Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου, έζησε για 25 εβδομάδες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα Χίου, ως μέρος μιας συνολικής διετούς ερευνητικής πορείας στο νησί. Το προς έκδοση βιβλίο του με τίτλο ‘’Τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά’’ αποτελεί την ποιητική απόδοση αυτής της εξάμηνης εμπειρίας. Η ποιητική του συλλογή ‘’Μετά το Ωμέγα’’ με είχε καταλάβει για μήνες και ανήκει, επισήμως, στα αγαπημένα μου ελληνικά βιβλία, παρέχοντάς μου μια πικρή διαίσθηση: της αναγνώρισής της ως αριστουργήματος μετά θάνατον του δημιουργού της, όπως δυστυχώς συμβαίνει συνήθως.
Η είδηση ότι ένας καλλιτέχνης διέμεινε για μισό χρόνο σε έναν Ψυχιατρικό Ξενώνα θα έπρεπε να απασχολεί πηχιαίως όλα τα media-αντιθέτως, ειδήσεις σαν αυτές (ή την διαδήλωση για τα Τέμπη, ακόμα!) περνούν στα ψιλά γράμματα. Για τον λόγο αυτόν, πέραν της καθ’ εαυτής αξίας των γραφομένων του, το Provocateur δίνει τον λόγο στον Βαγγέλη Ευαγγελίου, έναν άνθρωπο που αυτοπροσδιορίζεται υπέρηφανα και καθόλου χιουμοριστικά ως ‘’τρελός’’. Όταν πεθάνει και θα τον κουοτάρετε στο Insta, θυμηθείτε να ξαναδιαβάσετε και αυτήν την μικρή συνέντευξη μπας και αποφασίσετε να τιμάτε τους ποιητές όσο ζουν, τρώνε, πίνουν και γαβγίζουν πλάι σας, σχεδόν αόρατοι, σχεδόν αθόρυβοι.

Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου στο Provocateur
Βαγγέλη Ευαγγελίου, πώς αποφάσισες να ζήσεις για τόσον πολύ καιρό στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου; Και πώς το διεκδίκησες/κατάφερες πρακτικά; Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο, απλό πράγμα στον κόσμο. Ή μήπως είναι;
Λίγους μήνες πριν μπω, η ζωή μου ανάσαινε στα όριά της και περπατούσα σε άγρια μονοπάτια, με έναν καρκίνο μπαμπούλα και τη ζωή να με σπρώχνει σε άγνωστες θάλασσες, οπότε είπα, «δε ρίχνω την άγκυρα στο Βόρειο Αιγαίο;» Έστειλα μία πρόταση για το ποιητικό αυτό “πείραμα” και η απάντηση ήταν θετική. Η προηγούμενη φωτογραφική εθνογραφία μου, ήταν το 2015 όταν έζησα 442 ημέρες με πρόσφυγες και αυτό μέτρησε με τον τρόπο του. Αρχικά, η πρόθεσή μου ήταν να παραμείνω για δύο μήνες στον ψυχιατρικό ξενώνα. Είχα την αίσθηση ότι αυτός ο χρόνος θα ήταν αρκετός για να καταγράψω, να αισθανθώ και να συλλέξω φωτογραφίες για το Chiography Project. Ωστόσο, οι πρώτες κιόλας ημέρες ως “ένοικος” με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι ο χώρος αυτός δεν ήταν απλώς αντικείμενο έρευνας και η πραγματικότητα με ξεπέρασε δίχως να αντισταθώ. Η δυναμική που αναπτύχθηκε με τους ενοίκους, ήταν καταλυτική. Η παρουσία μου, καθώς και οι δράσεις που διοργανώναμε από κοινού, άρχισαν να λειτουργούν θετικά για όλους. Αναγνωρίστηκε οτιδήποτε έδωσα απλόχερα και η θεραπευτική ομάδα, μου πρότεινε να παρατείνω τη διαμονή. Ο περισσότερος χρόνος που δόθηκε σαν δώρο αλλά και σαν ευθύνη, έγινε για μένα ένας δεύτερος κύκλος ζωής εκεί μέσα.Η μοναδικότητα του εγχειρήματος εντοπίζεται και στον χρόνο παραμονής μου. Δεν υπήρχε προηγούμενο -τουλάχιστον στην Ελλάδα- όπου ένας ποιητής να βιώσει τόσο άμεσα και ολοκληρωτικά την καθημερινότητα ενός τέτοιου χώρου και πληθυσμού και να μετατρέψει το βίωμα σε ποιητικό έργο. Ο ξενώνας αποτέλεσε ένα εργαστήριο βιωματικής εθνογραφίας και προσωπικής ψυχανάλυσης. Ο ξενώνας ήταν το βουβό τοπίο που σου μαθαίνει να ακούς.
