Είχα την τύχη και το προνόμιο να διαβάσω το Pax Americana στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 2023. Έχω την τύχη και το προνόμιο να είμαι φίλος με την Αλεξάνδρα Τσόλκα, καθώς έχουμε μοιραστεί άφθονες ανησυχίες και στεναχώριες. Τα άφθονα γέλια μας, δε, πιθανώς να ηχούσαν ανησυχητικά σε εκείνους που γνώριζαν τα βάσανά μας. Γενναία και στοργική, ατρόμητη και απένταρη, αποφάσισε να φύγει για τις ΗΠΑ, επιζητώντας ένα καλύτερο μέλλον για τις δύο ταλαντούχες κόρες της, αδιαφορώντας για τις κακουχίες, αψηφώντας τους φόβους.
Για να γνωρίσει κανείς την Αλεξάνδρα πρέπει να τη διαβάσει. Εκεί βρίσκεται ο πυρήνας της σκέψης και της υπόστασής της. Το Pax Americana είναι οι ιστορίες που συνθέτουν το δικό της προσωπικό παζλ: Το πολυσύνθετο ταλέντο της συναντά τις ακατέργαστες αλήθειες της. Με το φλογερό της ταμπεραμέντο δίνει ζωή σε περιθωριακούς αλήτες, τραγικές φιγούρες, μοιραίους παίκτες…
Οι αντι-ήρωες της δρουν σε ένα παρακμιακό σύμπαν που στήνει η ίδια σε δύο αράδες. Κι αν κάνεις το λάθος και νομίζεις πως απέχεις πολύ από όλα αυτά, τότε μάλλον πλανάσαι! Η κοφτερή της σκέψη, η ανατρεπτική της ματιά, διατρέχουν το Pax Americana καθώς μας συστήνει στους χαρακτήρες της. Το περιθώριο, ο ρατσισμός, η μετανάστευση, η φτώχεια και η αρρώστια, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, τα γηρατειά, οι εμμονές και οι θεωρίες συνωμοσίας γίνονται ο καμβάς της.
«Πρόσεξε εσύ, σήμερα, που ενοχλείσαι απ’ τους ξένους, τους διαφορετικούς, αυτούς του άλλου χρώματος ή της άλλης απόχρωσης δέρματος, θρησκείας, προφοράς. Αύριο ή μεθαύριο μπορεί να είσαι αυτό ακριβώς. Μετανάστης! Πρόσφυγας! Ηλικιωμένος! Εξαρτημένος! Φτωχός! Κοίτα τι εύκολο που είναι. Είσαι αφημένος στο έλεος της εποχής σου. Και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και, βέβαια, στην Αμερική…» γράφει στο οπισθόφυλλο του Pax Americana.
Έτσι, τα ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης μιλήσαμε για το Pax Americana και την προσφυγιά της, αλλά και πάλι δεν δώσαμε κάποιο ραντεβού. Χρόνια τώρα, δεν δίνουμε ραντεβού, όπως κάναμε πάλια…
Pax Americana, γιατί;
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτή τη συλλογή κειμένων, το Pax Americana;
Δεν ξέρω… Η μάλλον να σου πω, πως είναι μυθιστόρημα, μόνο που στη φόρμα του λέγεται η ιστορία μιας γυναίκας, μιας οικονομικής μετανάστριας, μέσα από τις ζωές άλλων και τη συνάντηση της -κάποτε εντελώς φευγαλέα, μια στιγμούλα μόνο- με άλλους. Εκείνους που μοιράζεται για λίγο τον χρόνο, το κοινό τοπίο, το σημείο της επαφής.
Άνθρωποι που δεν μοιάζουν μεταξύ τους, φυλετικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, σε τόπο καταγωγής, σ αυτά που κουβαλούν ως βεβαιότητες, ως εθνότητες, ηλικιακά ως γενιές, σε διατροφή, ή πολιτικά, καλούνται να συνυπάρξουν. Ναι, είναι οι ΗΠΑ, αλλά οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι διανοούμενοι και τα στελέχη επιχειρήσεων που ζητούν προοπτικές, οι εργάτες με τις ατέλειωτες σχεδόν σκλαβιάς εργατοώρες, υπάρχουν σε όλον τον Δυτικό κόσμο. Έχουν τα ίδια βλέμματα κούρασης, την ίδια απόγνωση σε αυτοματοποιημένες κινήσεις, την ίδια οσμή σώματος αυτού που διαφέρει, που δεν χωράει, που στέκεται σαν τον «τρελό του χωρίου» παράμερα από το πανηγύρι, που και εκεί «τρελοί του χωριού» το γλεντάνε.
Απλά αυτόν, τον κάθε αυτόν, δεν γουστάρουν… Δεν ξέρω τώρα τι σου απάντησα… και δεν ξέρω το πως γεννήθηκε η ίδια. Μόνο το πού, ξέρω: μέσα μου, βαθιά μου, σε σκοτάδια πνιγηρής παρατήρησης των άλλων και του εαυτού μου! Στο εσωτερικό μου περιθώριο που συναντήθηκε με ένα άλλο, χειροπιαστό γύρω μου… αυτά, μάλλον.
