Στις μέρες μας κανείς δεν αναρωτιέται. Η Σαλαμίνα είναι το πιο χοτ θέρετρο της Μεσογείου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την υπεροχή της; Η Τέιλορ Σουίφτ μοιράζει τις καλοκαιρινές διακοπές της ανάμεσα σε Παλούκια και Σελήνια. Όλοι ξέρουμε ότι ο Ζούκερμπεργκ έχει μεταφέρει τα κεντρικά του ΜΕΤΑ από το Ντουμπάι στο Πέραμα για να μπορεί να πετάγεται όποτε θέλει στο νησί, ενώ ο Έλον Μάσκ, έχει αγοράσει την Ψυτάλλεια για να εκτοξεύει από κει τα διαστημόπλοιά του.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα.
Σήμερα που το όνειρο κάθε νέου είναι να πιάσει την καλή δουλεύοντας ως υποβρύχιος σερβιτόρος στον χλιδάτο παράδεισο του Σαρωνικού, και κάθε μουσικός ζει για να ανεβεί στη σκηνή του Παλούκια Παλάς (τύπου Σίζαρς του Λας Βέγκας αλλά πιο μεγάλο βέβαια) που δόξασαν μια Τίνα Τέρνερ (είχε έρθει στο μιλένιουμ) ένας Έλτον Τζον ή πιο πρόσφατα η Αντέλ, μοιάζει κοινός τόπος να εξηγήσεις γιατί αποτελεί έναν επίγειο και πανάκριβο παράδεισο.
Άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη έρχονται για να ζήσουν την ψηφιακή εμπειρία της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας στο Spithari Waterpark που ψηφίστηκε και φέτος στο Trip Advisor ως το καλύτερο ψυχαγωγικό πάρκο στον κόσμο με δεύτερη αλλά σε μεγάλη απόσταση τη Ντίσνεϊλαντ στην Αμερική. Για να κλείσεις ξαπλώστρα στην Ψιλή Άμμο (τη φτηνή των 300 δολαρίων την ώρα) υπάρχει αναμονή (αν είσαι τυχερός) τουλάχιστον έξι μηνών ενώ ένα τοστ με σκέτο τυρί σου στοιχίζει 150 ευρώ. Και δικαίως. Δεν θα το φας όπου κι όπου. Θα το φας στη Σαλαμίνα.
Η Τζένιφερ Λόπεζ πέρασε ένα χειμώνα εδώ για να ξεχάσει τον Μπεν Άφλεκ και ήταν ακριβώς η βίλα στο Μαυροβούνι της Σαλαμίνας το μοναδικό σημείο για το οποίο σφάχτηκαν στα δικαστήρια όταν τέλειωσε κι ο δεύτερος γάμος. Ο Μπεν αγόρασε τελικά ένα σαλέ στο Σχιστό (όπου μπορούσε να αντέξει το κόστος) για να μπορεί να βλέπει από κει τη θέα. Δεν μπορεί να την ξεχάσει με τίποτα. Τη Σαλαμίνα.
Τω καιρώ εκείνω, όταν η Μύκονος δεν ζήλευε τη Σαλαμίνα
Ε, ναι, η περιοχή πήρε φωτιά εδώ και πολλά χρόνια. Κάποτε ένα αυθαίρετο στο Πέραμα στοίχιζε μόνο τους τσιμεντόλιθους για να το χτίσεις. Τώρα αυτοί οι τσιμεντόλιθοι πωλούνται πανάκριβα μόνο από ελάχιστους συλλέκτες έργων τέχνης και κάθε τετραγωνικό στο Πέραμα (από τότε βέβαια που γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε για να γίνει η Ελληνική Ριβιέρα) κοστολογείται μόνο με ράβδους χρυσού. Μαζί φυσικά με τον Αργοσαρωνικό αναπτύχθηκε επιτέλους όλη η ταλαίπωρη κάποτε χώρα μας. Εντάξει έμειναν πίσω κάποιες περιοχές. Αυτό όμως ήταν το τίμημα. Σήμερα για να ταξιδέψεις στο Αιγαίο πρέπει να είσαι πολύ μοναχικός τύπος ή να έχεις κουπόνι κοινωνικού τουρισμού. Δεν ξεχνάω και τις επιδοτούμενες εκδρομές των ΚΑΠΗ. Τι να κάνουμε όμως; Η ανάπτυξη δεν είναι Άγιος Βασίλης να πηγαίνει παντού. Κάποιοι θα μείνουν πίσω. Στη Μύκονο όταν ο Σκοπελίτης που έρχεται κάθε τρεις μέρες από τον Πειραιά φέρνει (μαζί με τις εφημερίδες) πάνω από είκοσι επιβάτες, ανοίγουν ρετσίνες (από τις φτηνές, εννοείται). Στη Σαντορίνη η σεζόν αρχίζει στις 15 Αυγούστου και τελειώνει στις 20. Στην Πάρο όταν περνάει κάποιος τυχαίος τουρίστας (συνήθως κάποιος υπέργηρος χίπης) τον φιλοξενούν δωρεάν σε ένα από τα τρία ξενοδοχεία που λειτουργούν ακόμη (χώρια που τον ταΐζουν κιόλας) έτσι για να θυμούνται τα παλιά.
