Με τη Μαρία Ζορμπά συναντηθήκαμε πρώτη φορά ένα βράδυ Δευτέρας στο θέατρο Σταθμός. Δωρική, ήρεμη και δυναμική μέσα από την απλότητα της, ξεκίνησε με έναν παιδικό ενθουσιασμό αλλά και την επίγνωση που φέρει η ενηλικίωση να μου μιλάει για την παράσταση. Το έργο, τις αναφορές της, το όραμα της. Μου έδειξε εικόνες από τη γοργόνα της Κοπεγχάγης και από τη Μπλε Περίοδο του Πικάσο. Και κάπως έτσι, μέσα σε λίγα λεπτά, αυτό που μόλις είχα παρακολουθήσει αποκωδικοποιήθηκε, έγινε πιο γλυκό και οικείο.

Η παράσταση «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι» του Θοδωρή Γκόνη – με την Μαρία Ζορμπά για πρώτη φορά στο ρόλο της σκηνοθέτη- είναι ένα έργο που θέτει στο επίκεντρο τη γυναίκα. Τη φύση της, τις δυσκολίες, τους κόσμους που χτίζει με κίνδυνο να οδηγηθεί στην ματαίωση, τον πόνο αλλά και τη λύτρωση. Τη βασική πρωταγωνίστρια ενσαρκώνει η Μυρτώ Αλικάκη, η οποία πλαισιώνεται από δύο νεαρές ηθοποιούς, την Αιμιλία Παπαχριστοφίλου και τη Νικόλ Κοροντζή, μαθήτριες της Μαρίας Ζορμπά στη Δραματική Σχολή όπου διδάσκει.       

Το πρωτότυπο έργο του Θοδωρή Γκόνη είναι μονόλογος, όμως η σκηνοθέτιδα αποφάσισε να τοποθετήσει στη σκηνή τρεις ηθοποιούς και εξηγεί τον λόγο: «Οι άλλες δύο μορφές που υπάρχουν στην παράσταση και συμπληρώνουν την πρώτη είναι σαν δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου προσώπου μέσα στον χρόνο. Αλλά ουσιαστικά η φύση είναι η ίδια και μπήκαν γιατί δεν ήθελα να αντιμετωπιστεί αυτή η γυναίκα σαν μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά σαν μια γυναικεία μορφή, η οποία ταυτίζεται με πολλές άλλες γυναίκες μέσα στον χρόνο αλλά και τον τόπο»

Για τις αναφορές της, την ενδυματολογική της προσέγγιση αλλά και τους συμβολισμούς της παράστασης η Μαρία Ζορμπά μου είπε: «Στην αρχή έχουν κάποια πράγματα, που τις διαφοροποιούν και ενδυματολογικά, όμως, ακριβώς για να αναδειχθεί αυτή η ομοιότητα, η κοινή φύση, προς το τέλος της παράστασης αρχίζουν και ομοιάζουν και ενδυματολογικά και μορφολογικά.

Ήθελα να τις ενώσω. Είναι σαν αδερφές ψυχές και το σημείο αυτό που ενώνονται τελείως, φτιάχνουν ένα «βραχάκι» σχηματίζοντας μια αποτύπωση της γοργόνας της Κοπεγχάγης, που είναι μια από τις αναφορές μας για αυτή την παράσταση. Το βασικό πρόσωπο έχει στοιχεία μιας γοργόνας, που επιθυμεί να ενωθεί με το υγρό στοιχείο, το οποίο είναι ταυτισμένο με τη γυναικεία φύση. Άλλες αναφορές έρχονται από τη Μπλε Περίοδο του Πικάσο για την αποτύπωση του γαλάζιου, που εικονοποιεί την αγάπη αυτής της γυναίκας για τη θάλασσα και που έρχονται μετά, τα πιο έντονα χρώματα της αντρικής φιγούρας να διαταράξουν αυτή τη γαλήνη, μιας και ο άντρας έτσι όπως έρχεται σε κάποια σημεία του κειμένου ταυτίζεται με βίαιες πράξεις, με πολέμους, με μια πατριαρχική μορφή. Θέλαμε να υπάρχει μια διαφοροποίηση και στα χρώματα και στην εικόνα. 

Πέρα από αυτό, το κυριότερο είναι ότι δεν αισθανόμουν ότι αυτή η γυναίκα είναι μόνο μία. Αν είχα τη δυνατότητα κάποια στιγμή στην παράσταση θα έβγαζα ένα πλήθος γυναικών, που έχουν αντιμετωπίσει ή αντιμετωπίζουν παρόμοια θέματα στη ζωή τους».