Είμαστε φίλοι για πάνω από 15 χρόνια. Δεν μπορώ να πω πως δεν σοκαρίστηκα σε ορισμένες ιστορίες από τον κυνισμό του Pax Americana. Θεωρείς πως είναι απότοκο της μετανάστευσης; Ο μετανάστης πρέπει να γίνει κυνικός για να επιβιώσει;
Κυνισμό; Λες ε; Και εγώ θα στοιχημάτιζα πως το παρακάνω δίνοντας τρυφερά άλλοθι ακόμη και στους πιο σκατάδες χαρακτήρες μου. Ο μετανάστης δεν γίνεται τίποτα για να επιβιώσει. Κάνει σάρκα την επιβίωση. Σα να τον κατοικεί πνεύμα. Επιστροφές δεν υπάρχουν. Ούτε εξορκισμοί. Μόνο δουλειά, ώσπου να γυρίσεις κατάκοπος και να σε πάρει ο ύπνος σε έναν φτηνιάρικό καναπέ χωρίς να έχεις κουράγιο ούτε φαγητό να ζεστάνεις. Τον κυνισμό δεν τον είχα καθόλου σκεφτεί! Ίσως!
Σαν φιλοσοφικό σύστημα που περιφρονεί όλες τις κοινωνικές συμβάσεις, ίσως. Χωρίς όμως την επιστροφή του ανθρώπου στη φύση με εγκράτεια και λιτότητα. Είναι μακριά από μένα αυτά. Εκτός αν μιλάς για την βωμολοχική γλώσσα του βιβλίου. Για αυτό μιλάς; Πως νομίζεις ότι μιλάνε τα αφεντικά των εργαζομένων με «μαύρα» λόγω μη νόμιμης παραμονής στην οποία χώρα; «Παρακαλώ φτιάχνετε την πίτσα πεπερόνι, κατά το δυνατόν συντομότερα, με κινήσεις ενεργητικές και γρήγορες» ή «κούνα τα χέρια σου μωρή μαλακισμένη, μη σου γαμήσω, που νυχτώσαμε για μια κωλοπίτσα;».
Οι εχθροί των «νοικοκυραίων» ή των «MAGA» (σ.σ. Make America Great Again) με δυσδιάκριτα σύνορα: ο μετανάστης και ο πρόσφυγας, ο αλκοολικός και το τζανκι, οι γέροι, οι ανάπηροι, οι φτωχοί πάντα, οι διεμφυλικοί, οι μοναχικοί, οι παχύσαρκοι, οι γυναίκες που δεν μοιάζουν με τις ινφλουένσερ του photoshop, όλοι όσοι δεν έχουν ωραία υλικά αγαθά και τόσοι άλλοι.
Οι ιστορίες σου αποκαθηλώνουν τον όρο «Αμερικάνικο Όνειρο» που είχε επικρατήσει για μισό αιώνα. Το νιώθεις κι εσύ έχοντας πλέον την εμπειρία;
Το έχουν αποκαθηλώσει οι μεγάλοι Αμερικανοί λογοτέχνες αυτό, πριν ανακαλύψω εγώ την Αμερική, ως άλλος Κολόμβος ή έστω Βίκινγκ, να τον προλάβω και τεσσεράμισι αιώνες. Η γη των ελευθέρων και η πατρίδα των γενναίων ε; Εκεί που όλα είναι δυνατά αν έχει εργατικότητα και καλό credit στις τράπεζες; Το έχουν κάνει από τον Σκοτ Φιτζέραλντ στον «Υπέροχο Γκάτσμπυ», μέχρι τον μέγα Χεμινγουέι, τον Τζον Ντος Πάσος, τον «Θάνατος του (κάθε) Εμποράκου», οι γεμάτες ρωγμές ηρωιδες του Τένεσι Ουίλιαμς, τα «Σταφύλια της οργής» του μοναδικού Στάινμπεκ.
Μα, εγώ, έχοντας φύγει από την Ελλάδα που γίνονταν διαδηλώσεις για να μη καθίσουν άλλες ώρες παιδιά μεταναστών και προσφύγων στα ίδια θρανία σχολείων με τα Ελληνάκια και κολλήσουν τα δικά μας κάποια αόριστη ασθένεια -μάλλον φτώχεια!- μιλάω για τη διάψευση των «ξένων» παντού στον κόσμο ετούτο. Η ηγεμονία του χρήματος αποκτημένου με κάθε κόστος, ο χυδαίος καταναλωτισμός, η ηθική εξαχρείωση δημιουργούν παρείσακτους, περιθώρια, διαφορετικούς, παντού.
