Ένας από τους πιο σημαντικούς μουσικούς του 20ου αιώνα, ο Δήμος Μούτσης, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 έτων. Γεννημένος στον Πειραιά, γοητεύτηκε από μικρή ηλικία με τη μουσική και στα 21 του ήταν πλέον πτυχιούχος μουσικός, κερδίζοντας το πρώτο του βραβείο ως σολίστ βιολιού.
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της επιρροής του στη μουσική, αρκεί να αναφέρουμε κάποιους από τους «γίγαντες» με τους οποίους έχει συνεργαστεί, όπως τους στιχουργούς και ποιητές Νίκο Γκάτσο, Μάνο Ελευθερίου, τον Κώστα Τριπολίτη και από ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Μανώλη Μητσιά, τον Δημήτρη Μητροπάνο, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Βίκυ Μοσχολιού.
Αντίστοιχα, κάποια από τα τραγούδια του που έχουν τη δική τους αυτόνομη πορεία στην Ελληνική μουσική και ακούγονται μέχρι και σήμερα είναι τα «Δεν λες κουβέντα», «Άσπρα, Κόκκινα, Κίτρινα, Μπλε», «Άλλος για Χίο τράβηξε», «Έτσι είν’ η ζωή», «Μ’ ένα παράπονο», «Μια φυσαρμονικά που κλαίει», «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», «Ελευσίνα», «Αυτά τα χέρια», «Σ’ έβλεπα στα μάτια».
Δεν θα ήταν υπερβολική η εκτίμηση πως ο τρόπος που γράφουν μουσική οι σημερινοί συνθέτες φέρουν και τη σφραγίδα του Δήμου Μούτση.
«Δεν λες κουβέντα» – Ο Μούτσης διηγείται…
To 2003 το άλμπουμ «Το Φράγμα» επανεκδόθηκε σε cd. Στο σημείωμά του, ο Δήμος Μούτσης εξιστορεί για τη συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλλου στο τραγούδι «Δεν λες κουβέντα»:
«Βρίσκομαι, λοιπόν, στο στούντιο της Columbia, με ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπουλο. Έχω τελειώσει την ηχογράφηση όλων των τραγουδιών κι έμενε το «Δεν λες κουβέντα», που επρόκειτο να τραγουδήσει εκείνο το απόγευμα η Μπέλλου. Σημειωτέον, της είχα κάνει πρόβα μοναχά τα κουπλέ κι αυτό γιατί στο ρεφρέν το τραγούδι άλλαζε τελείως ύφος και η φωνή της και ο τρόπος που τραγουδούσε δε θα βοηθούσε στο καλύτερο αποτέλεσμα.
Η Σωτηρία, βέβαια, αγνοούσε την ύπαρξη αυτού του ρεφρέν. Στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο κι άρχισε να τραγουδάει. Ακούστε, όμως, ένα περίεργο φαινόμενο για μια τόσο σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια: Κάτι της συνέβαινε με το ρυθμό του ζεϊμπέκικου! Μυστήριο, αλλά αληθινό! Και στα κέντρα μεν που τα τραγουδούσε ρυθμικά όπως ήθελε, ήταν κοντά της η ορχήστρα και την ακολουθούσε καταπώς τα ‘λεγε.
Στο στούντιο όμως, με την ορχήστρα ήδη μαγνητοφωνημένη, τα πράγματα δυσκόλευαν. Εν πάση περιπτώσει, ύστερα από δεν ξέρω πόσα μερόνυχτα, τέλος καλό, όλα καλά. Τραγουδώντας μάλιστα-επιτέλους-σωστά και την τελευταία φράση του τραγουδιού, της έκανα νόημα ότι τελειώσαμε. Βγήκε από το καμαράκι, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ‘πε: “Ήταν καλά;” “Tέλεια”, της απάντησα. Κι αφού πήρε ένα αντίγραφο σε μια κασέτα, έφυγε.
Πέντε μέρες αργότερα χτυπάει ξαφνικά το κουδούνι του σπιτιού μου στα Ιλίσια- μέναμε πολύ κοντά. “Ποιος είναι;” “Η Σωτηρία ρε, άνοιξε”. Ανοίγω και μπαίνει μέσα μια Μπέλλου έξαλλη. “Τι μ’ έβαλες, ρε, να πω αυτό το κωλοτράγουδο; Τραγούδι είναι αυτό; Όλο “όχι” είναι. Δε λες κουβέντα, δεν πας πουθενά, δεν κάνεις τίποτα. Τι διάολο, δηλαδή, χάθηκε να λέει και κάπου: “Παρ’ όλα αυτά, σ’ αγαπάω;” Έστειλα εξώδικο στον Πατσιφά, να μην κυκλοφορήσει. Θα γίνω ρεζίλι”. Βρόντησε την πόρτα κι έφυγε.
Όταν όμως βγήκε το δείγμα και τ’ άκουσε, μου τηλεφώνησε και ήρθε με κάτι λουλουδάκια σπίτι, μ’ αγκάλιασε συγκινημένη και μου ‘πε: “Φχαριστώ ρε Δήμο, τελικά είμαι τυχερή”».
