Θυμάμαι να περιμένω ανυπόμονα παρακολουθώντας το πρώτο επεισόδιο του Έρημη Χώρα στο ERTFlix, την κλασική κουτσουκέλα που υπάρχει σχεδόν σε κάθε ντόπιο σίριαλ. Ένα άλμα λογικής, ένα αναπάντεχο τουίστ που εξυπηρετεί μόνο τους σεναριογράφους, έναν διάλογο βγαλμένο από τις Οικογενειακές Ίστορίες. Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη.
Πέρασα στο επόμενο. Στο τρίτο. Έκανα binge watching όλη την πρώτη σεζόν. Η Έρημη Χώρα δεν εμφάνιζε καμία από τις παιδικές ασθένειες στις οποίες μας έχουν εθίσει τα Ελληνικά κανάλια. Το είδα και δεύτερη φορά, μια εβδομάδα αργότερα.
Γιώργος Γκικαπέππας: Φλεξάροντας στο ERTFlix
Ήθελα να κάνω μια συνέντευξη τον Γιώργο Γκικαπέππα, τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη του πρώτου σίριαλ τoy ERTFlix. Τιμητικό, φυσικά, αλλά και επόμενο, έπειτα από την επιτυχία που είχε ένα άλλο σίριάλ του για την ΕΡΤ, Το Βραχιόλι της Φωτιάς. Περίμενα κι άλλο, να δω μήπως ο δεύτερος κύκλος της σειράς ξεχειλώσει, μήπως οι διάλογοι γράφτηκαν στο πόδι, μήπως όλα γίνουν ανιαρά και προβλέψιμα. Όχι, ο δεύτερος κύκλος μπορεί να είναι καλύτερος και από τον πρώτο.
Το Έρημη Χώρα σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σύμφωνα με την ΕΡΤ, τον Νοέμβριο του 2024 σημείωσε 673.000 θεάσεις, ενώ συνολικά και τα οκτώ επεισόδια του 2ου κύκλου συγκέντρωσαν 1.597.800 θεάσεις.
Και να που βρεθήκαμε, μια εβδομάδα πριν… Ο Γιώργος Γκικαπέππας μιλάει ενθουσιασμένος σαν μικρό παιδί που μόλις πήγε για πρώτη φορά στο Λούνα Παρκ. Αναλύει παθιασμένα, σαν ένας σοφός που θέλει να σου μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του. Και όταν αναφέρεται στις παθογένειες της ελληνικής τηλέορασης, ανάβει και κανένα τσιγάρο.
Απολαύστε τον!
Πώς αποφάσισες να γράψεις την Έρημη Χώρα; Τι σε παρακίνησε;
Γιώργος Γκικαπέππας: Πάντα το φαινόμενο ανθρώπων που είναι σκληροί, άγριοι, ρατσιστές, καταφεύγουν στα όπλα, μού προξενεί το ενδιαφέρον. Πώς σε έναν κόσμο που είναι ήδη άγριος, ένας άνθρωπος γίνεται επίσης άγριος και καταφεύγει στη βία…
Μου αρέσει το ψυχογράφημα ανθρώπων οι οποίοι φαίνονται πειραγμένοι, για εμάς είναι freak, οι οποίοι έχουν πολλές εκδοχές -και βρίσκουμε ακόμη περισσότερους σε άλλες χώρες. Έχουμε συνηθίσει να τα βλέπουμε σε Αμερικάνικες ταινίες.
Θεωρώ, όμως, ότι αυτό το είδος υπάρχει και στην Ελλάδα. Στην αγροτική Ελλάδα, στην επαρχία, όπου έχουν σχέση με τα όπλα, είναι πολύ κυνικοί. Εκεί, ως ένα βαθμό, αυτά είναι απενοχοποιημένα, απλά εμείς δεν τα γνωρίζουμε. Έτσι, δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε σαν στοιχεία western.
Εγώ τα διαβάζω σαν στοιχεία μιας «άγριας Δύσης» που υπάρχει στους ανθρώπους, δυστυχώς βλέπουμε γύρω μας τώρα τι συμβαίνει με την οπλοχρησία. Διαβάζεις ειδήσεις και βλέπεις κάθε τρεις και λίγο για περιπτώσεις όπου ένας βούτηξε ένα όπλο, κακοποιήσεις…
Το τι συμβαίνει σε μια οικογένεια είναι συνυφασμένο και με τον περίγυρό της, δηλαδή την κοινωνία. Οπότε με ενδιέφερε όλο αυτό το είδος. Με εξίταρε και η φιγούρα, ενός μοναχικού ανθρώπου…
Βιβλική φιγούρα, που τη βρήκες στο πρόσωπο του Γιώργου Κέντρου.
