Η Λεωφόρου Κύπρου στην Αργυρούπολη είναι ένας δρόμος με ζωή. Ειδικά όταν η ημέρα είναι ηλιόλουστη. Ψάχνοντας τον αριθμό 55 παρατήρησα δύο τρεις ανθρώπους να μπαίνοβγαίνουν, κρατώντας σακούλες με ρούχα. Μπαίνοντας στο ραφείο είδα τον Λορντ πίσω από τον πάγκο. Δεν ήταν και δύσκολο να αντιληφθώ πως ήταν ο Ιρανός ράφτης για τον οποίο μου μίλησε με πολλά επαινετικά λόγια ο Γιώργος Αθανασόπουλος, δημοσιογράφος, δημιουργός του monopeto.gr και ένας afficionado του κομψού ντυσίματος, κι αυτό λόγω της περασμένης μεζούρας στο λαιμό του.
Μέχρι να συστηθούμε και να αρχίσουμε να μιλάμε για τη ζωή του, μπήκαν 4-5 πελάτες με ρούχα που ήθελαν επιδιόρθωση και ένας νεαρός που σχεδιάζει μόνος του τα ρούχα και ο Λορντ προσπαθεί να κάνει το σχέδιο πραγματικότητα –«δεν ξέρει από ραπτική οπότε πολλά από αυτά που ζητάει δεν γίνονται» μου εξηγεί.
Τα Ελληνικά του είναι πολύ καλά, αλλά φυσικά χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να τα φέρει σε αυτό το επίπεδο. «Είχα δυσκολία να μάθω τα Ελληνικά, είναι η αλήθεια. Με βοήθησε και το σχολείο που πήγα, αλλά κυρίως έμαθα τη γλώσσα από τους πελάτες. Είχα ένα λεξικό για βοήθεια, αλλά στην αρχή μπέρδευα πολλά πράγματα. Δεν ήξερα για παράδειγμα τι είναι το “γαζί”. Μου πήρε 3,5 χρόνια να μάθω Ελληνικά, δύσκολη γλώσσα» λέει χαμογελώντας.
Είναι πρόσχαρος κι αεικίνητος, πιάνει με επιδεξιότητα ακόμη και τα πιο παράξενα εργαλεία που υπάρχουν στο ραφείο, μιλάει και ράβει, μιλάει και κόβει, μιλάει και σιδερώνει. «He owns the room» που λένε και οι Αμερικανοί. Το χαλασμένο φερμουάρ του μπεζ μπουφάν ενός πελάτη επιδιορθώνεται σε δύο λεπτά. Είναι το τελευταίο πριν πατήσω το REC. Έχουμε ήδη πιάσει την κουβέντα για το Ιράν, την πατρίδα του και αν εξακολουθεί να παρακολουθεί τα γεγονότα εκεί. Ειδικά την Επανάσταση των Γυναικών, πριν από 1,5 χρόνο.
«Παρακολουθούσαμε με αγωνία όλα όσα συνέβαιναν στο Ιράν με το κίνημα των γυναικών. Προσπαθούσαμε να αφυπνίσουμε όλους τους Ιρανούς, μέσω Facebook και Instagram που βρίσκονταν εκτός της πατρίδας» μου εξιστορεί για τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα δύο χρόνια πριν. Ο ίδιος παραμένει αισιόδοξος. «Εδώ και δέκα χρόνια οι αξιωματούχοι βγάζουν χρήματα στο εξωτερικό. Πιστεύω πως το καθεστώς είναι πολύ κοντά στην πτώση. Πιστεύω, όμως, στη νέα γενιά, μπορούν να κάνουν την ανατροπή».
Oh Lord, η ιστορία ενός ράφτη
Γεννημένος σε μια αγροτική πόλη του βορειοδυτικού Ιράν, το Χαλχάλ, κοντά στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν, ο Λορντ Φατίχα θυμάται πιο έντονα από όλα την εικόνα του μαραγκού πατέρα του με το μολύβι στερεωμένο στο αυτί. Ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ονειρευόταν πως μια μέρα θα έχει κι εκείνος ένα μολύβι στο αυτί, θα σχεδιάζει και θα φτιάχνει δημιουργίες για τον εαυτό του και τους άλλους. Στα πέντε του η οικογένεια διένυσε την εφτά ωρών απόσταση που τους χώριζε από την πρωτεύουσα του Ιράν, τη Βαγδάτη, για να μετεγκατασταθούν για πάντα εκεί.