Ήξερες από πριν ότι θα γράψεις και το χρησιμοποίησες, με την εντελώς θετική σημασία της λέξης, ή προέκυψε;
Όχι, δεν είχα προκαθορίσει την ποιητική αυτο-εθνογραφία. Ήξερα από την αρχή πως οι εμπειρίες θα αποτυπώνονταν ως ερευνητικές σημειώσεις και τίποτα παραπάνω. Η ποιητική γραφή στην πορεία δεν ήταν εργαλείο, αλλά αποτέλεσμα. Προέκυψε. Άρχισα να έχω την ανάγκη να γράφω με σκοπό να ξεπερνάω το καθημερινό βίωμα που έπιανε πολύ χώρο μέσα μου. Έτσι, η ποίηση δεν ήταν σχέδιο, αλλά διαπίστωση.

Γιατί σκύλοι; Γιατί συλλαβιστά γαβγίσματα;
Ο τίτλος του βιβλίου αντλεί τις ρίζες του από την πρώτη νύχτα διαμονής μου. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ η ησυχία του χώρου διακοπτόταν μονάχα από τους ήχους των σκυλιών που γαβγίζαν στο βάθος από το Νεχώρι, η ένοικος Ειρήνη γύρισε και μου είπε με φυσικότητα: «Βαγγέλη, τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά.» Αυτή η φράση, παρά την φαινομενική της απλότητα, ενείχε μια ποιητική δύναμη που με σημάδεψε. Οι σκύλοι, βλέπεις, έχουν μέσα τους κάτι το πρωτόγονο, το καθαρό, που δεν σηκώνει μεταμφιέσεις. Στο βάθος, είναι σαν τους ποιητές: σπάνε τις λέξεις σε συλλαβές, ψάχνοντας να πουν όσα δεν λέγονται ολόκληρα. Κι αυτό το «συλλαβιστά» δεν είναι απλώς παρατήρηση, είναι αποκάλυψη μιας νέας σημειολογίας, ενός διαφορετικού τρόπου αντίληψης του κόσμου.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που έλαβες από τον Ξενώνα; Και ποιο το χρησιμότερο μάθημα που πιστεύεις ότι έδωσες;
Στον Ξενώνα, έμαθα ότι δεν χρειάζεται να καταλαβαίνεις τα πάντα για να συνδεθείς με τους ανθρώπους, ούτε να βρίσκεις τις σωστές λέξεις οι οποίες συχνά, δεν υπάρχουν. Το χρησιμότερο μάθημα που έδωσα, ήταν η δύναμη της παρουσίας. Η παρουσία μου στον ψυχιατρικό ξενώνα, δεν ήταν μια πράξη παθητική· ήταν μια δήλωση ότι «είμαι εδώ μαζί σου, στη δική σου πραγματικότητα».