Γιώργος Γκικαπέππας: Είναι μια μορφή που είχαμε πολύ καιρό να δούμε. Όταν τον συνάντησα και μιλήσαμε με τον Γιώργο, συνεχώς έβλεπα τη δύναμη, την κινηματογραφική δύναμη που έχουν κάποιες φυσιογνωμίες.
Η φωνή, αυτό το παγωμένο βλέμμα… Ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που είχες στο μυαλό σου;
Όταν πήγα να τον συναντήσω καλή ώρα σε ένα καφέ…
Εσύ τον έψαξες;
Σε συνεργασία με τη Σοφία Δημοπούλου που είναι η casting director και μόνιμη συνεργάτiδά μου. Όταν σκέφτομαι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο το συζητάω πάντα με τη Σοφία, η οποία με στηρίζει και με βοηθάει πάντα. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει το σενάριο. Και συζητούσαμε για τον Κέντρο, τον είχα στο μυαλό μου, δηλαδή.
Αλλά όταν τον συνάντησα, πριν ακόμη καθίσουμε να συζητήσουμε, όσο τον πλησίαζα, λέω, στον εαυτό μου, «αυτός είναι»! Ήταν και λίγο αξύριστος… Εντυπωσιάστηκα και αποδείχθηκε πως το ένστικτό μου λειτούργησε πολύ καλά.
Και όταν ξεκινήσαμε να συζητήσουμε, βρήκαμε πολλά κοινά στοιχεία. Με τον Γιώργο αγαπηθήκαμε πολύ. Δεν με ήξερε καλά, οπότε είχε και εκείνες τις αμφιβολίες του. Δεν είναι ένας ηθοποιός, ο οποίος επιλέγει ρόλους έτσι απλά. Ο Γιώργος είναι επιλεκτικός. Είχε αποσυρθεί για λίγο. Νομίζω έχει χρόνια να κάνει θέατρο. Οπότε, οι επιλογές του είναι πολύ συγκεκριμένες.
Αλλά βρήκαμε πολλά κοινά στοιχεία. Γιατί και εκείνος είχε ασχοληθεί με το αμερικάνικο θέατρο και ειδικά με τον Σέπαρντ, από τον οποίον έχω πολλές αναφορές.
Γιατί ο Σέπαρντ γράφει για ήρωες αποτραβηγμένους στην αμερικανική επαρχία, τους παίρνει από τις μεγαλουπόλεις και τους δίνει μια άλλη οντότητα. Και κάθε χαρακτήρας του, όσο πλησιάζει προς τη φύση, πετάει πολλά από τα στολίδια ή τα παραμορφωτικά σκουπίδια μιας μεγαλούπολης. Και ως οντότητα, ως ανθρώπινη ύπαρξη, αποκτά μια άλλη διάσταση.
Οπότε, με τον Γιώργο βρήκαμε κοινά στοιχεία και έναν τρόπο να συλλειτουργήσουμε, παρότι μου έλεγαν ότι «είναι σκληρός», «είναι περίεργος»… Εγώ αυτά δεν τα ακούω. Κι εμένα τώρα τελευταία με ρωτάνε, «λένε ότι είστε δύσκολος στη συνεργασία».
Τους απαντώ, «βρε παιδιά, δεν το καταλαβαίνω. Αν ένας επαγγελματίας είναι απαιτητικός, γιατί σε αυτόν τον τόπο τον χαρακτηρίζουμε “δύσκολο”;». Δηλαδή, ποιος είναι ο εύκολος συνεργάτης. Αυτός που λέει σε όλα «ναι» και τα αποδέχεται όλα, ό,τι και να του προτείνεις. Το «δύσκολος» δηλαδή πηγαίνει στον τρόπο που υπηρετείς το δικό σου όραμα και τον τρόπο που θα το υλοποιήσεις;
Ναι, γιατί όταν καμιά φορά παθιάζεσαι με συγκεκριμένες λεπτομέρειες και αρνείσαι αυτά που σου προτείνουν, ο άλλος μπορεί να λέει «Ωχ, είναι δύσκολος». Αλλά αυτό είναι δικό μας φαινόμενο. Και τους απαντώ μάλιστα: «δεν έχετε συναντήσει και αληθινά δύσκολους δημιουργούς».