Μόνο που το Ιράν βρισκόταν σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας του. Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί επέστρεφε από τη Γαλλία εκθρονίζοντας τον Σάχη της Περσίας, Μοχάμεντ Ραζάν Παχλαβί. Η περιοχή στην οποία άκμασαν αρχαίοι πολιτισμοί βρισκόταν και πάλι σε φάση μετάλλαξης, μιας και η «δυτικόστροφη» χώρα θα βρισκόταν στη δίνη ενός νέου, θεοκρατικού καθεστώτους, μετά την επικράτηση της Ιρανικής Επανάστασης, με τον Χομεϊνί απόλυτο κυβερνήτη. Οτιδήποτε θύμιζε δυτικό κόσμο θα «καιγόταν» στην πυρά της θρησκευτικής μισαλοδοξίας.
Το Ιράν με τον πλούσιο πολιτισμό, ανέπτυσσε τις τέχνες, η Τεχεράνη ήταν η πνευματική «πρωτεύουσα» του αραβικού κόσμου μέχρι την Ιρανική Επανάσταση. Αυτή η αφωνία, η στέρηση ελευθεριών που επιβλήθηκε από το θρησκευτικό καθεστώς στους πολίτες, δεν άρεσε καθόλου στον νεαρό Λορντ, ο οποίος μεγαλώνει διαβάζοντας, ενώ τα καλοκαίρια δουλεύει δίπλα σε τεχνίτες. Είναι μια παράδοση που υπήρχε τότε στο Ιράν, για να μην μένουν τα παιδιά τους ανενεργά στο σπίτι, στη διάρκεια των καλοκαιρνών διακοπών.
«Ως νέος έψαχνα να βρω τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω τη χώρα μου. Η αλήθεια είναι πως ο Σάχης είχε εκσυγχρονίσει τη χώρα. Οι τέχνες, οι επιστήμες, η βιομηχανία άκμαζε. Για τους νέους ήταν πολύ δύσκολα πλέον κι όλα επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο μεταξύ Ιράν – Ιράκ. Είχα πάει ένα καλοκαίρι να δουλέψω με τον πατέρα μου και το επόμενο πήγα στο ραφείο του θείου μου» διηγείται ο Λορντ. Ήταν 15 όταν συνειδητοποίησε πως αυτό ήθελε να κάνει για πάντα: Να ασχοληθεί με τη ραπτική, να φτιάχνει όμορφα ρούχα για εκείνον, παίρνοντας ένα τόπι υφάσματος.
Οι ιστορίες που άκουγε δίπλα στον τεχνίτη τον συνάρπαζαν ακόμη περισσότερο. «Μου έλεγε, όταν είχαμε τον Σάχη, οι πιο καλοντυμένοι Ιρανοί δεν ήταν ούτε οι πολιτικοί, ούτε οι γιατροί, ούτε οι δικηγόροι, αλλά οι ράφτες» μου διηγείται με ένα απαλό, ντροπαλό χαμόγελο. «Οι ράφτες φορούσαν κοστούμια με γραβάτες δεμένες όμορφα, μαντήλια… Ακόμη και τώρα, όταν βλέπω ράφτες ντυμένους όμορφα, καμαρώνω» συμπληρώνει.
Μετά από δύο – τρία χρόνια ο Λορντ απέκτησε το δικό του ραφείο και έφτιαξε τη δική του οικογένεια. Θα έλεγε κανείς πως όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του και ο Λορντ είχε βάλει τα θεμέλια μιας ευτυχισμένης ζωής. Δεν ήταν ακριβώς έτσι, όχι τουλάχιστον για τον Λορντ. «Με ενοχλούσε το καθεστώς, με ενοχλούσε που στερούμασταν την ελευθερία μας» μου λέει. Στη βιοτεχνία του, όχι μόνο καταφερόταν εναντίον της εξουσίας, αλλά τύπωνε και προκυρήξεις εναντίον του, έχοντας εγκαταστήσει το τυπογραφικό μηχάνημα στη βιοτεχνία του. «Έπρεπε να ξυπνήσουμε τον κόσμο. Ο κάθε άνθρωπος έχει την αξία του, ασχέτου χρώματος ή φυλής. Δεν με ενδιαφέρει πού γεννήθηκε κάποιος ή σε ποια θρησκεία πιστεύει… Με ενδιαφέρει να σεβόμαστε την αξία του καθενός».
