Αληθεια, άραγε, πώς προφυλάσσεσαι ουσιαστικά και καίρια από μια κακοποιητική σχέση; Πώς δεν την αφήνεις να εξελιχθεί σε κάτι δυνητικά και πρακτικά άκρως επικίνδυνο; Η γυναικοκτονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα στους Αγίους Αναργύρους επαναφέρει με τραγικό τρόπο ερωτήματα που κανονικά δεν θα έπρεπε ποτέ να παύουν να μας απασχολούν.
Η άτυχη κοπέλα πήγε στο αστυνομικό τμήμα να καταγγείλει, να προστατευτεί. Πού καλύτερα θεωρητικά; Κι όμως… Παράλληλα με τα τεράστια λάθη, τις παραλείψεις, την ανικανότητα ανθρώπων και ενός ολόκληρου συστήματος, ακούστηκε ένα ερώτημα που έχει βαθύτερο νόημα: Ακόμα και αν τη γλίτωνε η Κυριακή Γρίβα εκείνη τη μέρα, ποια εγγύηση υπήρχε πως ο 39χρονος πρώην σύντροφός της δεν θα δοκίμαζε ξανά άλλη στιγμή, αλλιώς; Καμία προφανώς. Κι αυτό καθότι το μοτίβο είναι πιο δυνατό από το «η κακιά η ώρα».
Μίλησα με τη Διδάκτωρ Ψυχολογίας Ελένη Λούπου θέλοντας να με βοηθήσει να μπω στο μυαλό τόσο του θύματος όσο και του θύτη. Προσπαθώντας επίσης και κυρίως να επικοινωνηθεί πώς μπορεί μια γυναίκα να προστατέψει τον εαυτό της από μια τοξική σχέση, ειδικά όσο είναι ακόμα νωρίς και έχει περισσότερες πιθανότητες να προλάβει καταστάσεις, δυσάρεστες και τρομακτικές.
Η γυναικοκτονία έχει βαθιές ρίζες
Η Ελένη Λούπου, δουλεύοντας επί σειρά ετών σε μεγάλους οργανισμούς αλλά και ιδιωτικά, έχει εντοπίσει μια κοινή αφετηρία. Κι ως συχνά συμβαίνει, έχει να κάνει με το πώς μεγάλωσε κανείς, σε τι περιβάλλον, με τι ανθρώπους πλάι του, να τον διαμορφώνουν, να τον ορίζουν:
«Είναι διαφορετικό για άνδρες και γυναίκες. Από την πλευρά των γυναικών έχει να κάνει με το δεσμό της προσκόλλησης. Πώς έχουν μάθει να παίρνουν και να δίνουν αγάπη, πώς κάνουν σχέσεις.
Αυτό ξεκινάει από την παιδική ηλικία. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε τον αγχώδη, τον ανασφαλή βαθμό προσκόλλησης. Αναλόγως με το πώς μεγάλωσαν τείνουν να συνάπτουν σχέσεις και αργότερα.
Άρα έχει να κάνει με ένα μοτίβο “πώς θα κάνω σχέση, τον άνθρωπο με τον οποίο θα επιλέξω να κάνω σχέση”.
Κάτι που μου είναι οικείο, κάτι που με κάνει να παίρνω επιβεβαίωση, μου φέρνει ασφάλεια ακόμα κι αν μόνο δεν είναι αυτό στην πράξη.
Από την ανδρική πλευρά, έχει να κάνει με τόσο τοξικός και χειριστικός είναι ως άνθρωπος. Πόσο πολύ θέλει να έχει τον έλεγχο των καταστάσεων. Να περνάει το δικό του, να τα έχει όλα υπό έλεγχο, πόση ελευθερία αφήνει στο ταίρι του.
Πόσο πολύ ζηλεύει – η ζήλια είναι πολύ μεγάλο κομμάτι. Πόσο ανασφαλής νιώθει ή έχει νιώσει στην πορεία της ζωής του. Πώς έχει μάθει να σχετίζεται.