Μάλλον εκείνοι που σχολιάζουν είναι ερασιτέχνες…
Δηλαδή, που να δείτε αληθινά δύσκολους δημιουργούς… Είχα ακούσει μία πρόσφατη συνέντευξη της Φανί Αρντάν, στην οποία τη ρωτούσαν τη σχέση της με τους σκηνοθέτες. Και λέει, «παιδιά, συγγνώμη, αυτούς που έχετε γνωρίσει, τον Τριφό, τον Πολάνσκι… Φαίνονται έτσι λίγο γλυκοί, αλλά αν τους δείτε στη δουλειά, όταν αντιμετωπίσουν δυσκολίες ή όταν το όραμά τους δεν πραγματοποιείται όπως ακριβώς το θέλουν, ξέρετε πώς γίνονται; Σαν λύκοι».
Και με τον Κέντρο, λοιπόν, αποκτήσατε κοινό βηματισμό, όπως καταλαβαίνω, από τον πρώτο ραντεβού.
Και βρήκαμε και κοινό βηματισμό στο κομμάτι της υποκριτικής. Γιατί εγώ δουλεύω πάρα πολύ με τη διαίσθησή μου, σε σχέση με τους ηθοποιούς.
Δηλαδή, όταν αναζητώ μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή μια συγκεκριμένη οργανική λειτουργία, πρέπει να μπορέσω να τη μεταφέρω στον συγκεκριμένο άνθρωπο, γιατί πια, αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Άρα πρέπει να αξιοποιήσω τις δικές μου δυνατότητες, ιδιότητες και να βρούμε έναν τρόπο αυτές να τις τεντώσουμε και να τις φτάσουμε όσο εκεί που δεν παίρνουν, όπως περίπου γίνεται η σχέση προπονητή και αθλητή.
Του λες ότι μπορεί να κάνει δέκα πόντους παραπάνω σε ένα άλμα του και εκείνος απαντάει «δεν μπορώ». Και εσύ επιμένεις, «μπορείς». Και ψάχνεις να βρεις τον τρόπο για να τον κάνεις να σε πιστέψει.
Πόσο ρόλο πιστεύεις παίζει ο σκηνοθέτης στο να βλέπουμε καλές ερμηνείες.
Γιώργος Γκικαπέππας: Μπορώ να πω κατά 100%. Ο ρόλος είναι του ηθοποιού, το βραβείο το παίρνει ο ηθοποιός. Αλλά ο άνθρωπος ο οποίος θα τον εμπνεύσει, θα του παραχωρήσει χώρο, γήπεδο, ελευθερία και θα του δώσει προκλήσεις για να μπορέσει να βγει και εκείνος από τα δικά του στερεότυπα και τις δικές του ευκολίες, είναι 100% ο σκηνοθέτης.
Αυτή είναι η δουλειά του σκηνοθέτη. Για μένα είναι αυτονόητο και για αρκετούς ηθοποιούς, αλλά δυστυχώς έχουμε φτάσει σε ένα σημείο στην Ελλάδα που ο σκηνοθέτης είναι σαν ένας εργοδηγός ο οποίος παρακολουθεί τα πράγματα και οι ηθοποιοί προτείνουν κατά κάποιο τρόπο ή κάνουν προτάσεις για το πώς βλέπουν το ρόλο κλπ. Αυτά τα πράγματα είναι αδιανόητα.
Ο σκηνοθέτης καθοδηγεί τον ηθοποιό για το που θέλει να πάει την ιστορία, δουλεύουν τον χαρακτήρα μαζί, και πέρα από τις πρόβες που ούτως ή άλλως θεωρώ μία αυτονόητη διαδικασία την οποία εγώ προσωπικά επιβάλλω σε κάθε μου δουλειά σε παραγωγούς και ηθοποιούς.
Περίμενες αυτή την επιτυχία;
Γιώργος Γκικαπέππας: Όχι!