Συνδέθηκες περισσότερο με κάποια συγκεκριμένα άτομα; Και ποια η επαφή που διατηρείς μαζί τους;
Στον Ξενώνα, οι σχέσεις δεν οικοδομούνται στη βάση του «περισσότερου» ή «λιγότερου». Κάθε άτομο ήταν ένας ξεχωριστός κόσμος, με τον οποίο συναντήθηκα διαφορετικά. Ωστόσο, υπήρχαν στιγμές και άνθρωποι που άφησαν πιο βαθιά ίχνη στην εμπειρία μου, όπως ένα γάβγισμα που διακόπτει τη σιωπή της νύχτας. Η Ειρήνη, για παράδειγμα ήταν η αιτία να θέλω να μείνω 6 μήνες αφού είχα συνδεθεί απεριόριστα μαζί της. Δυστυχώς, πέθανε την 1n Δεκεμβρίου του 2024 και δεν πρόλαβε να δει το βιβλίο, που το πνεύμα της και η παρουσία της, είναι χαραγμένα σε κάθε σελίδα.Κάθε φορά που πηγαίνω Χίο, θέλω να τους δω και βλέποντας τη χαρά τους να με αγκαλιάσουν, νιώθω πως αυτό το κοινό ταξίδι, είχε ουσιαστικό νόημα.

Γιατί ‘’χρειάζεσαι τους τρελούς για να τα καταφέρεις’’, Βαγγέλη;
Μεταμορφώνουν τη λογική σε ένα διαρκές πείραμα. Μπορούν να σταθούν για μέρες και χρόνια ανάμεσα στο «είναι» και το «δεν είναι». Επαναπροσδιορίζουν τη βαρύτητα, περπατώντας ανάποδα στο δάπεδο του κόσμου. Γι’ αυτά και άλλα τόσα, τους αγαπώ. Στις δύσκολες στιγμές της ζωής, όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με τον θάνατο, είχα πολλές “τρελές” κουβέντες στο μυαλό μου, ώστε να τα καταφέρω βρίσκοντας κουράγιο και δύναμη να σηκωθώ.
Υπάρχει νομίζω μια επικοινωνία με το προηγούμενό σου έργο “μετά το Ωμέγα”. Αισθάνομαι πως το προς έκδοση βιβλίο είναι ταυτοχρόνως και πρίκουελ και σίκουελ του “μετά το Ωμέγα”. Σαν πιο επεξηγηματικό και πιο αποσαφηνιστικό. Διάψευσέ με.
Το “μετά το ωμέγα” είχε προφητικό τίτλο γιατί είμαστε στο έτος “μετά το ωμέγα” αφού το 25 είναι μετά το 24. Μέσα στον ξενώνα, διάβαζα στους ένοικους ποιήματα από το προηγούμενο βιβλίο και επειδή το είχαν αγαπήσει, ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας γι’ αυτό και σε κάποια λίγα σημεία, υπάρχει αναφορά στο ωμέγα! Συνειδητά τουλάχιστον δεν ένωσα κουκκίδες για να φτιάξω γραμμές.
Ποια λέξη δεν λείπει ποτέ από τις μέρες σου;
Το ΚΙΤΡΙΝΟ και ο αριθμός 25.
Και ποιο είναι το μεγαλύτερο διάστημα που χρειάστηκε(ς) ή επιθύμησες να σωπάσεις;
Ήταν οι πρώτες ιδίως μέρες στον Ξενώνα. Η σιωπή έγινε ανάγκη και δεν είχε να κάνει με την απουσία λόγου, αλλά με τη δημιουργία ενός κενού, ώστε να γεμίσει από τις φωνές των άλλων. Εκείνο το διάστημα αφωνίας, με δίδαξε ότι η σιωπή είναι πράξη αποδοχής, μια μορφή βαθιάς ακρόασης. Άλλωστε, κάθε φορά που σωπαίνω, είναι σαν να με ξανασυναντώ από την αρχή.
Ποια φράση από το βιβλίο, θα μπορούσε να γραφτεί κάλλιστα στο μνήμα ή στην τεφροδόχο σου;
«Παραιτήθηκα από τη λογική
Για να δω την ομορφιά του κόσμου.»

Επισκεφθείτε την σελίδα της ποιητικής συλλογής του Βαγγέλη Ευαγγελίου εδώ.