Τι πρότυπο έχει; Του μάτσο άνδρα ή της σύμπραξης δύο ανθρώπων και προχωράμε μαζί; Το δεύτερο κομμάτι δεν έχει προβλήματα. Προβλήματα έχει το πρώτο. Αυτοί που είναι ανασφαλείς. Κτητικοί, χειριστικοί, τοξικοί… Δεν διανοούνται πως είναι δυνατόν κάποια να τους αφήσει πρώτη».
Πώς μπορεί όμως μια γυναίκα να εντοπίσει τα σημάδια από νωρίς; Να το προλάβει; Τι πρέπει να την «ψυλλιάσει» πως κάτι δεν πάει καλά και πως ακόμα και αν δε φαίνεται άμεσα, είναι απλά θέμα χρόνου να εκδηλωθεί;
Τα αρχικά σημάδια, εξηγεί η Ελένη Λούπου, είναι φαινομενικά αθώα: «Είναι πολύ λεπτά τα όριά, οι γραμμές. Μπορεί να είναι μια παρατήρηση του τύπου “πώς έκανες έτσι τα μαλλιά σου”. Επικριτικότητα δηλαδή.
Στην αρχή θα δεις έναν άνθρωπο που πάει να σε ελέγξει. Ακόμα και με μικρά πράγματα που ίσως και να σου φανούν γοητευτικά. Δηλαδή σχόλια του στιλ “μου αρέσουν τα μαλλιά σου μακριά”. Αυτό από μόνο του προφανώς δεν λέει κάτι κακό. Το όριο μπαίνει στο πόσο πολύ θα χαλαστεί αν η γυναίκα κόψει τα μαλλιά της, αν δηλαδή τον παρακούσει. Πόσο πολύ θα νευριάσει, πόσο θα τον επηρεάσει.
Και μετά ίσως συνεχιστεί πιο έντονα, να πάει στο επόμενο στάδιο. “Εμένα δεν μου αρέσει να φοράς τακούνια” ή “μη φοράς κοντές φούστες”. Και μπορεί η γυναίκα όντως να πάει με τα νερά του για να τον έχει ικανοποιημένο. Όμως αυτό είναι λάθος. Γιατί μόλις έχει περάσει στο ελεγκτικό του κομμάτι».
Ένα δεύτερο σημάδι προκύπτει από τη γνωριμία με την οικογένεια: «Από πού προέρχεται αυτός ο άνθρωπος, πώς αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Αν γνωρίσεις την οικογένεια του, καταλαβαίνεις, υποψιάζεσαι. Το ίδιο μοτίβο χρησιμοποιούν. Δεν είναι απαραίτητο, δεν είναι πάγιο. Αλλά είναι μια ένδειξη».
«Πρώτη φωνή, πρώτο χτύπημα, έφυγες….»
Και μετά τα «μπορεί», έρχονται κι αυτά που πρέπει να κάνουν μια γυναίκα να καταλάβει πως έχει μπλέξει σε μια σχέση που δεν συμμαζεύεται, που μόνο κακό θα της κάνει, ψυχικά σίγουρα και ενδεχομένως και πολύ χειρότερα.
«Το πώς συμπεριφέρεται στις δύσκολες συνθήκες ή όταν νευριάζει ένας άνδρας δείχνει πάρα πολλά για το χαρακτήρα του. Πρώτη φωνή, πρώτο χτύπημα στο τραπέζι, ή ακόμα χειρότερα απόπειρα χειροδικίας, όλα αυτά είναι δεδομένο πως αν γίνουν μια φορά, θα επαναληφθούν. Εκεί μια και μόνο επιλογή έχεις: Να χωρίσεις. Όσο κι αν σε πονάει ψυχικά. Μόνο έτσι μπορείς να ξεφύγεις».