Δεν θεωρούσες ότι το κοινό θα ήθελε να παρακολουθήσει κάτι διαφορετικό;
Γιώργος Γκικαπέππας: Ήθελα να κάνει επιτυχία. Το ευχόμουν! Αλλά επειδή την ώρα που δουλεύεις πάνω σε κάτι, είσαι χωμένος μέσα σε αυτό, προσπαθώντας να μην γίνεις αυτιστικός -πρέπει να σε αφορά αν το μήνυμα μεταδίδεται, αν κάτι που υπάρχει στο έργο είναι ορατό…
Δηλαδή μπορεί να συζητάμε μεταξύ μας και να λέμε διάφορα και ξαφνικά, στο τελικό αποτέλεσμα, αυτές οι προθέσεις δεν προκύπτουν. Οπότε με ενδιαφέρει πολύ να βγαίνει η ουσία, ένα νόημα.
Δουλεύοντας λοιπόν εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βγαίνουν αυτές οι ιδέες, πιστεύοντας ότι κάνουμε μία ποιοτική δουλειά. Αυτά που λένε μερικοί ότι «ετοιμάζομαι για μία τομή», «αυτό δεν έχει ξαναγίνει» είναι αστεία πράγματα. Αυτό θα το κρίνει το κοινό. Την ώρα που κάνεις μια δουλειά δεν έχεις την αίσθηση το τι ακριβώς θα συμβεί. Το μόνο που έχεις και περιμένεις είναι να έχει αποδοχή.
Βεβαίως και περιμένεις την επιτυχία, θα είναι ψέμα να πει κανείς ότι δεν το θέλει, αλλά εγώ δεν περίμενα πραγματικά να συμβεί αυτό. Φοβόμουνα μήπως αυτή η πρόταση φανεί λίγο ξενική.
Ξεχνάμε όλοι, βέβαια, πως το τηλεοπτικό τοπίο δεν είναι κάτι δεδομένο. Υπάρχει μια μερίδα κοινού η οποία μπορεί να παρακολουθεί από συνήθεια την ανοιχτή τηλεόραση, αυτά που προσφέρονται τέλος πάντων στην prime time… Ή υπάρχουν εκείνοι που τα παράγουν και πιστεύουν ότι αυτά θέλει το κοινό.
Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, υπάρχει μια μερίδα κοινού που επιλέγει να παρακολουθήσει ξένες σειρές, σε πλατφόρμες, γιατί ψάχνει μια άλλη προσέγγιση. Οπότε για μένα το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν, όχι τα πλάνα -έχουμε μια αγωνία για την αισθητική λες και αρκεί μόνο η αισθητική, αλλά η ειλικρίνεια. Αν είσαι όντως ειλικρινής σε αυτό που αφηγείσαι, ο τηλεθεατής θα σε σεβαστεί. Αυτό δηλαδή που βρίσκει σε μια ξένη σειρά είναι μύθος ότι είναι μόνο η υπερπαραγωγή.
Ο τηλεθεατής ψάχνει και τις ιστορίες και νομίζω απλά πως η Έρημη Χώρα ξέφυγε από την τετριμμένη αφήγηση προβλημάτων ή θεματολογίας. Ανέδειξε κάποια καινούργια ζητήματα που γνωρίζαμε πως υφίστανται, αλλά δεν τα είχαμε αγγίξει.
Είναι σημαντικό πως στην Έρημη Χώρα, πέρα από το βασική ιστορία, υπήρχαν πολυεπίπεδες ιστορίες με ενδιαφέροντες προσωπικότητες χαρακτήρων στους υποστηρικτικούς ρόλους, με τους οποίους θα μπορούσε κανείς εύκολα να ταυτιστεί. Υπάρχει δηλαδή ένα άτεκνο ζευγάρι, ένας μονομερής έρωτας, υπάρχει η απώλεια, η αντιμετώπιση μιας βαριάς αρρώστιας… Έχεις στήσει λοιπόν ένα ολόκληρο σύμπαν, πολύ σύγχρονο, και πηγαίνεις το σίριαλ αυτό στο πιο συντηρητικό κανάλι της Ελληνικής τηλεόρασης. Πώς συνέβη αυτό;
Παραγωγοί και κανάλια είχαν την πρόταση, αλλά φαίνεται πως ήταν έξω από τα νερά τους. Έτυχε, απλά, να συναντηθώ -γιατί αυτό πρέπει να το πω κι ας μην είναι τώρα στην ΕΡΤ, με τον Κωνσταντίνο Ζούλα και τον Νίνο Ελματζίογλου που ήταν τότε στην ΕΡΤ. Ο Ζούλας ούτως ή άλλως είναι ο μπαμπάς του ERTFlix, εκείνος το ξεκίνησε. Εγώ δεν βρίσκω συντηρητικό το ΕRTFlix. Ήμουν ο πρώτος που είχα συμφωνήσει για «Το Βραχιόλι της Φωτιάς» με το ERTFlix και με αυτό το σίριαλ το ERTFlix έδωσε στον κόσμο τη βεβαιότητα ότι υπάρχει μια ελληνική πλατφόρμα -πέρα από τα ξένες, όπου μπορούν να παρακολουθήσουν μια καλή ελληνική σειρά.