Αλλιώς θα ήταν βέβαια τα πράγματα αν δεν είχε φυσήξει εκείνο το άτιμο το μελτέμι το απόγευμα της 20ης Ιουνίου του 1986 στο νησί της Αμοργού.
Εκείνη την εποχή στην παραλία της Αιγιάλης υπήρχαν δυο καφενεία μια ταβέρνα ένα μπαρ εκατό φρικιά και εκατόν πενήντα κιθάρες. Τα φρικιά την ημέρα λιάζονταν στην άμμο και τη νύχτα άναβαν φωτιές στην άμμο. Όλοι περνούσαν καλά, εκτός από τους μαγαζάτορες που όπως ακριβώς και σήμερα έβγαζαν πενταροδεκάρες. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν. Για ποιον να τα φτιάξουν; Τα φρικιά έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ, έτρωγαν ελεύθερες κονσέρβες και στο τσακίρ κέφι τους έπιναν μια μπύρα. Όλη η παρέα της φωτιάς. Μπαράκια μοδάτα, ακριβά ριζόρτ, πισίνες, θαλάσσια σπορ, καταδύσεις και τέτοια ούτε στον ύπνο τους. Όπως δηλαδή είναι τα πράγματα ακόμη σήμερα.
Ελάχιστοι ξέρουν ότι αν δεν φυσούσε εκείνο το κερατένιο το μελτεμάκι όλα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Φύσηξε όμως και ο καπετάν Πούγγουρας που είχαν αγκαζάρει εκείνοι οι περίεργοι Γάλλοι για να τους πάει παραλία-παραλία από Κατάπολα στην Αιγιάλη, (δρόμος δεν υπήρχε φυσικά, ένας κατσικόδρομος όπως και σήμερα), σήκωσε τα χέρια.
- Νο Αιγιάλη!
- Πουρκουά νο;
- Μελτεμί, μελτεμί, νο Αιγιάλη. Αύριο.
Οι Γάλλοι, ο Ζαν και ο Ζυλ πανικοβλήθηκαν.
- Μα αύριο φεύγουμε. Σιβουπλέ. Πρέπει να δούμε τουλάχιστον την Αγία Άννα.
- Τίποτε δεν θα δείτε. Θα πάμε στο ταβερνάκι του Παναγή εδώ πιο κάτω και θα περάσετε φίνα.
Οι Γάλλοι δεν κατάλαβαν τι έλεγε, ούτε κι αυτός πτοήθηκε από τις διαμαρτυρίες τους και κατευθύνθηκε πράγματι στο κοντινότερο λιμανάκι όπου το μόνο δείγμα ζωής ήταν το ταβερνάκι του Παναγή.
Ο Παναγής ήταν ένας σφουγγαράς από την Κάλυμνο. Η μοίρα όμως και η ανάγκη, όταν μεγάλωσε αρκετά για να βουτάει, τον έριξαν στην Αμοργό –την οποία ποτέ δεν χώνεψε- να κρατάει την καφεταβέρνα ενός ξαδέρφου του τα βράδια. Μισούσε την τύχη του και νοσταλγούσε την Κάλυμνο. Έφτιαχνε όμως ωραία κακαβιά.
Οι Γάλλοι πέρασαν πράγματι πολύ ωραία εκείνο το βράδυ. Ήταν το κρασί, ήταν οι μεζέδες, αλλά κυρίως ήταν η παρέα του Παναγή που επειδή είχε μπαρκάρει από μικρός κουτσομίλαγε τα Γαλλικά και έτσι οι δυο νεαροί βρήκαν ευκαιρία να μάθουν πράγματα.