Άσπρα, Κόκκινα, Κίτρινα, Μπλε
Το «Ασπρα, Κόκκινα, Κίτρινα, Μπλε» ήταν μια από τις μαζικότερες επιτυχίες της δεκαετίας του 1970. Πολιτικοί κρατούμενοι την εποχή της δικτατορίας εξιστορούσαν πως το συγκεκριμένο τραγούδι το χρησιμοποιούσαν βασανιστές, όχι μόνο για να καλύπτουν τις κραυγές τους όπως είναι γνωστό, αλλά και για τον ψυχολογικό βασανισμό τους -στέρηση ύπνου.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, όμως, ακούστηκε πολύ και στο εξωτερικό, χάρη στον Ντέμη Ρούσσο, ο οποίος μεσουρανούσε εκείνη την εποχή έχοντας πουλήσει πάνω από εξήντα εκατομμύρια δίσκους. Πρωτοπόρος στη μουσική και τη σκηνική του παρουσία, ο Ντέμης Ρούσσος έπαιζε το τραγούδι ως «White Sails» σε συναυλίες και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Δήμος Μούτσης: Το λάθος που έγραψε ιστορία
Ένας από τους πιο σημαντικούς δίσκους στην πολιτιστική ιστορία της χώρας είναι ο «Άγιος Φεβρουάριος» κι αυτό γιατί έβαλε σε νέα μονοπάτια την Ελληνική μουσική. Βέβαια, η υποδοχή του δίσκου δεν ήταν η αναμενόμενη και χρειάστηκε ένα… λάθος από τον Δημήτρη Ψαθά για να πάρει τα πάνω του.
«Βγήκε λοιπόν ο δίσκος αλλά δεν πούλησε τίποτα. Είχε περάσει ένας χρόνος και μου έλεγε ο Βίκος ο Αντύπας από την εταιρεία, ότι κάθε βράδυ πήγαιναν σε φιλικά σπίτια και έκαναν δώρο το δίσκο μήπως και γίνει κάτι γιατί είχαν τρελαθεί… Τότε έγινε η ιστορία με τον Κοεμτζή. Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε ένα χρονογράφημα στα Νέα στο οποίο συνέδεσε το τραγούδι «Ο χάρος βγήκε παγανιά» με την υπόθεση Κοεμτζή, προφανώς από λάθος. Ε, από κει και πέρα έγινε ντόρος και ο δίσκος άρχισε να παίρνει τα πάνω του».
Το τραγούδι για το όποιο έγινε το μακελειό του Κοεμτζή ήταν οι «Βεργούλες».
«Άγιος Φεβρουάριος»
Την ιστορία πίσω από τον τίτλο του άλμπουμ έχει διηγηθεί στο ogdoo.gr ο Μάνος Ελευθερίου.
«Το 1971 κυκλοφορεί ένας ιστορικός δίσκος, ο «Άγιος Φεβρουάριος» σε μουσική του Δήμου Μούτση, με τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, με θέματα εμπνευσμένα από τη Σμύρνη και τη Μικρασιατική καταστροφή. Γιατί τον ονομάσατε έτσι;
Είχα γράψει κάτι τραγούδια και μ’ άρεσε ο τίτλος «Τα μαρτύρια του Αγίου Στεφάνου», γιατί ο Άγιος Στέφανος πέρασε άγρια μαρτύρια και είχε άγριο τέλος. Συζητώντας λοιπόν για τίτλους με τον Μούτση του είπα «Τα μαρτύρια του Αγίου Στεφάνου». Εκείνος όμως ήθελε οπωσδήποτε να βάλει κάτι μέσα στον τίτλο που να έχει το γράμμα «Φ».
Είχε κάποιο συγκεκριμένο λόγο;
Ναι είχε λόγο, ήταν για ένα πρόσωπο που το όνομά του άρχιζε από «Φ». Και λέει «Ο Άγιος Φεβρουάριος». Και του λέω «αυτό είναι, μην κουνήσεις!» Έπιασε λοιπόν και έκανε ο ίδιος το ρεφραίν «Ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ». Αυτό είναι δικό του…».
Η νέα προσέγγιση του «Άγιου Φεβρουάριου» φαίνεται από αυτά που γράφει στο σημείωμά του ο Δήμος Μούτσης για την επιλογή του να ερμηνεύσει τα τραγούδια του ο Δημήτρης Μητροπάνος.
«Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ με τη σειρά του, έδωσε στα τραγούδια μου το ύφος και το χρώμα που είχα στο μυαλό μου όταν τα έγραφα. Αυτό που ενθουσιάζει σ’αυτό τον τραγουδιστή είναι μια φυσική απλότητα της τελείως προσωπικής φωνής του και ο τρόπος ερμηνείας των τραγουδιών.
Μήπως αυτό το στοιχείο αποτελεί το βασικό γνώρισμα, του σημερινού άνδρα τραγουδιστή, στο δρόμο που οδηγείται πλέον η μουσική μας; Ή θα εξακολουθήσουμε πάντα να είμαστε προσκολλημένοι στο προ δεκαετίας ύφος, με τις κορώνες, τους αναστεναγμούς, τα βιμπράτα και όλα τα άλλα “δήθεν προσωπικά κόλπα” των λαϊκών μας τραγουδιστών, ακόμα και των πιο καινούργιων. Ξεκινώντας λοιπόν από αυτή τη βάση, πιστεύω ότι τόσο ο Μητροπάνος όσο και η Σαλπέα, έχοντας τη δυνατότητα να διακριθούν σ’έναν ευρύτερο χώρο, πέραν μιας ταβέρνας ή ενός κοσμικού κέντρου είναι οι ιδανικοί ερμηνευτές της δουλειάς μου».