Δεν έχουν όλες τη δύναμη να το κάνουν. Εκεί αρκιβώς έρχεται ένα μεγάλο λάθος πολλών γυναικών. Επιστρέφουν, συγχωρούν. Καθότι, και αυτό είναι ακόμα ένα μοτίβο των τοξικών-χειριστικών ανδρών, μετά από ένα βίαιο επεισόδιο, γυρίζουν αλλαγμένοι, τάχα μου μετανιωμένοι:
«Ο κακοποιητικός ο άνδρας σχεδόν πάντα μετά από ένα επεισόδιο βίας το παίζει πιο γλυκός. Είναι πιο χειριστικός, πιο περιποιητικός. Φέρνει δώρα, αλλάζει προσωρινά συμπεριφορά. Κάποιες το θεωρούν γοητευτικό, λένε στον εαυτό τους ότι αυτός ο άνθρωπος με θέλει και γυρνάνε σε αυτόν. Πατάει σε κάποιες ανασφάλειες όλο αυτό.
Και γίνεται κάτι σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Σε αυτή τη φάση δεν κρατάει τη σύντροφό του με τη βία στη σχέση. Της έχει δημιουργήσει τη ψευδαίσθηση ότι μπορεί να (τον) αλλάξει μέσα από την αγάπη. Ότι επίσης μπορεί εκείνη να έφταιγε για ό,τι έγινε. “Εγώ τον προκάλεσα, εγώ φώναξα πρώτη”, τέτοιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό της για να τον δικαιολογήσει. Αρχίζει να τον λυπάται. Όμως αυτή η πεποίθηση είναι εντελώς λάθος. Δεν ξέρουμε που είναι τα όρια μας, μέχρι πού φτάνει όλο αυτό. Μέχρι που φτάνει στο απροχώρητο», μου λέει η Ελένη Λούπου.
Οι πιο ουσιαστικοί τρόποι προφύλαξης
Οπότε; Τι λύσεις υπάρχουν για μια γυναίκα, γενικά ομιλώντας; «Σίγουρα, να είναι ενημερωμένη και υποψιασμένη. Να μην εμπιστεύεται 100% έναν άνθρωπο. Να υπάρχει επικοινωνία με την οικογένεια. Να υπάρχουν και άλλοι που ξέρουν για το τι βιώνει και να μπορεί να μιλήσει, να επικοινωνήσει. Ένα δίκτυο ανθρώπων δηλαδή που θα είναι έμπρακτα δίπλα της.
Εάν αντιλαμβάνεται την όποια δυσκολία που δεν μπορεί να διαχειριστεί επειδή πρωτίστως μπορεί να ξεκινήσει από την ίδια, πρέπει να ζητήσει βοήθεια ψυχολογική ή ψυχιατρική. Και βεβαίως αν γίνει κάτι πολύ άσχημο, να πάει στην αστυνομία. Μπορεί στους Αγίους Αναργύρους αυτό να μη βοήθησε, αλλά δεν σημαίνει και πως πρέπει να το υποβαθμίζουμε ως λύση. Υπάρχουν και καλοί αξιωματικοί στην ΕΛ.ΑΣ. που κάνουν καλά και σωστά τη δουλειά τους και έχουν σώσει πολύ κόσμο. Κι εμείς οι ψυχολόγοι, να επισημάνω πως οφείλουμε να σπάσουμε το απόρρητο και να καταγγείλουμε κάποιον ή κάποια που θα μας αναφέρει κάτι τέτοιο. Το γνωρίζουν όσοι έρχονται για συνεδρίες εκ των προτέρων.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η ουσιαστική βοήθεια στο άτομο πριν συμβεί το κακό. Υπάρχουν ήδη ΜΚΟ και μονάδες που παρέχουν άσυλο σε κακοποιημένες γυναίκες, μυστικά μέρη για να ζήσουν. Από την άλλη βέβαια, πόσες γυναίκες μπορούν να το κάνουν όντως αυτό; Να αφήσουν δηλαδή τη δουλειά τους, τη ζωή τους, ακόμα ακόμα και ενδεχομένως τα παιδιά τους; Ειναι βάσιμο το ερώτημα…».
