«Οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν στο αμπάρι» διαβάζω σε τίτλο που περνά βιαστικά μπροστά από τα μάτια μου και ακαριαία μου έρχονται στο μυαλό μερικά αψυχολόγητα χυδαία σχόλια που έχω διαβάσει από χθες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνήθως είναι στοιβαγμένα σαν κάποιο άτυπο τεστ απελπισίας κάτω από αναρτημένα άρθρα ενημερωτικών μέσων. «Γυναικόπαιδα» είχε σχολιάσει ειρωνικά κάποιος κάτω από τη φωτογραφία των διασωθέντων του ναυαγίου στην Πύλο που στέκονται κατάχλωμοι, σαν να έχουν χάσει χρόνια από τη ζωή τους, στο κατάστρωμα ενός σκάφους.
Δεν έχουν χάσει χρόνια από τη ζωή τους. Αυτή η ανάγνωση μιας πρόκλησης ή πιο σωστά της (πάντα) ακούσιας συμμετοχής σε μια τραγωδία είναι πολύ προνομιακή. Οι «κατατρεγμένοι» αυτοί άνθρωποι, όπως τους χαρακτήρισε η Τατιάνα Στεφανίδου, πριν τους αντιμετωπίσει ως υπάρξεις δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, στις οποίες «χαραμίζονται» τα ασθενοφόρα της χώρας, μετρούν πολύ πιο χειροπιαστές απώλειες. Συνεπιβάτες σε ένα σκάφος που από τη στιγμή της επιβίβασης ως και την πραγμάτωση της τραγωδίας μύριζε ρίσκο. Ενδεχομένως τις συζύγους και τα παιδιά τους, που ήταν στο αμπάρι. Τους συγγενείς που άφησαν πίσω. Την πατρίδα, που σιγά σιγά θα αρχίσει να βουλιάζει σε μια μαζοχιστική νοσταλγία είτε σε αυτό που χαρακτηρίζει ο Κούντερα «κακοπροαίρετη μνήμη»: μια αποκοπή από τον νόστο, μια ανάμνηση της πατρίδας δίχως ασφάλεια και προοπτική. Αυτό που εξηγείται και από έναν στίχο που εξηγεί πολύ ωμά και βίαια γιατί παίρνει κανείς το ρίσκο να διασχίσει τη Μεσόγειο μέσα σε ένα αλιευτικό: «Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν η πατρίδα είναι στο στόμα ενός καρχαρία».
«Πάλι γέμισε σκουπίδια η θάλασσά μας», διαβάζω σε σχόλιο κάτω την είδηση για τους δεκάδες νεκρούς του ναυαγίου. Σχεδόν αποκτά υπόσταση αυτή τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την αποστασιοποίηση από την ευκολία της ακατάσχετης σοσιαλμιντιακής λογοδιάρροιας. Την εθνική συνείδηση από τον «εθνικισμό» από την κακοψυχία. Τον ρατσισμό από την ψευδαίσθηση. Τη νηφάλια, σεβαστική σιωπή από την ανάλγητη εκστόμιση σε μορφή λέξεων του αβυσσαλέου κενού της αμάθειας που διαστέλλει κούφια υπερεγώ.
«Αφήστε και κανέναν να φαν τα ψάρια, νοστιμίζουν», γράφει κάποιος σχολιάζοντας τις ενημερώσεις για την αναζήτηση αγνοουμένων. «Αυτοί θα είναι οι αυριανοί δολοφόνοι σας, οι βιαστές των παιδιών σας, γιατί δεν είναι πονεμένοι φτωχοί μετανάστες πρόσφυγες, είναι λαθρομετανάστες πελάτες ΜΚΟ», έγραψε μια γυναίκα. Τη φαντάζομαι οργισμένη, παραδόξως βολεμένη στο παχνί της εμμονικής πίστης της στην κλειστοφοβική της κοσμοθεωρία. Σε πλήρη άγνοια πως μήτρα κάθε γενίκευσης είναι η ηλιθιότητα η ίδια.
«#Τέμπη: 57 νεκροί Έλληνες από την εγκληματική αμέλεια ΟΛΩΝ των κυβερνήσεων. Ξεχάστηκε.
#Πύλος: νεκροί λαθροεισβολείς από τους εγκληματίες δουλέμπορους ΜΚΟ (για τους οποίους δεν μιλά κανείς) και η κυβέρνηση κήρυξε 3ήμερο εθνικό πένθος!», γράφει ένας λογαριασμός στο Twitter και σταματάω να διαβάζω.
Θυμάμαι σε ένα αμφιθέατρο τον διάλογο ενός καθηγητή με έναν φοιτητή. Χωρίς να διαφωνούν ακριβώς, μιας και ο πρώτος αντιλαμβανόταν απόλυτα πόσο κοντά είναι το θάρρος με το θράσος και πόσο απαραίτητα και τα δυο σε ένα υγιές ποσοστό σε κάθε 18χρονο που οφείλει να βγει με φόρα πριν αρχίσει να μαθαίνει να φρενάρει μπροστά σε μεγέθη που είναι αρκετά τυχερός ώστε να μη μπορεί να αντιλφθεί λόγω έλλειψης βιωματικής τριβής με αυτά.
– Η αρνητική κριτική σας ζητήθηκε;
– Όχι.
– Θεωρείτε πως παρόλα αυτά θα είναι χρήσιμη στον αποδέκτη της; Θα κάνει κάτι παραγωγικό με αυτή; Θα βοηθηθεί;
– Δεν μπορώ να ξέρω.
– Ξέρετε, κάποιος που λέει μια κακή άποψη, κάνει μια κακή κριτική, που δεν του ζητήθηκε ποτέ και που δεν θα φανεί χρήσιμη με κάποιο τρόπο στον αποδέκτη της, είναι απλώς πικρόχολος.
Ασύμφορα κακόψυχος εν προκειμένω, θα συμπληρώσω.