Όταν συζητήσαμε και του πρότεινα την Έρημη Χώρα, την οποία πρόταση αποδέχτηκε μέσα σε ένα βράδυ, του είπα ότι «εγώ θέλω μόνο το ERTFlix». Δεν με ενδιέφερε, δηλαδή, μια σειρά η οποία θα παίζεται, θα διακόπτεται από διαφημίσεις, το επόμενο επεισόδιο θα είναι την άλλη εβδομάδα, κτλ.
Το ERTFlix, λοιπόν, λειτούργησε πρωτοποριακά. Θέλω να πω ότι, και ο Ζούλας και ο Ελμαντζίογλου, μου είπαν το θέλουν, θέλουν δηλαδή η πρώτη παραγωγή του ERTFlix να είναι μια σειρά πλατφόρμας, με στοιχεία σειράς πλατφόρμας.
Από τα άλλα κανάλια, γιατί μετά τον πρώτο κύκλο μου τηλεφώνησαν, είχαν ξεχάσει ότι το είχα πάει ή δεν το είχαν προσέξει. «Κάναμε βλακεία» μου είπαν. Όλα αυτά, οι συνομιλίες, δηλαδή ήταν ανεπίσημα, φυσικά.
Ίσως, βέβαια, τα ιδιωτικά κανάλια να σου ζητούσαν 324 επεισόδια, αφού συνήθως επιλέγουν στη λογική σαπουνόπερας για να γεμίσουν πρόγραμμα.
Γιώργος Γκικαπέππας: Σε μένα δεν θα το έλεγαν αυτό, γιατί ξέρουν ότι δεν κάνω τέτοια. Αλλά από την άλλη νομίζω ότι ίσως φοβήθηκαν και βέβαια διαψεύσθηκαν. Αποδεικνύεται πως η ελληνική κοινωνία παραείναι έτοιμη. Και όχι μόνο για σίριαλ σαν την Έρημη Χώρα, αλλά και ακόμη πιο σκληρά, με πιο σκληρούς ήρωες και ζητήματα.
Η ιδιωτική τηλεόραση, ενώ θέλει να κάνει καινούργια πράγματα -οι επικεφαλείς των προγραμμάτων σαφέστατα και θέλουν, φοβούνται μερικές φορές μήπως οι προτάσεις τους δεν πετύχουν.
Από πλευράς μου, θεωρώ ότι ένα σίριαλ το οποίο διαθέτει σοβαρότητα, αλήθεια και ειλικρίνεια δεν υπάρχει περίπτωση να μην αγγίξει το κοινό. Είναι σαν να υποτιμούμε το κοινό.
Καταλαβαίνω, βέβαια, γιατί το κάνουν… Θέλουν να γεμίσουν την prime time με πρόγραμμα που να μην τους κοστίζει υπερβολικά, το καταλαβαίνω. Τίποτε δεν «προχωρά» αν δεν «σπάσουν αβγά», άρα πρέπει κάποιοι άνθρωποι να θέλουν να πάρουν το ρίσκο. Νομίζω ότι φοβούνται μερικές φορές να πάρουν το ρίσκο.
Θεωρώ πως αν η Έρημη Χώρα έπαιζε στην ιδιωτική τηλεόραση θα είχε διαφημιστεί πολύ περισσότερα. Είναι μία δουλειά που διαδόθηκε «word of mouth» (από στόμα σε στόμα). Και αυτό είναι πολύ πιο τιμητικό, όντως, και ένα από τα μεγαλύτερα κομπλιμέντα που έχουν κάνει για τη σειρά.
