Ήταν λίγο μετά το τέλος της δεύτερης καραντίνας, με τη χειμερινή θεατρική σεζόν να ξεκινά μουδιασμένα και μασκοφορεμένη, όταν μια παράσταση με 30ρηδες συντελεστές άρχισε να χτίζει τη φήμη της από στόμα σε στόμα. «Οι Παίχτες» ξεκίνησαν με την ορμή και το πάθος ανθρώπων που έχουν χημεία, αλλά και τη βεβαιότητα ότι βρίσκονται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή και εξελίχθηκαν σε μια παράσταση-ορόσημο, η οποία ολοκληρώθηκε φέτος το καλοκαίρι με μια μεγάλη περιοδεία.
Ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε το όνομα του σκηνοθέτη Γιώργου Κουτλή, ο οποίος μέχρι η εποποιία των «Παιχτών» να λάβει τέλος, είχε κατορθώσει να μας προσφέρει μια σειρά από εξίσου εξαιρετικές δουλείες (ας θυμηθούμε το «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι», το «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ» ή το πιο πειραματικό «Talk Show»), ενώ πέρυσι ήταν καλλιτεχνικός υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού θεάτρου. Κάθε του σκηνοθεσία και sold out.
Η φετινή σεζόν ανοίγει με δύο επαναλήψεις («O άνθρωπος από το Παντόλσκ» ανεβαίνει στο Θέατρο Κιβωτός και η «Στρέλλα» στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής) και συνεχίζεται με τη φρέσκια του δουλειά «Ο Άσχημος» στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου. Συγγραφέας είναι ο Μάριους φον Μάγιενμπουργκ, τον οποίο θα θυμάσαι από τον συγκλονιστικό «Σκύλο».
Κατ’ αρχάς, πώς είναι η ζωή μετά τους «Παίχτες»;
Ίδια. Η ζωή είναι ίδια. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι «Οι Παίχτες» -πέρα από μια φανταστική εμπειρία που ζήσαμε με τα παιδιά άνοιξαν- άνοιξαν νέους δρόμους επαγγελματικούς. Ήρθαν προτάσεις, έχω μεγαλύτερη ευχέρεια να προτείνω κάτι καθώς πλέον γνωρίζουν τη δουλειά μου. Κατά τα άλλα, η ζωή μου δεν έχει αλλάξει καθόλου.
Πώς θα την περιέγραφες επομένως;
Γεμάτη πρόβες, όνειρα, καθημερινότητα, προβλήματα, χαρά. Όπως είναι όλων.
Τι αποτύπωμα έχει αφήσει μέσα σου αυτή η παράσταση;
Αυτό το πολύ ωραίο αίσθημα ότι βρεθήκαμε με φίλους και παίξαμε όλοι παρέα. Βάλαμε την τέχνη μας, το μεράκι μας και την καύλα μας και δημιουργήσαμε κάτι που τελικά είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση. Είναι κάτι κομβικό για τη ζωή μου.
Υπήρξε κάποια στιγμή που εξαιτίας αυτής της αποδοχής και επιτυχίας ένιωθες να την ψωνίζεις;
Ξέρω γω… Νομίζω ότι είναι αδύνατον να καταλάβεις εσύ ο ίδιος αν την έχεις ψωνίσει. Ευτυχώς, έχω γύρω μου ανθρώπους που τους αγαπώ, τους εμπιστεύομαι και ελπίζω ότι αν δουν ότι αρχίζω να ‘χω μια συμπεριφορά που διαφέρει από το ποιος πραγματικά είμαι θα με ταρακουνήσουν και θα με επαναφέρουν. Προσπαθώ να ασχολούμαι με τη δουλειά μου και γνωρίζω καλά ότι η αποδοχή και η επιτυχία είναι εφήμερα. Πάνε κι έρχονται. Αν ετεροπροσδιοριστείς και καθορίσεις το ποιος είσαι επειδή έκανες μια επιτυχία, τότε πώς θα αντιδράσεις αν έρθει κάτι άλλο; Θα πέσεις στα τάρταρα; Προσπαθώ αν χαίρομαι για την επιτυχία χωρίς να καθορίζει ποιος είμαι.