Ο Ζαν ήταν βοηθός παραγωγής και ο Ζυλ βοηθός σκηνοθέτης. Ωραία είχαν περάσει ως τώρα στην Ελλάδα αλλά υπήρχε και μια αποστολή. Μια δουλειά είχαν να κάνουν. Να πάνε στην Αμοργό και να βγάλουν φωτογραφίες και βίντεο (με κάτι αρχαίες κάμερες που υπήρχαν τότε) από τις παραλίες και ειδικά από την Αγία Άννα. Μια δουλειά λοιπόν είχαν αλλά δεν την έκαναν. Έμπλεξαν εκεί με τα φρικιά, οι μέρες περνούσαν με ήλιο και κιθάρες και έτσι όπως άφησαν το καθήκον για την τελευταία μέρα, έμειναν με το κρασί στο χέρι. Έπιασαν λοιπόν τη κουβέντα με τον Παναγή που φαινόταν ειδικός επί θαλασσίων θεμάτων.
- Λοιπόν Παναγή, πώς είναι οι θάλασσες εδώ γύρω;
- Ε, χάλια είναι τι να σας λέω τώρα…
- Μα δεν μπορεί, έχουμε δει φωτογραφίες…
- Εμένα ν’ ακούτε. Αχινοί στα ρηχά, καρχαρίες στα βαθιά… Στο ενδιάμεσο έχει δίνες που καταπίνουν πολυκατοικία για πλάκα.
- Δίνες;
- Ε, ναι. Δε θα σας πω ψέματα. Και δεν το μάθατε από μένα.
- Καρχαρίες;
- Εντάξει μη φανταστείτε και τίποτα τεράστιους. Κακομοίρηδες είναι. Ίσα που τρώνε άνθρωπο, κι όχι με τη μία… Θέλει πέντε τέτοιους για να σε φάνε. Γι’ αυτό πάνε πολλοί μαζί.
- Ναι, αλλά το νησί σας φημίζεται… Η Αγία Άννα…
- Δεν ξέρω εγώ που έφαγα τις θάλασσες με το κουτάλι; Ε; Τα χειρότερα νερά είναι εδώ. Ευτυχώς που σας βρήκα και σας γλύτωσα. Άγιο είχατε. Τώρα αν θέλετε νησί με θάλασσες κι απ’ όλα να σας πάω εγώ στην Κα…
- Παναγή δεν προλαβαίνουμε. Αύριο το βράδυ πρέπει να πάρουμε το αεροπλάνο από Αθήνα. Και πρέπει κάτι να πούμε στα αφεντικά.
- Καλά τότε, αλλά μακριά από δω… μακριά. Και τι θα είναι αυτή η ταινία…;
- Ε, να δυο αγόρια που βουτάνε.
- Γιατί βουτάνε;
- Για να δουν ποιος θα πάει πιο βαθιά…
- Πιάνουν σφουγγάρια;
- Όχι δεν πιάνουν τίποτα.
- Τι λέτε μωρέ; Ποιος βουτάει χωρίς να πιάσει σφουγγάρια;
- Έτσι είναι το στόρι.
- Ωραίο στόρι ρε. Γυναίκες έχει το έργο;
- Έχει μία.
- Στο τέλος παντρεύονται τουλάχιστον;
- Μπα, στο τέλος ο ένας πεθαίνει…
Ο Παναγής τους κοίταξε σα να τους έβλεπε πρώτη φορά, σκέφτηκε ότι ήταν τελείως ηλίθιοι και σε λιγάκι τους έβγαλε έξω και τους έδειξε πως θα γύριζαν στα Κατάπολα. Κοντά ήταν.
Στο δρόμο ο Ζυλ και ο Ζαν έπιασαν τη κουβέντα.
- Λες να έχει δίκιο ο ντόπιος, Ζυλ;
- Τι να σου πω, οι Έλληνες είναι και λίγο παραμυθάδες.