Όλα καταλήγουν λοιπόν στην πρόληψη. Στο να μη φτάσει η κατάσταση στο αμήν. Γιατί εκεί πια δεν λειτουργεί ούτε ο τρόμος, απαραίτητα. Οι δυνητικά γυναικοκτόνοι μπορεί να περιμένουν «μέχρι να βρουν την κατάλληλη στιγμή για να βγάλουν τα “άρρωστα” απωθημένα τους. Σιγουρά δεν τους απειλείς, σίγουρα δεν τους προκαλείς νωρίτερα. Γιατί μέσα στην απόγνωσή τους, και δεν προσπαθώ σε καμία περίπτωση να τους δικαιολογήσω απλά να το εξηγήσω, νιώθουν ότι μειώνονται ως άνδρες, ότι η γυναίκα θα τους “ξεφύγει” και ότι θα χάσουν την ιδιοκτησία τους».
«Τα ακραία περιστατικά είναι περισσότερα από ποτέ»
Τέτοιες πράξεις συνήθως γίνονται εν βρασμώ. Αλλά σε φαντασιακό επίπεδο είναι καλά μελετημένες. Το ‘χουν χτίσει ως σενάριο, δεν αντέχουν στη σκέψη πως θα χάσουν. Κι εδώ έρχεται ένα ακόμα μεγάλο ερώτημα: Είναι περισσότερα τα περιστατικά σε σχέση με άλλοτε ή απλά τώρα τα μαθαίνουμε; Η Ελένη Λούπου καταγράφει τη δική της εμπειρία, μέσα από τη δουλειά της:
«Στην Ελλάδα, οι κακοποιημενες γυναίκες μόνο σπάνιο φαινόμενο δεν ήταν, παλιά. Το χαστούκι για ασήμαντη αφορμή, επειδή π.χ. το φαγητό ήταν παγωμένο. Οι παλιές ταινίες το δείχνουν σαφώς, το τι νοοτροπία δηλαδή και τι συμπεριφορές υπήρχαν. Απλά οι κοινωνίες τότε ήταν αλλιώς. Το αποδέχονταν ως κάτι που συμβαίνει, αυτή ήταν η νόρμα. Ελάχιστες γυναίκες είχαν τη δύναμη να αντισταθούν, να χωρίσουν. Υπέμεναν λοιπόν τα βάσανά τους. Όμως έτσι η γυναίκα έχανε τη ζωή της με διαφορετικό τρόπο. Πέθαινε με αυτό που ζούσε, κάθε μέρα.
Σήμερα, και ειδικά μετά την πανδημία που δημιούργησε πρωτοφανή πίεση και έκανε αφόρητα τa τραύματα και τa άσχημα που προϋπήρχαν, το πράγμα έχει ξεφύγει στα ακραία περιστατικά. Είναι περισσότερα από ποτέ. Έχει σπάσει το ταμπού του ψυχολόγου και περισσότερος κόσμος έρχεται για θεραπεία. Άγχος – κρίσεις πανικού. Αφόρητα συναισθήματα. Διαχείριση σχέσεων. Διάφορες φοβίες. Και αυτοκαταστροφικά περιστατικά, πολλά… Φέτος είδα περισσότερα από όσα είχα δει μαζεμένα όλα τα προηγούμενα χρόνια…».
Επιμύθιο; Μιλάμε παιδιά, ανοιγόμαστε. Ανησυχούμε, προφυλασσόμαστε με κάθε τρόπο. Δεν κρυβόμαστε στο καβούκι μας, ούτε παγιδευόμαστε σε ψευδαισθήσεις. Πού ξέρεις, ίσως έτσι και να προλάβουμε την επόμενη γυναικοκτονία…