Πάμε στο δεύτερο κύκλο της Έρημης Χώρας… Πάντα είναι δυσκολότερη η συνέχεια έχοντας τοποθετήσει τον πήχη τόσο ψηλά.
Μου το λένε πολλοί αυτό, τόσο τηλεθεατές, όσο και δημοσιογράφοι. Δες Γιώργο, δαπάνησα πολύ χρόνο για το σενάριο και η ιστορία του δεύτερου κύκλου βρισκόταν ήδη εκεί κι εγώ την ξεδίπλωσα. Ο πρώτος κύκλος εστιάζει στην προσωπικότητα του «Λουκά» (Γιώργος Κέντρος) και στο δίλημμα αν θα πάρει μια εγγονή την οποία αγνοεί και στην ουσία του θυμίζει με τη διττή της καταγωγή αυτούς που μισεί. Αλλά σε εκείνον πέφτει ο κλήρος. Θεωρώ πως αυτό είναι ωραίο δίλημμα.
Το παρελθόν του Λουκά δεν τον έχει αφήσει να το χαρεί, αλλά πλέον με την εγγονή του, η καρδιά του ζεσταίνεται. Αυτό το παρελθόν, λοιπόν, δεν το επινόησα με το τέλος του πρώτου κύκλου, υπήρχε ήδη. Τα back stories υπήρχαν όλα.
Άρα υπήρχε στο μυαλό σου ο δεύτερος κύκλος και τι θα περιέχει…
Γιώργος Γκικαπέππας: Ναι. Και κάτι άλλο που μου άρεσε να κάνω είναι τα διλήμματα. Θεωρώ ότι όταν ένα σενάριο έχει διλήμματα πετυχαίνει το σκοπό του: να θέσει σοβαρά ερωτήματα. Δεν θεωρώ ότι δουλειά των δημιουργών είναι να δίνουμε απαντήσεις. Η δουλειά μας είναι να «σκάβουμε» τα πράγματα και να αναδεικνύουμε ερωτήματα και διλήμματα τα οποία κινητοποιούν τον θεατή.
Ουσιαστικά, στον δεύτερο κύκλο, πολλαπλασίασα τα διλήμματα του. Για πρώτη φορά είδαμε ένα δικαστικό κύκλωμα, είδαμε ζωές κοινωνικών λειτουργών, είδαμε ζωές εισαγγελέων -που για πρώτη φορά τους είδαμε σαν ήρωες στην ελληνική τηλεόραση. Έβαλα αυτό που τους συμβαίνει στην δουλειά τους πόσο επηρεάζει την καθημερινότητά τους. Είδαμε επίσης ζευγάρια, στον δεύτερο κύκλο, που δεν ξέραμε ότι είναι ζευγάρια. Είδαμε σχέσεις, μπήκαμε στα σπίτια τους, αλλά δεν ήταν πλέον υποστηρικτικοί ήρωες.
Έτσι, αν με ρωτήσεις τι έκανες στο σενάριο του δεύτερου κύκλου, θα σου πω το πιο σημαντικό: εξαφάνισα τους πρωταγωνιστές. Επίσης, δημιούργησα ένα αδιέξοδο, δραματουργικά επωφελές για την αφήγηση: Ενώ ο θεατής θέλει παππού και εγγονή να είναι μαζί, εγώ δημιουργώ τη συνθήκη ώστε να μην μπορούν να είναι. Αυτό σεναριακά λειτούργησε.
Πόσο έρευνα έκανες για όλο αυτό το νομικό πρόβλημα που ξετυλίγεται στην Έρημη Χώρα;
Γιώργος Γκικαπέππας: Αρκετή και είχα στο πλευρό μου μόνιμα, εννοείται, νομική σύμβουλο. Μπήκαμε πολύ βαθιά μέσα στο Οικογενειακό Δίκαιο. Μάλιστα, κάποια στιγμή, αυτό θα το πω δεν πειράζει, καθησύχασα και την ΕΡΤ, η οποία δεν είχε αγωνίες, αλλά δεν μπορείς να λες πράγματα τα οποία συναντώ πολλές φορές σε αστυνομικές σειρές.