Κάπου εκεί αναρωτιέμαι πώς αντιμετωπίζουν άραγε οι γυναίκες το συγκεκριμένο έργο και πώς οι άντρες. «Υπάρχει μια συγκίνηση γενικώς, τους αγγίζει η παράσταση. Γενικά το κοινό στο θέατρο είναι κατά το μεγαλύτερο του ποσοστό γυναικείο κοινό, όμως και άντρες, ειδικά μεγαλύτερης ηλικίας συναντιούνται με το θέμα, με κάποιον τρόπο τους αγγίζει η παράσταση. Δε θεωρώ ότι έχουμε φτιάξει μια γυναικεία -με την κλειστή έννοια- παράσταση. 

Αυτό που έχω ακούσει από τις γυναίκες είναι ότι τους αρέσει ο τρόπος, που αντιμετωπίζεται το γυμνό γυναικείο σώμα ότι υπάρχει μια μαλακότητα, μια ευαισθησία και μια ποιητικότητα στο πώς το γυναικείο σώμα εμφανίζεται στην σκηνή. Εστιάζουν περισσότερο στη φυσικότητα στο ότι είναι κάτι απλό με μια αθωότητα και ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντα ένα ερωτικό βλέμμα πάνω στο γυναικείο σώμα ή η προβολή της σεξουαλικότητας του. Το γυναικείο σώμα είναι εκεί, είναι όμορφο με κάθε τρόπο σε οποιαδήποτε ηλικία και η ομορφιά του είναι σε πράγματα, που από κάποιους μπορεί να θεωρούνται ατέλειες. Ένα σώμα μπορεί να είναι εκεί χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει κάτι ή να κλειστεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για να γίνει αποδεκτό ή να αρέσει. Όταν δεν υπάρχουν αυτοί οι περιορισμοί τότε υπάρχει η ομορφιά. Αυτό που μας κάνει άσχημους είναι ότι προσπαθούμε να φτιάξουμε τη μορφή μας για να αρέσουμε και να συμβαδίσουμε με κάποια πρότυπα, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι εμπορικού και εμπορεύσιμου τύπου και όχι κάτι άλλο. Αυτό μας σφίγγει και το βλέπουμε γύρω μας, υπάρχει ένα άγχος να αρέσουμε. Θέλουμε τα κορίτσια της παράστασης να είναι εκεί χωρίς κάποιο άγχος.».

Για την επιλογή της να βγει γυμνή η Μυρτώ Αλικάκη προς το τέλος της παράστασης:  «Η τελική γυμνή παρουσία στη παράσταση είναι κάτι που από την αρχή το είχαμε σκεφτεί γιατί μέσα από αυτό σκεφτόμασταν μια ελευθερία. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια των προβών είχαμε εγκαταλείψει αυτή τη σκέψη. Μετά όμως βλέποντας τις τελευταίες πρόβες ένιωσα ότι υπήρχε ένα εμπόδιο ανάμεσα στην ηθοποιό και σε αυτό το άνοιγμα, αυτή τη γενναιοδωρία που έχει η ηρωίδα φεύγοντας από το έργο απροστάτευτη. Οπότε εκεί το ρούχο φάνταζε σαν μια τελευταία πανοπλία και αποφασίσαμε ότι έπρεπε να το αποχωριστούμε. Τα τελευταία βήματα εξόδου είναι βήματα λύτρωσης».

Για την επιλογή της να σκηνοθετήσει το συγκεκριμένο έργο: «Τα πράγματα έγιναν κάπως από μόνα τους και εγώ εμπιστεύομαι τα πράγματα που έρχονται στον δρόμο σου. Ήρθε η πρόταση να παίξω στο έργο, αλλά εγώ εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να βάλω κάτι άλλο στο πρόγραμμα μου. Διαβάζοντας το έργο άρχισα όλο αυτό να το βλέπω μπροστά μου να οπτικοποιείται».

Υπήρξε η σκηνοθεσία ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε; «Δεν μπορώ να πω ότι η σκηνοθεσία ήταν όνειρο μου. Επειδή σε αυτή τη δουλειά είμαστε πάντα σε μια πρόβα, παρακολουθούμε, συνδράμουμε και επειδή τώρα έχω και αυτή η σχέση με τη Δραματική Σχολή, όπου η θέση μου είναι κάτω από τη σκηνή, έλεγα ότι κάποια στιγμή θέλω να το δοκιμάσω».

