Η επίδραση των social media στη σύγχρονη εποχή, είναι γνωστή. Η δυναμική τους, επίσης. Η ικανότητά τους, όμως, να παρατείνουν τη ζωή όσων δεν έχουν παλμό, είναι το κάτι άλλο, κάτι που ξεπερνάει τα όρια της λογικής και αγγίζει αυτά της μεταφυσικής. Βλέπετε, ο νεκρός παραμένει νεκρός όμως σε αυτό το παράλληλο σύμπαν, είναι πιο ζωντανός από ποτέ. Είναι ασύλληπτο, πραγματικά.
Μέσα από αυτή την παράνοια που βιώνουμε, ωστόσο, έχουμε γίνει σοφότεροι, πιο συνειδητοποιημένοι και ο θάνατος του Γιώργου Γεωργίου ήρθε για να το επιβεβαιώσει. Για παράδειγμα, μοιάζει πλέον δεδομένο αυτό που κάποτε έμοιαζε με κόκκινη γραμμή: O νεκρός δεν δεδικαίωται (παραποιημένη φράση, αλλά ας το αφήσουμε). Όχι από όλους τουλάχιστον. Και δεν θα έπρεπε. Ο θάνατος δεν λειτουργεί όπως το delete πάνω δεξιά του πληκτρολογίου. Τίποτα δεν παραγράφεται, τίποτα δεν ξεχνιέται, τίποτα και κανείς δεν έχει τη δύναμη να προσφέρει άφεση αμαρτιών. Αυτό μας έχουν διδάξει οι ιντερνετικοί αποχαιρετισμοί -κυρίως οι πικροί.
Από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Γεωργίου, δημιουργήθηκαν (όπως ήταν αναμενόμενο) δύο στρατόπεδα που στο σύνολό τους, συμφώνησαν ότι διαφωνούν στα σημεία. Υπάρχουν αυτοί που εστιάζουν στα συχνά ομοφοβικά και σεξιστικά του σχόλια, υπάρχουν και αυτοί που, χωρίς να τα ξεγράφουν, άφησαν τον εαυτό τους ελεύθερο να παρασυρθεί από αυτό το κύμα νοσταλγίας που προκάλεσε ο χαμός του.
Διαβάζουμε από άτομα που τον έζησαν στα καλύτερά του (διπλή ανάγνωση) για τη στήλη του στον «Φίλαθλο», για το τηλεοπτικό «Καφενείο των φιλάθλων», τον Sprint FM. Όλοι γράφουν για το πώς κατάφερε να δώσει φωνή στα άτομα που λάτρευαν το παρασκήνιο, τις σκιές που μετατράπηκαν σε φάντασμα για το ελληνικό ποδόσφαιρο, τις φήμες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν αλλά ήταν αρκετές για να περάσουν δύο ώρες το επόμενο πρωί μαζί με τον καφέ τους φτιάχνοντας σενάρια. Αυτό ήθελαν, αυτό τους έδινε.
Δεν μπορώ να διανοηθώ πως ο Γεωργίου μπορούσε να διαμορφώσει συνειδήσεις και συμπεριφορές με τα όσα έλεγε, ειδικά με τον τρόπο που τα επικοινωνούσε. Μιλάμε για ένα καφενειακό stand up, άφιλτρο, με πυρήνα του τον αυτοσχεδιασμό, βασισμένο σε ατάκες και παροιμίες, κάτι που αυτόματα αφαιρούσε την όποια εγκυρότητα τον χαρακτήριζε. Με λίγα λόγια, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορούσε να τον πάρει κάποιος στα σοβαρά. Και δεν μπορώ γιατί ανήκω σε μία άλλη γενιά.
Για τα άτομα λίγο πριν ή μετά τα 30, ο Γεωργίου ήταν ο γραφικός με το τσιγάρο που βρίσκεις στο YouTube. Το μόνο που μπορούσε να διαμορφώσει πλέον ήταν το κλείσιμο μιας συζήτησης σε κάποιο group με φίλους, συνήθως με ένα meme. Για την ακρίβεια, αυτό είναι ο Γεωργίου για τη νεότερη γενιά: ένα meme, μία ανάλυση της παρουσίας του Κλίντον και τίποτα παραπάνω. Εκπαιδευμένοι πια στο να αποκρούουμε, να απομονώνουμε ή να διαχωρίζουμε τα κακά από τα καλά, τον μάθαμε ως μία περσόνα που η εποχή τον ξεπέρασε. Και αυτό θα έπρεπε να μας χαροποιεί. Πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι ένας τέτοιος άνθρωπος;
Για εμάς τους νεότερους, λοιπόν, αυτή η αποδόμηση του χαρακτήρα λίγο πριν την αποσύνθεση, αυτή η υπερανάλυση του «φαινομένου», είναι υπερβολική, ίσως και ανούσια. Φυσικά και δεν είναι, ειδικά για όσους τον έζησαν στο απόγειό του. Το ότι οι περισσότεροι από εμάς καταλάβαμε από νωρίς ότι ο Γεωργίου και ο κάθε Γεωργίου δεν μπορούσε να σταθεί για πολλούς λόγους στη σημερινή εποχή, το χρωστάμε -και- σε αυτούς που σήμερα γράφουν για το πώς επηρέασε αρνητικά τις μάζες. Είναι κεκτημένο, μία δική τους νίκη που απολαμβάνουμε εμείς. Είχαμε και έχουμε την ευκαιρία να επιλέξουμε αν μας κάνει ο Γεωργίου, εκείνοι δεν είχαν, ίσως εκεί οφείλεται το μίνι διαδικτυακό «ξέσπασμά» τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν φλερτάρει με την υπερβολή.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, το it is what it is είναι η ασφαλέστερη οδός γιατί η υπερανάλυση δημιουργεί υπερβολές, οι υπερβολές χάος και το χάος οδηγεί, συνήθως, σε περίεργα μονοπάτια, πολλές φορές απάνθρωπα. Κι μας μην δεδικαίωται ο νεκρός.
«Γεια χαρά!».