Για παράδειγμα, κοινωνικές ασάφειες και ανακρίβειες. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου καμία ανακρίβεια. Αυτό που γίνεται με τις γυναίκες αστυνομικούς, που δεν υπάρχουν στην Έλλαδα. Το έχω πει σε πολλούς συναδέλφους, παραγωγούς, σεναριογράφους… Θα πρέπει να δημιουργήσουν μια συνθήκη για να υποδεχτούμε σωστά τον ρόλο μιας γυναίκας αστυνομικού.
Ακόμα δεν έχουμε τον όρο detective στην ελληνική αστυνομία, ο όρος είναι «ανακριτικός υπάλληλος».
Ψάξαμε λοιπόν όλο το Οικογενειακό Δίκαιο γιατί και οι νομικοί μου σύμβουλοι βρήκαν ερεθιστική τη συνθήκη που έφτιαξα. Ένα ορφανό παιδί διπλής καταγωγής που το διεκδικεί ο Έλληνας παππούς και οι αντίστοιχοι από τη Ρουμανία. Τι συμβαίνει στην περίπτωση που ο πρώτος έχει ένα λερωμένο παρελθόν, ο οποίος είναι υπόδικος;
Οι άλλοι παππούδες του, από την Ρουμανία, φαίνονται ότι δεν είναι κατάλληλοι ή έτοιμοι για να πάρουν το παιδί και ξαφνικά μένει ένα παιδί έκθετο. Εκεί, λοιπόν, διαβάσαμε κι εξετάσαμε όλες τις πιθανές περιπτώσεις, άρα αυτό που είδαμε στο σενάριο είναι η πραγματική διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί.
Θέλω να σου πω πως απόλαυσα κάθε πλάνο, κάθε στιγμή, του Ρουμάνου παππού. Εντυπωσιακή ανακάλυψη. Πώς τον βρήκες;
Γιώργος Γκικαπέππας: Μου δίνεις μεγάλη χαρά με αυτό που μου λες. Χαίρομαι γιατί αυτό δεν είχε ξαναγίνει στην Ελληνική τηλεόραση: Είδαμε ξένους ηθοποιούς. Είπα στη Σοφία Δημοπούλου, την casting director, πως αυτό θα ήταν ένα από τα πιο δύσκολα θέματα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε: Να βρούμε τους Ρουμάνους παππούδες της Εύας.
Το έψαξε η Σοφία στη Ρουμανία και μας έστειλαν υλικό για να διαλέξουμε. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως έχω μπροστά μου ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου της Ρουμανίας. Όταν επέλεξα την Carmen Ionescu (Ελένα) και τον Mihai Dinvale (Βλαντ) ζήτησα να μιλήσουμε μέσω Skype και πραγματικά ενθουσιάστηκα. Είχε συνεννοηθεί η Σοφία μαζί τους μια ημέρα πριν και είχαν ήδη στείλει βίντεο. Εγώ δοκιμαστικά δεν θέλω να κάνω με τους ηθοποιούς, έχω άλλες μεθόδους. Εκείνοι όμως είχαν κάνει και με εντυπωσίασαν.
Όταν λοιπόν αρχίσαμε να μιλάμε, είχα δίπλα μου την ηθοποιό που θα έπαιζε τη «μητέρα» της «Εύας», τη Stefania Marola, η οποία είναι Ρουμάνα που ζει στην Ελλάδα. Τυχερός και σε αυτό, δηλαδή. Έτσι, εκείνη έκανε και τη μετάφραση με το ζευγάρι των ηλικιωμένων. Όταν τελείωσα, εκείνοι μου είπαν πως κανένας Ρουμάνος σκηνοθέτης, ποτέ, δεν είχε αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο στους ηθοποιούς για να τους εξηγήσει την ιστορία.
Ενθουσιάστηκαν. Τους έδωσα και πολλές πληροφορίες γιατί με αυτούς τους ανθρώπους δεν είχα τη δυνατότητα να κάνω ένα μήνα πρόβα όπως είχα με τους άλλους. Οπότε όφειλα να τους στείλω και γραπτώς αλλά και δια ζώσης, κυρίως, πάρα πολλές πληροφορίες.
Όταν ήρθαν εδώ και δουλέψαμε, ας πούμε, εδώ όντως μου γεννήθηκαν κάποιες ιδέες καινούργιες. Αν και στο δεύτερο κύκλο δεν άλλαξα την ιστορία. Η ιστορία ήταν προδιαγραμμένη: αυτοί οι άνθρωποι θα καταλήξουν πάλι μονάχοι και ανήμποροι.