- Έμοιαζε πολύ πειστικός. Ήξερε τα κατατόπια. Και όταν σου λέει ένας ντόπιος τέτοια πράγματα για το νησί του…
- Ναι αλλά είχα δει κάτι φωτογραφίες από την Αγία Άννα…
- Ζυλ σοβαρέψου, είδες δυο φωτογραφίες, ποιος ξέρει από πού, και κόλλησες. Και μεταξύ μας τώρα, η ιδέα μπάζει από παντού… πώς να στο πω… Ποιος θα πάει να δει δυο μαντράχαλους να βουτάνε; Μιλάμε για το ρεζίλι της δεκαετίας. Ο ντόπιος μας έσωσε. Δεν μπορούμε να κουβαλήσουμε συνεργείο εδώ. Θα πάνε οι μισοί από τις δίνες και οι άλλοι από τους καρχαρίες. Και ξέρεις ποιοι θα την πληρώσουν…
- Και τι θα κάνουμε;
- Κοίτα, έχω αγοράσει έναν οδηγό στα γαλλικά. Η Ελλάδα είναι γεμάτη νησιά. Έχω σταμπάρει ένα ωραίο νησάκι κοντά στην Αθήνα και θα τους πούμε ότι είναι παράδεισος.
- Σαν τι νησάκι;
- Ορίστε κοίτα και μόνος σου… Αυτή η Ζαλαμίνα είναι λέει πέντε λεπτά από τη στεριά… Σκέψου ρε Ζυλ, και έχει και αρχαία λέει…
- Ναι αλλά θα έχει τρομερά νερά να κάνουμε απίστευτα πλάνα;
- Νησί είναι μωρέ Ζυλ, όλες οι θάλασσες ίδιες είναι. Μπλε. Κι άλλωστε… Η ταινία θα πάει έτσι κι αλλιώς άπατη, χαχαχα, καλό ε;
- Λες;
- Κοίτα, ή θα τους πούμε ότι ανακαλύψαμε την πιο γαμάτη λύση για γύρισμα ή θα τους πούμε ότι φάγαμε τα λεφτά και δεν βρήκαμε τίποτα.
- Έχεις ένα δίκιο. Αλλά, αυτή η Ζαλα… αν δεν λέει…;
- Ξύπνα Ζυλ έχουμε ειδικά εφέ στο στούντιο που σε κάνουν να πίνεις το Σηκουάνα για πρωινό… Αύριο πρωί πρωί θα τους στείλουμε φαξ ότι ανακαλύψαμε το νέο τουριστικό παράδεισο.
- Πού θα βρούμε φαξάδικο; Μεγάλη ταλαιπωρία. Θα δεις που μια μέρα θα στέλνουμε τα πάντα με τους υπολογιστές.
- Με τους υπολογιστές; Αυτά με το πάκμαν; Ζυλ είσαι καλό παλικάρι αλλά κόψε ρε τους μπάφους. Έχεις καεί εντελώς.
Τα υπόλοιπα ήταν ιστορία. Γιατί όχι δηλαδή; Τι είχε να ζηλέψει η ωραία, γραφική και ιστορική Σαλαμίνα από την Αμοργό; Εντάξει, από τη μεριά του Περάματος το πράγμα ήθελε ένα στρώσιμο. Αλλά γι’ αυτό υπάρχει η ανάπτυξη.
Όταν η ταινία έγινε παγκόσμια επιτυχία η εικόνα του γραφικού νησιού άλλαξε. Εν μία νυκτί και εν αναμονή των χιλιάδων τουριστών που έκαναν ήδη κρατήσεις σε ξενοδοχεία που δεν είχαν ακόμα κτιστεί, τα σοφά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν -όπως όλες τις καλές εποχές- κυβέρνηση, κατέστρωσαν ένα σχέδιο αχτύπητης ανάπτυξης, ρίχνοντας όλο το βάρος στο πρότζεκτ «Ναυμαχία της Σαλαμίνας».
