Αν κάτι είναι πιο ανησυχητικό από την ίδια την υποκρισία, είναι η παντελής αδιαφορία για το αν αυτή θα γίνει αντιληπτή από τα “θύματά” της. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η καταφανής υποτίμηση της νοημοσύνης του άλλου, αλλά και η πλήρης έλλειψης ουσίας του όλου act. Για ποιο λόγο να μπεις στη διαδικασία να υποκριθείς κάτι εξαρχής αν δεν είναι ζήτημα ζωής και -ηθικού- θανάτου το να γίνεις πιστευτός; Αυτό το παράδοξο παίρνει σάρκα και οστά και ποζάρει άτυπα στις φωτογραφίες του Υπουργικού Συμβουλίου που γλιστρούν από το πρωί κάτω από τον αντίχειρά μας σε κάθε scroll, αλλά σε αναρτήσεις όχι και τόσο “δουλεμένες”, “ψωμωμένες” όσο εκείνες που είτε εκθείαζαν είτε κατακεραύνωναν Κανάκη και Μουτσινά και όποιον άλλο πήγε μια μέρα στη δουλειά του και αποφάσισε να μην κάνει αυτό που έκαναν ακριβώς οι Υπουργοί στο σημερινό συμβούλιο. Κακό, δηλαδή, θέατρο που δεν νοιάζεται καν για το χειροκρότημα.
Τα Τέμπη, μιας και ξεγύμνωσαν τις ανεπάρκειες και τον βαθιά μπακάλικο και κρατικοδίαιτο τρόπο μη-λειτουργίας της πολιτικής και κατ’επέκταση, όπως είναι αναπόφευκτα λογικό, της χώρας όλης, επιχειρήθηκε να λειτουργήσουν τουλάχιστον ως πλυντήριο για τις αμαρτίες πολλών τηλεαστέρων. Ατόμων που καταναλώνουμε αναγκαστικά χρόνια και χρόνια τώρα, χωρίς να μετρά κανείς ουσιαστικά αν σαν προϊόν έχουν κάποια ζήτηση, μιας και αυτός είναι ο νόμος που πια διέπει κάθε έκφανση της ζωής μας. Αυτούς ξέρουν, αυτούς έχουν, αυτούς θα καταναλώνουμε. Ή ως αφορμή για virality για κάποιους από αυτούς που δεν είχαν ουσιαστικές αμαρτίες στο ενεργητικό τους (εκτός αν μπορούμε να συγκρίνουμε το χυδαίο γέλιο με αφορμή μια σεξουαλική παρενόχληση με τη μπανάλ κριτική στη βάση ενός outfit σε κάποια εκπομπή περιφερειακών καναλιών), αλλά είχε αρχίσει να ατονεί η γοητεία που ασκούσαν στο κοινό. Το κοινό που τους απολάμβανε παλιότερα μεγάλωσε και έμειναν με τη Gen Z που δε σηκώνει κουβέντα για την εμφάνιση κανενός στο σπαθί της. Το “δεν μπορείς να μάθεις σε ένα γέρικο σκυλί νέα κόλπα” μετατράπηκε σε πρόκληση, ένα πειραματικό “για να δούμε”, και κάποιοι -ούτε καν κοντά στο “ηλικιωμένοι”- τηλεστάρ αναγκάστηκαν να μάθουν νέα κόλπα, που να εντυπωσιάζουν το Ινσταγκραμικό τους τουλάχιστον κοινό.
Η 24ωρης διάρκειας στέψη του “λαϊκού ήρωα” που “επιτέλους είπε τα αυτονόητα” είναι ο νέος στόχος για πολλά τηλεοπτικά πρόσωπα (αναλαμβάνουμε το μερίδιο ευθύνης μας σε αυτό) και όχι μόνο -αρκετοί woke ή οριακά alt-right δημοσιολογούντες εύχονται να γίνουν quotes σε στόρις με tags που εξαργυρώνονται σε μερικές εκατοντάδες follows. Το πρόβλημα γίνεται πρόβλημα όταν αυτοί οι ματαιόδοξοι μικροστόχοι για να βγαίνει η μέρα στη φούσκα των social media αρχίζουν να καταναλώνονται από το κοινό ως πραγματικό θέμα. Ως το “θέμα της ημέρας”. Ως λόγοι σπατάλης φαιάς ουσίας και ουσιαστικού χρόνου. Το μυαλό αρχίζει να ξεχνά τον πυρήνα και η ενέργεια ξοδεύεται σε συζητήσεις επί συζητήσεων για το αν έκανε καλά ο Κανάκης που κούνησε το δάχτυλο και αν έχει θράσος ο ρεπόρτερ που του απάντησε με “βαριές κουβέντες” υπερασπιζόμενος έναν κλάδο που οι boomers του επιμένουν να αποκαλούν “συνάφι”. Αν το “μαλ*κία θα πει” του Μουτσινά για τον Καραμανλή.