Πώς απέκτησε αυτές τις πεποιθήσεις εν μέσω ενός θρησκευτικού σκοταδισμού; «Διάβασα μερικά βιβλία, αλλά κυρίως με επηρέασαν οι πελάτες που είχα… Γιατροί, καθηγητές φιλοσοφικής, διάφοροι άλλοι επιστήμονες. Επίσης, επηρεάστηκα τη διδασκαλία του Ζαρατούστρα. Έχω γεννηθεί μουσουλμάνος, αλλά δεν με εκφράζει ο μουσουλμανισμός ή ο χριστιανισμός. Στη διδασκαλία του Ζαρατούστρα γράφει κάτι που με έχει σημαδέψει: “Να είσαι πάντα άνθρωπος”. Με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου».
«Ένα βράδυ μπήκε η αστυνομία στη βιοτεχνία και τα βρήκε όλα. Φυλλάδια με περιεχόμενο εναντίον τους, το τυπογραφικό. Διέλυσαν όλο το μαγαζί. Εγώ δεν γνώριζα τίποτε».
Της φυλακής τα σίδερα δεν είναι για τον Λορντ
Τι κι αν ο Λορντ σεβόταν όλους τους ανθρώπους; Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στο σκοταδιστικό Ιράν, της Ειδικής Αστυνομίας του Καθεστώτος, ενώ μέχρι πριν από λίγους μήνες δρούσε και η Αστυνομία Ηθών, η οποία προκάλεσε τον θάνατο και τη φυλάκιση αρκετών γυναικών, μετά τον ξεσηκωμό για τη δολοφονία της Χαμσά Αμινί το 2022.
«Είναι πολύ εύκολο να συλληφθεί ένας Ιρανός, ειδικά αν ένας αστυνομικός δει κάτι που δεν του αρέσει. Μπορεί ένας αστυνομικός να σου πει, “δεν μου αρέσει η μπλούζα που φοράς”. Έφυγες για κρατητήριο. Κι ας μην υπάρχει ως νόμος. Υπάρχουν κάτι τύποι που απλά κάθονται και καπνίζουν και αν δεν τους αρέσει απλά σε ακουμπάνε στον ώμο. Στα χέρια τους έχουν μια ειδική βαφή που φωσφορίζει και όταν σε βλέπουν αστυνομικοί με στολή, απλά σε συλλαμβάνουν» περιγράφει ο 48χρονος ράφτης. Αυτό που περιγράφει ως καθημερινότητα στην Τεχεράνη, όμως, θα γινόταν πολύ σύντομα εφιάλτης, εξαιτίας της εναντίωσής του στο καθεστώς.
«Ένα βράδυ μπήκε η αστυνομία στη βιοτεχνία και τα βρήκε όλα. Φυλλάδια με περιεχόμενο εναντίον τους, το τυπογραφικό. Διέλυσαν όλο το μαγαζί. Εγώ δεν γνώριζα τίποτε. Το πρωί της επομένης είχα πάει με τη γυναίκα μου και τον τρίχρονο γιο μου στην αγορά. Εκεί με συνέλαβαν. Ο γιος μου είδε να με συλλαμβάνουν, έγινε μπροστά στα μάτια του όπως και της συζύγου μου» διηγείται ο ίδιος. Ήταν 32 ετών όταν τον «κάρφωσαν». Οι κατηγορίες ήταν σοβαρές, με τον Λορντ να κινδυνεύει με απαγχονισμό.