Στο Πέραμα έγινε ο πρώτος σταθμός του Πειραϊκού μετρό. Η Σαρωνική οδός ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ για να συνδεθεί η υπόλοιπη Ελλάδα με τη Σαλαμίνα και το διεθνές αεροδρόμιο Αρμάνδος Δελλαπατρίδης (για όποιον θυμάται εκεί ήταν τα Λιπάσματα της Δραπετσώνας). Λέγεται ότι οι πρώτοι συρμοί του μετρό ήρθαν με τάνκερ από τη Θεσσαλονίκη για να είναι έτοιμοι μόλις θα ολοκληρωνόταν η υποθαλάσσια σύνδεση με το νησί η οποία έγινε ταυτόχρονα με το Φλάι Όβερ. Χωρίς φυσικά να καταργηθούν τα φέρι μποτ. Δεν γεννήθηκε ακόμα κυβέρνηση που θα καταργήσει αυτά τα φέρι μποτ. Στη Θεσσαλονίκη έγινε βέβαια τότε ένας μικρός χαμός. Ο αρμόδιος υπουργός ανέβηκε να κατευνάσει τα πνεύματα. Έπειτα από σύσκεψη με τους τοπικούς φορείς αποφασίστηκε ότι η καλύτερη λύση για να ηρεμήσουν οι εξαγριωμένοι κάτοικοι ήταν να ανακοινωθεί η δημιουργία του νέου υπερσύγχρονου γηπέδου του ΠΑΟΚ στα Λαδάδικα. Έτσι κέρδισαν τους μισούς κατοίκους. Τους άλλους μισούς τους κέρδισαν όταν τους διαβεβαίωσαν εμπιστευτικά ότι γήπεδο στον ΠΑΟΚ θα φτιαχνόταν όταν θα έβγαζε ο ήλιος κέρατα. Έτσι όλοι οι αθώοι συμπρωτευουσιάνοι έμειναν ευχαριστημένοι.
Κάπως δυσκολότερα ήταν τα πράγματα στη Μύκονο που πάντα ήταν η αγαπημένη των πλούσιων και διάσημων. Εκεί η τουριστική κίνηση μαράθηκε σαν φίκος απότιστος. Από τη μια στιγμή στην άλλη οι σελέμπριτις της γύρισαν τις ηλιοκαμένες πλάτες τους και έφυγαν για Σαρωνικό. Φέτος το καλοκαίρι, για να έχετε μια ιδέα η μεγαλύτερη σελέμπριτι που πάτησε στα Ματογιάννια (εκεί που έχει λαϊκή κάθε Τρίτη) ήταν η Μις Λουτράκι 1989.
Δεν υπήρχε επιστροφή στη χρυσή εποχή κι έτσι σιγά σιγά η Μύκονος όπως και η Σαντορίνη έγιναν από χρυσά νησιά, τα νησιά της χρυσής ηλικίας. Σήμερα όλοι ξέρουμε ότι αν δεν έχεις πατήσει τα ογδόντα δεν πας στη Μύκονο. Όσο για τη Σαντορίνη τα φέρι μποτ δεν κάνουν καν τον κόπο να πλευρίσουν στο λιμάνι, βγαίνεις με λάντζες όπως τον παλιό καλό καιρό. Τα άλλοτε πασίγνωστα νησιά ζουν πια με επιδότηση ΟΓΑ που λέγαμε παλιά. Ας είναι καλά το πρόγραμμα τουρισμός για όλους. Φέτος ήταν Γρεβενά, Μύκονος, Κιλκίς. Δε βαριέσαι. Κάπου πρέπει να πάνε και οι φτωχοί.
Εκείνος που την πάτησε άσχημα ήταν ο μοναδικός μαφιόζος που υπήρχε στη Μύκονο τη δεκαετία του ΄80. Για την ακρίβεια ήταν μαθητευόμενος και το συνδικάτο τον είχε στείλει να μάθει τα κόλπα επειδή τα μεγάλα κεφάλια προέβλεπαν ότι σύντομα θα άνοιγαν οι δουλειές στο νησί. Την τύφλα τους ήξεραν. Ο τύπος είναι ακόμα στη Μύκονο, υπάλληλος στο μοναδικό μπακάλικο της Χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι στην ευρύτερη περιοχή έχουν παρατηρηθεί μερικές υπερβολές. Ας πούμε στα γύρω βουνά λειτουργούν αυτή την εποχή οκτώ αυθεντικοί θρόνοι του Ξέρξη, με αρκετά τσουχτερή είσοδο. Για να κάτσεις μισό λεπτό κοστίζει δέκα ευρώ που γίνεται πενήντα αν έχει ηλιοβασίλεμα. Κάποιοι βλέπουν προς τα κει που κάποτε έγινε η περίφημη ναυμαχία αλλά οι υπόλοιποι (όπου η είσοδος είναι πιο φτηνή βέβαια) προς την Πάρνηθα. Επίσης υπάρχουν κάποιες μουρμούρες από συνταξιούχους αρχαιολόγους για τις τουριστικές ατραξιόν όπου μπορεί κάποιος με προσομοίωση να περπατήσει στον Μινωικό Λαβύρινθο, να πάρει ένα χρησμό από την Πυθία αλλά και να χαζέψει το παιδικό δωμάτιο του Μέγα Αλέξανδρου. Υπάρχουν αξιόπιστες μελέτες που αποδεικνύουν ότι πράγματι όλα αυτά υπήρχαν στην αρχαία Σαλαμίνα και ακόμη πιο αξιόπιστοι υπολογισμοί ότι με τα έσοδα από τις ατραξιόν ζει (με επιδοτήσεις) η μισή Ελλάδα.