Τώρα που έχει φύγει το άγχος της πρεμιέρας πώς νιώθεις, τι σχόλια εισπράττεις από φίλους, από όσους σε γνωρίζουν καλά; «Τα σχόλια είναι πολύ θετικά. Άλλοι εκπλήσσονται ευχάριστα, άλλοι δεν εκπλήσσονται σαν να περίμεναν ότι θα εμπλεκόμουν με κάτι τέτοιο. Το θέμα για μένα είναι ότι υπήρχε μια πολύ γόνιμη περίοδος, αυτή των προβών. Είναι πολύτιμη η επαφή με το κοινό, αλλά ο θησαυρός ήταν στην περίοδο των προβών γιατί είχα την τύχη να είμαι με αυτή την ομάδα συντελεστών, με τους οποίους ζήσαμε μια περιόδο γεμάτη εμπιστοσύνη και άνοιγμα».

Για τη σχέση της με την Μυρτώ Αλικάκη: «Είχαμε συνεργαστεί σε μια παράσταση, του φεστιβάλ Αισχύλεια, στους Πέρσες του Αισχύλου και πραγματικά την εκτίμησα και της έχω μεγάλο θαυμασμό. Είναι μια πολύ δυνατή γυναίκα, πολύ ευγενής, πολύ απλή και ακούραστη στη δουλειά. Έχει όλα τα καλά. Στον συγκεκριμένο ρόλο κάπως είμαστε και οι δύο μέσα σε αυτό. Υπάρχουν υποκριτικές περιοχές της Μυρτώς, που μπορέσαμε και τις ανοίξαμε μαζί».

Είσαι άνθρωπος χαμηλών τόνων επέλεξες, όμως, να κάνεις ένα επάγγελμα με πολύ έκθεση πως το βιώνεις; «Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα γιατί πέρασα και μια δύσκολη περίοδο στην εφηβεία, που ήμουν έως και αγοραφοβική. Στη σκηνή είμαι πιο τολμηρή. Συμβαίνει σε αρκετούς καλλιτέχνες να είναι ντροπαλοί στη ζωή τους και στη σκηνή να μην είναι. Στη σκηνή υπάρχει μια προστασία, είναι ένας ιερός χώρος, όπου είσαι πάρα πολύ απροστάτευτος αλλά και πάρα πολύ προστατευμένος».

Είναι απελευθερωτικό ότι είσαι μεταξύ αγνώστων; «Ναι, αλλά από την άλλη όταν ανέβεις πάνω στην σκηνή ο θεατής τα βλέπει όλα, τα κρίνει όλα, τα εξετάζει όλα και η δική μας δουλειά είναι να καταφέρουμε να τον περάσουμε από το στάδιο του κριτικού βλέμματος στο να επικοινωνήσει κάτι πιο βαθύ, να κάνει δικό του αυτό που γίνεται πάνω στη σκηνή και με αυτό που γίνεται στο έργο. Στις μέρες μας είναι πολύ υψηλό οχυρό η κριτική. Πίσω από αυτό οι άνθρωποι έχουν βρει έναν τρόπο να αποφεύγουν τον εαυτό τους».

Για τον θυμό που συναντάμε γύρω μας: «Νομίζω ότι υπάρχει συσσωρευμένος θυμός, άλυτα προβλήματα κοινωνικά, οικογενειακά, προσωπικά, που κάποιες φορές φτάνουν σε τέτοιο βαθμό, που ο άλλος τα αφήνει στην άκρη και βγάζει τον θυμό του και το άγχος του πάνω στους άλλους. Αυτό το βλέπουμε και στο δρόμο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχει μια ευκολία στο να επιτεθούμε και να κρίνουμε. Όμως δεν μπορούμε να αφήσουμε την πιθανότητα της κριτικής να μας στερεί από το να μιλάμε, να δημιουργούμε, να υπάρχουμε. Δεν μπορούμε να αφεθούμε στον φόβο»

Για τη σχέση της με την κριτική: «Υπάρχει πάντα η επίγνωση του πόσο σκληρά έχεις δουλέψει και η επίγνωση των επιλογών που έχεις κάνει, τις οποίες δεν πρόκειται να απαρνηθείς. Αλλά και η πιθανότητα μιας κακής κριτικής είναι εκεί και είναι κάτι που μπορεί να συμβεί. Η κριτική είναι τροφή για σκέψη. Μπορεί να πάρεις κάτι, να το σκεφτείς ή και να το απορρίψεις, φυσικά. Όταν παίζω, δε διαβάζω τις κριτικές. Τις διαβάζω μετά, γιατί κάτι αρνητικό μπορεί να με συρρικνώσει ή κάτι καλό να με κάνει να υπερβάλλω».

Είχες πει σε παλιότερη συνέντευξη ότι ο πατέρας σου δεν είχε έρθει να σε δει στο θέατρο. Και εκεί με έκανες να σκεφτώ πώς ένιωσες με αυτό δεδομένου ότι κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι θελουμε την αποδοχή των γονιών μας.