Πώς είναι η ισορροπία ανάμεσα στην ικανοποίηση για μια επιτυχία και στην «ανακούφιση» που νιώθεις όταν μπορείς να απεμπλακείς και να δοκιμάσεις και να δημιουργήσεις νέα πράγματα;
Πολύ σύντομα μετά την πρεμιέρα με τους Παίχτες, δούλεψα σε άλλες παραγωγές και παραστάσεις, όπως για παράδειγμα τον «Σκύλο» ή το «Παντόλσκ». Επομένως είμαι ήδη παρακάτω. Το αγαπάω, αλλά η δουλειά τρέχει, η ίδια ζωή τρέχει.
Προσπαθώ να ασχολούμαι με τη δουλειά μου και γνωρίζω καλά ότι η αποδοχή και η επιτυχία είναι εφήμερα.
Είναι κάπως καρμική η σχέση σου με την Πειραματική σκηνή του Εθνικού, της οποίας τη διεύθυνση (σ.σ. «καλλιτεχνικός υπεύθυνος» ο ακριβής τίτλος) είχες την περασμένη σεζόν. Τι απολογισμό θα έκανες;
Παρόλο που ήταν μια σεζόν κατά την οποία δεν ολοκληρώθηκε ο προγραμματισμός μας, η Πειραματική αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς στην κατάληψη. Στο καθαρά καλλιτεχνικό κομμάτι, είμαι χαρούμενος για την περιπατητική που κάναμε («Τοπογραφία θανάτου ή Ας μην ξεχάσουμε») και αναφερόταν στον Ζακ Κωστόπουλο, τον Αλέξη Γρηγορόπουλο και τον Παύλο Φύσσα. Θεωρώ ότι ήταν πολιτικό γεγονός -και όχι μόνο καλλιτεχνικό. «Οι προβοκάτορες» ήταν ένα σύγχρονο έργο. Χαίρομαι που το «Δε Φάιναλ Θολούθιον» έχει κι άλλη ζωή, καθώς ανεβαίνει φέτος στο «Πόρτα» σε παραγωγή από «Το Θέατρο του Νέου Κόσμου». Το «Goodbye Lindita» ήταν ένα φαινόμενο πέρυσι. Η παράσταση ανεβαίνει και φέτος πριν ξεκινήσει την παγκόσμια περιοδεία της. Φέτος η σεζόν στην πειραματική ξεκινά με το «Yes We Can» το οποίο ήταν προγραμματισμένο και από πέρυσι. Είμαι περήφανος για όλο αυτό που έγινε. Νιώθω μεγάλη συγκίνηση. Ήταν μια ψυχοφθόρα και κουραστική εμπειρία, αλλά παράλληλα πάρα πολύ ανταποδοτική.
Είστε περήφανος και για το ρόλο που έπαιξε η Πειραματική κατά τις κινητοποιήσεις των ηθοποιών;
Βέβαια! Κοίταξε, δεν ήταν εύκολο διότι από τη μια είχαμε έναν προγραμματισμό που δεν υλοποιήθηκε. Καλλιτέχνες νέοι έχασαν την ευκαιρία να ανεβάσουν την δουλειά τους, για πολλούς θα ήταν η πρώτη που θα παρουσίαζαν. Υπήρχαν λοιπόν προσδοκίες από την πλευρά τους, οι οποίες ματαιώθηκαν. Και αυτό ήταν σκληρό. Από την άλλη, η Πειραματική Σκηνή οφείλει να μένει πάντα ενεργή και να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς τόσο καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά.
Θεωρείς ότι είσαι τυχερός; Τα πράγματα σού έχουν πάει πολύ καλά από το ξεκίνημά σου…
Είμαι πολύ τυχερός. Έτσι αισθανόμουν από μικρό παιδί. Ωστόσο έχει πάντα να κάνεις και με ποια προοπτική βλέπεις την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν έκανα την πρώτη μου δουλειά, το «Παίζοντας το θύμα» στην Πειραματική, είχαμε πρεμιέρα 13/3/20 και την αμέσως προηγούμενη ανακοινώθηκε το κλείσιμο των θεάτρων ως μέτρο για την αντιμετώπιση του Covid. Το έμαθα στη διάρκεια της γενικής πρόβας. Για μένα, που σπούδαζα μέχρι τα 30, ζούσα στη Μόσχα, και μόλις είχα επιστρέψει στην Ελλάδα για να παρουσιάσω την πρώτη μου δουλεία, ήταν λες και με κυνηγούσε το σύμπαν. Κι ενώ ήταν προγραμματισμένη η παράσταση να ανέβει μετά το τέλος της καραντίνας, περάσαμε τα πάνδεινα από την τότε διεύθυνση Λιγνάδη. Οι «Παίχτες» ήταν να ανέβουν 6 μήνες νωρίτερα, όμως μας πρόλαβε η δεύτερη καραντίνα. Ωστόσο, κάπως η ζωή στα φέρνει πίσω και στο βάθος νιώθω τυχερός. Δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ το αντίθετο.