Μου γέννησαν άλλες ιδέες με τις υποκριτικές τους δυνατότητες. Κι έτσι, έγραψα αυτές τις σκηνές με τον Ρουμάνο παππού που είναι μόνος στο σπίτι του. Πραγματικά εκείνος συγκινήθηκε πολύ.
Και όταν ήρθε στην Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι για τα γυρίσματα του δεύτερου κύκλου, μου είπε «ευχαριστώ», με αγκάλιασε, αγκαλιαστήκαμε. Και μου είπε «ευχαριστώ που μου δίνεις την ευκαιρία αυτών των μονολόγων».
Μου είπε πως συγκινήθηκε με τον μονόλογο που μιλάει για τη ζωή του, για το καθεστώς Τσαουσέσκου, ένας γέρος οικολόγος καρδιοπαθής… Και η σκηνή ειδικά που τραγουδάει τον εθνικό ύμνο, τον σοσιαλιστικό, της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου με συγκλόνισε.
Μετά το σκεφτόμουν και μου λέγανε τα παιδιά στο γύρισμα και η βοηθός μου, «τώρα αυτή η σκηνή θα παίξει στην ελληνική τηλεόραση;». Ότι ένας Ρουμάνος τραγουδάει μεθυσμένος τον ύμνο του Τσαουσέσκου και βρίζει όλο το σύστημα; Είναι από τα πράγματα που τα τολμήσαμε και τα κάναμε στην Έρημη Χώρα. Αυτό σε μια ξένη σειρά θα το δεχόμασταν ασχολίαστα. Γιατί λοιπόν οι ελληνικές σειρές να μην τολμήσουν;
Είναι αυτό που σου έλεγα πριν, πως ο θεατής αναζητά σοβαρές και ειλικρινείς συνθήκες. Και με ακρίβεια πάνω στους ήρωες. Όσο μεγαλύτερη η ακρίβεια και η λεπτομέρεια που έχει ένας ήρωας, τόσο πιο πολύ θα γίνει κοινός στον κόσμο. Μην τον γράψεις εξωτερικά, μπες μέσα του.
Πάμε λίγο προς το τέλος; Πόσοι από τους φαν που έχεις μιλήσει σου ζητούν τρίτο κύκλο; Θα ήθελες να το κάνεις;
Γιώργος Γκικαπέππας: Όλοι μου ζητάν τρίτο κύκλο. Εδώ και οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ μου το ζητάνε. Είχε αποφασιστεί η σειρά να κάνει δύο κύκλους. Κάποιος με πίεσε πάρα πολύ και του απάντησα έτσι:
Οι κύκλοι νομίζω είναι σαν τα κουτιά. Ανοίγω ένα κουτί έχει κάτι μέσα, ανοίγω ένα άλλο βρίσκω κάτι άλλο μέσα. Το ερώτημά σας, τι θα έκανα σε ένα τρίτο κύκλο ομολογώ ήταν καινούργιο. Γιατί εγώ είχα στο μυαλό μου ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη.
Θα μπορούσα να γράψω αβίαστα τη συνέχεια, εννοώ πως υπάρχουν κάποια νέα διλήμματα.
Ο παππούς δεν μπορούσε να έχει για μένα άλλη κατάληξη, θα ήταν ψέμα αν συνέβαινε αυτό. Αλλά το φοβερό είναι ότι όλοι είναι σαν να μου έλεγαν, «θέλουμε κι άλλον από αυτόν τον τρόπο αφήγησης».
Δηλαδή από αυτό το storytelling. Κάπως συνδέθηκαν με αυτό ή τους λείπει. Και όλοι στενοχωρήθηκαν πολύ. Ήταν γλυκόπικρο το τέλος, γιατί ένιωσαν μια ασφάλεια πως το παιδί «δεν μένει στον αέρα». Αλλά ο παππούς μένει κι αυτός μαζί με τον φίλο του, τον εξαιρετικό Νίκο Αρβανίτη. Σαν δύο… Μπεκετικές φιγούρες ή γιατί να λέμε Μπεκετικές; Να λέμε δύο ελληνικές φιγούρες. Ναι, δύο αγρότες γέρους.
Μήπως να λέμε πλέον, «Γκικαμπεκετικές»;
(γέλια) Όχι, όχι!