Το συμπέρασμα είναι ένα. Ο τουρίστας πρέπει να μένει ευχαριστημένος. Αυτό είναι το μότο με το οποίο νανουρίστηκαν γενιές και γενιές. Αν θέλει ένα τουριστάκι να παίξει με τις κουδουνίστρες του μεγάλου στρατηλάτη ή να ανεβεί στον ξύλινο μπέιμπι βουκεφάλα θα του δώσεις αυτό που θέλει. Δε γίνεται να χαλάμε μια ωραία ιστορία για κάτι ραμολί που έχουν κόλλημα με τα βιβλία τους. Όλα Ελλάδα είναι, επιτέλους. Όπου και να γυρίσεις η Ελλάδα σε πληρώνει.
Αν εξαιρέσουμε την Ύδρα όλος ο Σαρωνικός, ο κόλπος της Ελευσίνας, ο Κορινθιακός κόλπος, όλοι οι κόλποι σε ακτίνα διακοσίων ναυτικών μιλίων ωφελήθηκαν και αναπτύχθηκαν τρομακτικά τις τελευταίες δεκαετίες. Για το Πέραμα είναι πλέον από τις πιο μοδάτες πόλεις του κόσμου. Το εμβληματικό Φόξμορ Χολ υψώνεται περήφανο αφήνοντας το Κάρνεγκι στα χρονοντούλαπα της ιστορίας. Στην αρχή ήταν κυρίως αφιερωμένο στη μουσική αλλά γρήγορα έγινε καζίνο. Καλή η λόου μπαπ αλλά σαν τις μπίζνες δεν έχει.
Χιλιάδες είναι κάθε χειμώνα οι επισκέπτες του χιονοδρομικού στο όρος Αιγάλεω από όπου έχεις πιάτο τις απίστευτες επαύλεις του Γκόλντεν Βάλεϊ. Τα ονόματα Αμφιάλη, Ταμπούρια, Κερατσίνι, τα θυμούνται μόνο κάτι γέροι που ξημεροβραδιάζονται στο διαδικτυακό τάβλι.
Στην Ύδρα οι κάτοικοι (που πάντα έβλεπαν λίγο αφ’ υψηλού τα γειτονικά νησιά) διατήρησαν παρά τις πιέσεις την απαγόρευση στα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα και πριν από λίγα χρόνια αποφάσισαν να απαγορευτούν και οι τουρίστες ενώ υπάρχει ντιμπέιτ για να απαγορευτούν κάποια στιγμή και οι ίδιοι οι κάτοικοι και να μείνουν μόνο οι γάτες. Έτσι είναι, πάντα θα υπάρχει κάποιος που κρατάει μούτρα στο πάρτυ.
Κι όλα αυτά επειδή φύσηξε εκείνο το μελτεμάκι, ε; Αλλά αυτές οι μικρές λεπτομέρειες είναι που γράφουν την ιστορία.
Εννοείται ότι οι Γάλλοι δέχτηκαν την επιλογή της Σαλαμίνας αμάσητη. Ένα ζητηματάκι είχε ο τύπος που έφτιαχνε την αφίσα. Ήθελε δελφίνι αλλά τελικά τον έπεισαν ότι είναι καλύτερα ο πρωταγωνιστής να παίζει με ένα χταποδάκι για να ταιριάζει με την τοπική παράδοση. Και όλοι ξέρουμε πια ότι η εικόνα του βουτηχτή με το χταποδάκι έγινε το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Όσο για την Αμοργό, έμεινε με το απένταρο γαλάζιο της και ο Παναγής δεν μετάνιωσε ποτέ. Ίσα ίσα ακόμα γελάει κάτω από τα λευκά μουστάκια του που έκανε τέτοιο χουνέρι στους Αμοργιανούς.
Η Αιγιάλη εξακολουθεί πάντως να είναι η Εδέμ των γεροντοφρικιών. Τι να πεις, ο καθένας έχει τον παράδεισο που του αξίζει.
Illustration: Peggy Dadaki
Photos developed by Midjourney