Νομίζω ότι είμαι έτοιμος να δοκιμαστώ σε μερικά πιο μεγάλα θεάματα.
Το τελευταίο εξάμηνο έβαλες λίγο φρένο. Πήρες μια ανάσα. Σε βοήθησε αυτό να δεις τι είναι αυτό που θέλεις να κάνεις επαγγελματικά από εδώ και πέρα, προς τα πού θες να κινηθείς;
Πάρα πολύ! Ξέρεις, όταν έρχονται συνέχεια προτάσεις για συνεργασίες, είναι πολύ εύκολο να παρασυρθείς και να πας χωρίς λόγο εκεί όπου θέλουν να σε πάνε. Όλο αυτό το διάστημα που ξεκουράστηκα είχα χρόνο να σκεφτώ τι θέλω για τα επόμενα χρόνια.
Και τι θες;
Έχω στο μυαλό μου μια αλληλουχία έργων και θεαμάτων. Νομίζω ότι είμαι έτοιμος να δοκιμαστώ σε μερικά πιο μεγάλα θεάματα, αλλά και σε κάποια πράγματα που είναι κάπως πιο έξω από εμένα. Με λίγες λέξεις: κουλές ιδέες μεγάλων διαστάσεων.
Θα μπορούσε να ήταν και ένα μιούζικαλ αυτό;
Εννοείται. Τα πάντα θα μπορούσαν να είναι. Ονειρεύομαι διάφορα πράγματα, δεν ξέρω αν τελικά θα γίνουν, όμως ανεξαρτήτως έκβασης έχω μια πυξίδα η οποία με οδηγεί προς μία κατεύθυνση και πηγαίνω.
Οι κεντρικοί ήρωες των παραστάσεων που ανεβάζεις καλούνται να αναμετρηθούν με το παράλογο και την παραδοξότητα του κόσμο. Σε ελκύουν γενικά αυτοί άξονες δραματουργικά;
Η αλήθεια είναι ότι η διαδρομή ήταν η αντίστροφη. Πρώτα είχα επιλέξει ορισμένα έργα που ήθελα να ανεβάσω και έπειτα διαπίστωσα ότι έχουν κοινά σημεία. Επομένως, δεν ήταν μια εκ των προτέρων συνειδητή απόφαση. Πάντως πράγματι, επιλέγω έργα όπου ένας κεντρικός ήρωας περιβάλλεται από ένα παράλογο κόσμο με τους δικούς του κανόνες και επιχειρεί να ενταχθεί και να επιβιώσει σε αυτό το σύμπαν. Γιατί το κάνω; Δεν είναι συνειδητό. Μάλλον αυτό το αίσθημα βιώνω στην εποχή και την κοινωνία που ζούμε.
Το κριτήριό σου για να επιλέξεις ένα κείμενο ποιο είναι;
Είναι λίγο περίεργο αυτό που συμβαίνει. Θα έλεγα ότι είναι ένα αίσθημα περισσότερο. Καθώς διαβάζω ένα κείμενο, αν πιάσω τον εαυτό μου να αναρωτιέται «Τι; Τι συμβαίνει τώρα εδώ;», τότε νιώθω ότι κάτι υπάρχει. Με άλλα λόγια, μου αρέσει να είναι ένα κείμενο με το οποίο δεν βαριέμαι, το διαβάζω ευχάριστα και με εκπλήσσει. Όταν μου προξενεί ένα «γαργάλημα».
Να κουνάει κάτι μέσα σου δηλαδή…
Ναι, αυτό. Την απολαμβάνω την τέχνη όταν σου δημιουργεί αυτό το αίσθημα. Όταν σε μουδιάζει
Στον «άνθρωπο απ’ το Παντόλσκ» ξεγυμνώνονται και οι μηχανισμοί της εξουσίας. Ποιες αντιστάσεις μπορούμε να αναπτύξουμε και πώς θα τις αναπτύξουμε;
Ένα μεγάλο κομμάτι είναι η μόρφωση και η εκπαίδευση. Από εκεί πέρα, θεωρώ ότι κατά μόνας είμαστε περισσότερο αδύναμοι, ενώ όταν είμαστε συσπειρωμένοι και έχουμε ζυμωθεί μεταξύ μας τότε, ναι, είμαστε πιο ισχυροί απέναντι σε ένα οργανωμένο εξουσιαστικό σύστημα.
