη διαπράξει, ειλημμένη.

Μέχρι που συναντά εκείνο το μικρό κοριτσάκι στο δρόμο.

Ένα αβοήθητο κοριτσάκι που εκλιπαρεί για βοήθεια και αυτός προτιμά να την αγνοήσει. Η στάση του αυτή, είναι μεν αδικαιολόγητη, αρχίζει όμως να λειτουργεί για τον ίδιο σαν ένα ξυπνητήρι αυτοσυνείδησης. Με το περίστροφο δίπλα του και με την αυτοκτονία ένα βήμα μακριά, ο Πετρουπολίτης μας θέτει στον εαυτό του ερωτήματα γύρω από το περιεχόμενο και τα κίνητρα της πράξης του. Και οι απαντήσεις που ο ίδιος δίνει στο εαυτό του, αποδεικνύουν πως μέσα του κυλάει ακόμη η ζωή που ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε στερέψει. 

Και κάπου εκεί, καθισμένος στην πολυθρόνα του αφήνεται στο όνειρο…

Πολλοί σήμερα με κοροϊδεύουν και λένε πως ήταν μόνο όνειρο. Μα τι σημασία έχει αν ήταν όνειρο ή όχι, αφού αυτό το όνειρο ήταν για μένα ο άγγελος της αλήθειας; (…) Αυτή τη ζωή που τη βάζετε τόσο πιο πάνω, ήμουν έτοιμος να την εξαφανίσω με μια πιστολιά, ενώ το όνειρό μου, ω! το όνειρο μου, υπήρξε για μένα ο άγγελος μιας καινούργιας ζωής, μιας ζωής απέραντης, αναζωογονημένης και δυνατής…

Έχει, λέει το όνειρο, πατήσει τη σκανδάλη, έχει θαφτεί, ώσπου ξαφνικά ο τάφος του ανοίγει κι ένα παράξενο ον τον μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Σε έναν ακαθόριστο παράδεισο, όπου οι κάτοικοι του έχουν παραδοθεί ολοκληρωτικά στη δύναμη της αγάπης και της αλληλεγγύης. Φιλιωμένοι με τα ζώα, σεβαστικοί με τη Φύση, υμνούν ανελλιπώς ο ένας τον άλλον. Όχι ως ένδειξη κολακείας, αλλά ως πράξη που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς τους. Ούτε ζήλιες, ούτε καυγάδες, μόνο έρωτας, ομόνοια και παιχνίδισμα. Θρησκεία καμιά, κι όμως ο Θεός παντού. 

Τα πάντα αλλάζουν, όταν οι άνθρωποι αυτού του νέου κόσμου αρχίζουν να μολύνονται με τις συνήθειες του παλαιού. Εγωισμός, απληστία, μίσος, έγκλημα, πόλεμοι, ατομισμός, δουλεία, αδικία… Ο ένας μετά τον άλλο, οι πρότερες αγγελικές μορφές αρχίζουν να μεταλλάσσονται και ο κεντρικός ήρωας νιώθει ένοχος για την ηθική αυτή μετατόπιση. Τους ζητάει να τον σταυρώσουν για να αναλάβει τις ευθύνες του και να λυτρωθεί, αλλά αυτοί τον περιγελούν.

Ο Χριστός που δεν έγινε…

Όταν ξυπνάει από το παράταιρο αυτό όνειρο, αναζωογονημένος και αλλαγμένος ριζικά, θέτει ως αυτοσκοπό το κήρυγμα της Αγάπης. “Την είδα την αγάπη και η ζωντανη εικόνα της μου γέμισε για πάντα την ψυχή μου”. Να προλάβει να σώσει, ότι δεν μπόρεσε να σώσει στο όνειρό του.

Ο Χριστός που έγινε…

ΥΓ: Στην συγκεκριμένη έκδοση υπάρχει ένθετο το διήγημα “Ο Κλέφτης“. Σε αυτό ο Ντοστοφιέφκσι, μέσα από την επίδραση που ασκεί ο αφηγητής της ιστορίας στη ζωή ενός ανθρωπάκου εθισμένου στο αλκοόλ (και το αντίστροφο), αναδεικνύει τη δύναμη της μετάνοιας και της παραδοχής, όπως κι αυτήν της επιμονής προς την αναμόρφωση.