Οι εχθροί των «νοικοκυραίων» ή των «MAGA» (σ.σ. Make America Great Again) με δυσδιάκριτα σύνορα: ο μετανάστης και ο πρόσφυγας, ο αλκοολικός και το τζανκι, οι γέροι, οι ανάπηροι, οι φτωχοί πάντα, οι διεμφυλικοί, οι μοναχικοί, οι παχύσαρκοι, οι γυναίκες που δεν μοιάζουν με τις ινφλουένσερ του photoshop, όλοι όσοι δεν έχουν ωραία υλικά αγαθά και τόσοι άλλοι.
Από αυτούς, που εύκολο είναι να βρεθείς ανάμεσα τους. Ένα χοπ – πηδηματάκι ελαφρό στον αέρα! Και πάλι, υπάρχει η πάλη με την αδικία, οι ιεροί προσωπικοί δεσμοί με την παράδοση, η ανάγκη για επιβίωση, ο πόθος για αξιοπρέπεια… Πολλά είπα, πάλι! Κυνική με βρίσκεις, αλλά το «αμετροεπής» έπρεπε να μου «τρίψεις στη μούρη».
Σε βρίσκω ανησυχητικά μίνιμαλ, αλλιώς σε ήξερα (γέλια)… Με ποιόν χαρακτήρα έχεις συνδεθεί πιο πολύ;
Με όλους, αλλά προφανώς με εκείνη τη γυναίκα που περνάει σα σκιά στις αφηγήσεις τους.
Πώς υποδέχονται οι Ελληνοαμερικανοί τρίτης γενιάς τους νέους Έλληνες μετανάστες; Συγχρωτίστηκες με την ελληνική κοινότητα της Βοστόνης;
Με την ελληνική κοινότητα οργανωμένη, μέσα από ομοσπονδίες και συνδέσμους και συλλόγους, όχι. Με Έλληνες που ζουν στην Βοστώνη και στη Νέα Υόρκη, ναι. Μια χαρά τα βρίσκουμε πάντα μεταξύ μας οι Έλληνες. Αλλά σε όλες νομίζω τις εθνικές κοινότητες εδώ και όχι μόνο, όλοι επιθυμούν σε σύναξη, στη δική μας περίπτωση με τσίπουρα και κάνα ελληνικό μεζέ να πουν ιστορίες για τον «καινούργιο» που την πάτησε και δε τα κατάφερε όπως οι ίδιοι, αλλά τι νόμιζε «Ελλάδα είναι εδώ που σε όλες τις πλατείες είναι τα καφέ γεμάτα και έχουν όλοι καινούργια κινητά;».
Τι είναι εκείνο που θυμάσαι πιο έντονα από τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασης σας στη Βοστώνη;
Ότι ήταν σα να είχα μπει σε ταινία. Από το «Mystic River», στο «Good Will Hunting» και το «The Departed». Ή στα βιβλία του Στίβεν Κινγκ, που μπορεί όλα τα στοιχειά και τα διαβολικά να είναι στο Μέιν, αλλά η Βοστώνη πάντα παίζει! Οι πρώτες μέρες ήταν έντονα τουριστικές, όμως. Δεν μετράνε. Στη συνέχεια ούτε τον Μπεν Άφλεκ, τον Ματ Ντέιμον ή τον Μαρκ Γουόλμπεργκ συνάντησα, ούτε με τον Κινγκ ήπιαμε καφεδάκι. Α ναι, πήγα και μέχρι το Σάλεμ για να επισκεφτώ το μουσείο για τις μάγισσες και κάτι παραστάσεις. Μέχρι εκεί, όμως.
Θα επιστρέψεις κάποια στιγμή στην Ελλάδα για να ζήσεις μόνιμα; Είναι στα άμεσα οικογενειακά σχέδια;
Ο επαναπατρισμός ε; Τα κορίτσιά μου μεγάλωσαν και κάνουν πια τους δικούς τους σχεδιασμούς ζωής. Η μάνα μου δεν υπάρχει πια και ο τόπος είναι άδειος. Τον αδελφό μου τον συναντώ γιατί έχει αποφασίσει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, όσο μπορεί. Από Βερμόντ σε Χιλή και από Ισπανία σε Κροατία, για ΣΚ. Άρα τον συναντώ. Εγώ και ο Γιάννης, κάποιες φορές μοιάζει να θέλουμε να γυρίσουμε σπίτι, αλλά κι αυτό κάηκε στις τελευταίες πυρκαγιές της Αττικής. Δεν ξέρω… τι θα έκανες στη θέση μου;»
Προσωπικά, δεν νομίζω να επέστρεφα. Δεν είμαι δολοφόνος… Τελικά πού έχεις καταλήξει: είναι νοσταλγία της παλιάς ζωής αυτό που κουβαλά ένας μετανάστης ή νοσταλγία του τόπου;
Είναι η νοσταλγία της ζωής σκέτο και μαζί και ενός τόπου -όποιου- να σου επιτρέπει να χωράς και να υπάρχεις…
Αν σου αρέσουν τα βιβλία, πατήσε εδώ.