Συνήθως μεταφράζεις εσύ ο ίδιος τα έργα που σκηνοθετείς. Με αυτόν τον τρόπο, νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια με το υλικό, ότι «ελέγχεις» καλύτερα αυτό που έχεις στα χέρια σου;
Για μένα η μετάφραση λειτουργεί ως ένα πρώτο στάδιο της σκηνοθεσίας. Κατά τη μετάφραση, δουλεύεις λέξη τη λέξη ένα κείμενο. Επομένως, αυτή είναι η καλύτερη ανάλυση που μπορείς να στο λόγο και την υφή του. Είναι μια ωραία προσωπική επαφή με το κείμενο και μου προσφέρει και την αυτοπεποίθηση ότι κάθε λέξη ενός έργου που ανεβάζουμε την έχω μελετήσει.
Έχεις μιλήσει αναλυτικά για τις σπουδές σου στη Μόσχα και τις εμπειρίες που είχες εκεί. Τι σου λείπει από εκείνη την περίοδο και τι δεν άντεχες με τίποτα όσο ήσουν εκεί;
Μου λείπει κυρίως το καλλιτεχνικό feedback. Συζητούσαμε με αγάπη και πάθος για τις δουλειές μας. Μας «έκαιγε» όλους η καλλιτεχνική διαδικασία Μπορεί να διαφωνούσαμε έντονα ή ακόμα και να τσακωνόμασταν, αλλά χωρίς ίχνος εμπάθειας. Δεν μου λείπει καθόλου το φαγητό της Ρωσίας. Επίσης, πλέον η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη εξαιτίας αυτής της κυρίαρχης και διάχυτης παντού αίσθησης λογοκρισίας.
Την απολαμβάνω την τέχνη όταν σε μουδιάζει.
Με την απόσταση που δίνει πλέον ο χρόνος, πώς θα περιέγραφες την εμπειρία με την «Στρέλλας»;
Ήταν μια πολύ σύνθετη εμπειρία. Κατ’ αρχάς, είναι μια όπερα δωματίου, ένα είδος διαφορετικό από αυτά με τα οποία ασχολούμαι. Πρόκειται για ένα είδος στο οποίο ο σκηνοθέτης λειτουργεί και ως συντελεστής, καθώς καλείται να εξυπηρετήσει και να προσαρμοστεί σε ανάγκες τις οποίες δεν ορίζει απαραίτητα ο ίδιος, αλλά ο συνθέτης ή ο μαέστρος. Είχα την τύχη να έχουμε μια αγαστή συνεργασία τόσο με τον Μιχάλη Παρασχάκη όσο και με τον Κωνσταντίνο Τερζάκη, παρά τις δυσκολίες που είχε η παραγωγή. Επίσης, έμαθα πολλά για την τρανς κοινότητα από την ίδια την τρανς κοινότητα. Η γενικότερη αίσθηση είναι ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος.
Ισχύει ότι παίζεις ποδόσφαιρο;
Όταν ήμουν μικρός ναι, πολύ και νομίζω ότι έπαιζα και καλά. Πλέον σέρνομαι. Έχω παχύνει, οι αστράγαλοί μου έχουν διαλυθεί. Ωστόσο, όταν βρίσκω χρόνο πηγαίνω για 5×5. Αλλά ακόμα και αν δεν προλάβω, θα μαζευτούμε με φίλους και θα δούμε αγώνες στην τηλεόραση. Τα αθλητικά με βοηθούν να ξεφεύγω τελείως από τη δουλειά μου και το χρειάζομαι.
Σε ποιον συνεργάτη σου θα έδινες να εκτελέσει το τελευταίο πέναλτι;
Αν μιλάμε για καλλιτεχνική εμπιστοσύνη, στον Βασίλη Μαγουλιώτη.
Και το πρώτο, που είναι επίσης σημαντικό για να φύγει το άγχος;
Στην Ελένη Κουτσιούμπα, επίσης στενή μου συνεργάτιδα, και σύντροφό μου.