Η εξιστόρηση του Λορντ σε αυτό το σημείο βαραίνει. Δεν μιλάει με τον ίδιο ανάλαφρο ρυθμό, προφανώς λόγω του συναισθηματικού φορτίου. «Έπειτα από τρεις μήνες στη φυλακή πλήρωσα κάποιους για να δραπετεύσω». Είχε επικαλεστεί κάποιους λόγους υγείας και «μεταφέρθηκα σε ένα νοσοκομείο κι από εκεί οργανώθηκε η απόδρασή μου για την Τουρκία, την ίδια ημέρα» μου διηγείται. Τον ρωτάω αφελώς, μετά από πόσο καιρό ξανάσμιξε με την οικογένειά του. «Ήταν μαζί μου η οικογένειά μου όταν περνούσαμε τα σύνορα» μου απαντά. «Αν άφηνα πίσω μου τη γυναίκα και το παιδί μου θα τους χρησιμοποιούσαν για να επιστρέψω. Μπορεί να έστελναν το παιδί μου σε κάποιο στρατόπεδο, να γίνει Τζιανιστής… Αυτή είναι η πρακτική τους, απειλούν τη ζωή της γυναίκας και των παιδιών σου».
Ράβοντας μια νέα ζωή
Υπάρχουν χιλιάδες Ιρανοί, σαν τον Λορντ, που το έχουν σκάσει από την πατρίδα τους και ζουν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε όλη την Ευρώπη. Η διαδρομή της οικογένειας του Λορντ μέχρι την Αθήνα είχε ενδιάμεσους σταθμούς την Τουρκία, το Αγαθονήσι και την Πάτμο. Φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός φίλου και στη συνέχεια βρήκε σπίτι στην Αχαρνών. Τον πρώτο χρόνο έπιασε δουλειά σε ένα ραφείο στο Κολωνάκι και έναν χρόνο μετά άνοιξε το δικό του ραφείο, στην Αργυρούπολη. Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα για την οικογένεια. «Ήμασταν μόνοι μας και η ψυχολογία ήταν βαριά. Ήμασταν συνηθισμένοι να μαζευόμαστε όλη η οικογένεια τα Σαββατοκύριακα στο Ιράν. Τον πρώτο χρόνο, όταν επέστρεφα στο σπίτι έβρισκα τη γυναίκα μου να κλαίει». Η δουλειά ήταν ένα αντίδοτο και έτσι, αποφασίσαμε να ερχόμαστε μαζί στο μαγαζί.
Όταν η κουβέντα φτάνει στα ρατσιστικά κρούσματα, ο Λορντ εμφανίζεται μετριοπαθής. «Παντού υπάρχουν αυτά» μου λέει και σπεύδει να μου εξηγήσει: «Εδώ αν πάω σε μια άλλη πόλη, στη χώρα μου, θα έχω πρόβλημα… Αλλά εγώ δεν δίνω σημασία. Αν δω πως δεν με σέβονται, δεν θα κάνω τίποτε άλλο από το να απομακρυνθώ. Δεν απαντάω ποτέ, ούτε κάθομαι να ακούσω». Με την ίδια μενταλιτέ μεγάλωσε και τους δύο τους γιους. Ο ένας είναι 13 και ο άλλος 19, βαφτισμένοι χριστιανοί. «Μακάρι να μπορούσατε να πάτε στο σχολείο και να ρωτήσετε» μου λέει με όση θέρμη απαιτείται για να με κάνει να πιστέψω πόσο το εννοεί.
«Ήταν από τους καλύτερους μαθητές και συνεχώς βοηθούσαν τους συμμαθητές τους. Παρόλο που υπήρχαν άτομα που τους ενοχλούσαν συνεχώς. Ό, τι και να γινόταν τους έλεγα πως πρέπει να βοηθούν τον καθένα που το έχει ανάγκη. Εκείνοι που τους πειράζουν είναι απλά “άρρωστοι”». Ο μεγάλος του γιος σπουδάζει πλέον στη Γερμανία, πληροφορική. Ο Λόρντ φρόντισε να μάθει την τέχνη της ραπτικής και στα δύο του παιδιά. Θα ήθελε να τους δει να εξελίσσουν την τέχνη του, με τη χρήση υπολογιστών. Αλλά δεν θα τους το επιβάλλει κιόλας. Απλά φροντίζει να έχουν τα εργαλεία για να φτιάξουν και οι ίδιοι τη ζωή τους. Όπως την έφτιαξε κι εκείνος. Με σκληρή δουλειά, κόπο και αγωνία, μεζούρα και ψαλίδι.