«Πήρα την αποδοχή του πατέρα μου πριν φύγει από τη ζωή αυτή. Στην αρχή, όμως, όταν έφυγα από το σπίτι σε πολύ μικρή ηλικία -ακριβώς επειδή ο πατέρας μου δεν ήθελε να ασχοληθώ με το θέατρο- τότε κατάλαβα ότι αυτό ήταν μια σημαντική, δική μου επιθυμία, που δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Κατανοώ πλήρως τη γενιά αυτών των ανθρώπων και το τρόπο που μεγάλωσαν με όλα αυτά τα σκληρά πρότυπα εκείνης της εποχής για το πώς πρέπει να είναι ο άντρας, η οικογένεια του, η κόρη του. Μερικές φορές για να προχωρήσεις χρειάζεται μια βία. Να αποκόψεις έναν δεσμό, δεν γίνονται τα πράγματα πάντα με εύκολο τρόπο».

Για τις βίαιες αλλαγές και τον πόνο που έχει βιώσει: «Είμαι ένας πολύ υπομονετικός άνθρωπος και δίνω πολλές ευκαιρίες, αλλά όταν φεύγω είμαι πολύ απόλυτη. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει συναντήσει τον πόνο στη ζωή του. Όλα τα ζούμε: απώλειες και συγκρούσεις είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση.»

Χαρά τι σου δίνει; «Οι άνθρωποι, η φύση, τα παιδιά, τα ζώα. Τα απλά πράγματα. Μου δίνει χαρά να νιώθω ελεύθερη, ανεμπόδιστη μέσα μου γιατί θεωρώ ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια τα βάζουμε εμείς στον εαυτό μας και όταν καταφέρνω να τα ρίχνω τότε υπάρχει χαρά, υπάρχει φως.»

Η σχέση σου με τον χρόνο είναι «μυστηριώδης»: «Ο χρόνος είναι κάτι πολύ μυστηριώδες, άγνωστο και αυτό που έχω βιώσει είναι ότι η πυκνότητα και τα άλματα μέσα στον χρόνο δεν μπορούν να καθοριστούν ημερολογιακά. Το ημερολόγιο υπάρχει για να ορίζει κάποια ιστορικά γεγονότα, όμως ο χρόνος για εμένα είναι κάτι άλλο. Μπορεί μέσα σε μια ώρα να γίνουν άλματα.»

Είχες παρομοιάσει τον χρόνο με τα λουλούδια και είχες πει ότι μερικά αργούν να ανθίσουν. Εσύ θέλεις τον χρόνο σου για να ανθίσεις; «Αυτό οι άλλοι μπορούν να το πουν για εμένα, αλλά σίγουρα δεν μπορώ να αντιμετωπίσω με άγχος την “ανθοφορία” μου. Είναι ανάλογη μιας καλλιέργειας και θα έρθει όταν είναι να έρθει. Δεν έχω το άγχος του χρόνου γιατί αυτό είναι κάτι που σε σφίγγει ψυχικά και δεν μπορώ να λειτουργώ έτσι.»

Τι θα ήθελες να σου φέρει το μέλλον; «Δε θέλω να κάνω σχέδια πολύ μακρινά. Θα ήθελα να πάω μια εκδρομή στη φύση. Έχω μια επιθυμία μεγαλώνοντας να μη φοβάμαι, να έχω αγάπη και υγεία. Χρειάζεται δύναμη και υπομονή το πέρασμα στην αδυναμία που έρχεται με τα γηρατειά. Στην εποχή μας δεν υπάρχει κατανόηση και αγκαλιά για την αδυναμία. Για κάποιο λόγο πρέπει όλοι να φαινόμαστε δυνατοί. Όμως η αδυναμία είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, έρχεσαι αδύναμος και φεύγεις αδύναμος. Ένας μεγαλύτερος άνθρωπος μπορεί πνευματικά να σου δώσει κάτι πολύ ισχυρό, σε μια στιγμή που το έχεις μεγάλη ανάγκη.»

Πληροφορίες παράστασης “Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι” του Θοδωρή Γκόνη

Σκηνοθεσία: Μαρία Ζορμπά

Ερμηνεία: Μυρτώ Αλικάκη    Μαζί της επί σκηνής: Αιμιλία Παπαχριστοφίλου, Νικόλ Κοροντζή                             

Εικαστικό περιβάλλον: Μάρια Μπαχά                                                                                                            
Κοστούμια: Μαρία Ζορμπά
Μουσική: Τηλέμαχος Μούσας
Φωτισμοί: Ευθύμης Χρήστου
Επιμέλεια κίνησης: Μυρσίνη Πετρούτσου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μυρτώ Παγκάλου
Φωτογραφία προώθησης: Νικόλας Κωστής   

Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο  ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών  

Διάρκεια: 70΄