Το θέατρο του παραλόγου που παρακολουθούμε όποτε ανοίγουμε την τηλεόραση, έχει πάρει την επικαιροποίησή του από τις συνειδήσεις μας. Το κενό πραγματικότητας ανάμεσα σε δημοσιογράφους και κοινωνία έχει γίνει αποδεκτό με έναν τρόπο υποσυνείδητο και άρα εξαιρετικα επικίνδυνο. Απουσιάζει η αμφιβολία, το σοκ, ο εκνευρισμός. Είναι πια δεδομένο και μεταβολίζεται ως τέτοιο. Το ότι αναλωνόμαστε σε τοποθετήσεις και διαφωνίες, μέχρι και σε φιλικά τραπέζια, για το αν έκαναν καλά ή όχι, αν είναι κάποιου είδους διαταραχή το γεγονός ότι “με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι πια, δεν τα λένε, γκρινιάζουμε, τελικά τα λένε και πάλι γκρινιάζουμε” είναι η πλήρης απόδειξη της ήττας μας στη μάχη με το αυτονόητο. Γιατί η πραγματική απάντηση σε όποιον επιχειρεί να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, σε αυτό το timing, θα ήταν το “καλά, αυτό είναι το θέμα μας τώρα;”.
Έχουν περάσει εννέα μέρες από τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη. Στις μισές, ευτυχώς εντοπίσαμε όλες τις χυδαίες προσπάθειες συγκάλυψης του εγκλήματος. Όλες τις χωρίς ιδιαίτερο καμουφλάζ επιχειρήσεις υποτίμησης της συλλογικής νοημοσύνης, από δημοσιογράφους (τυχαίο παράδειγμα, Παύλος Τσίμας) και πολιτικούς, πιστούς στο δίπολο “καλό-κακό”, που προσπάθησαν με παλιακούς μηχανισμούς να μετατρέψουν τον σταθμάρχη σε κακό της ιστορίας (τυχαίο παράδειγμα, ποιος άλλος, Άδωνις Γεωργιάδης). Οι πρώτοι, πιθανότατα έκαναν μια πιο “ζωντανή” ανάγνωση non papers με ριτή εντολή “πείτε τη φράση ανθρώπινο λάθος εκατό φορές μπας και την πιστέψουν”. Τις άλλες μισές, ενώ δεν μασήσαμε με την παραμυθιακή εξήγηση με την οποία προτίμησαν να ξεμπερδεύουν με την υπόθεση, καταναλώσαμε μόνοι μας τους “καλούς” της ιστορίας, στη δική μας μικροεκδοχή του παραμυθιού. Και δεν μιλάμε για την ανάδειξη των μικρών ηρώων που ξεπήδησαν από τα βαγόνια σώζοντας συνεπιβάτες, αλλά για τηλεπερσόνες που πληρώνονται για να ταΐσουν τα κατώτερά μας ένστικτα, που μεταξύ μας, είναι και τα πιο απλοϊκά, τα πιο απαίδευτα, δεν είναι δηλαδή και τόσο πια δύσκολο να τα τροφοδοτήσεις. Ένα minimum effort αρκεί. Να γίνουν οι καλοί μεταδότες του δίκιου που μας πνίγει. Να κάνουν μια μεγάλη επανάσταση σε έναν χώρο που υπηρετούν πιστά εδώ και χρόνια και ξέρουμε οδυνηρά καλά πως έχει δώσει αφορμές για αρκετές επαναστάσεις.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα πείτε, δικαίως, και θα συμφωνήσουμε αλλά ειλικρινά, αυτό είναι το θέμα μας τώρα; Μπορούμε να ασχοληθούμε με τα ξεσπάσματα, τα οποία είναι κρίμα να ανθίζουν μες στο θυμικό ψυχαγωγικών και όχι ενημερωτικών εκπομπών, όταν έρθουν πρώτα οι ουσιαστικές λύσεις; Όταν ξεγυμνωθεί εντελώς το τσίρκο που λέμε ενίοτε “κυβέρνηση” ή “πολιτική” σε αυτή τη χώρα, στο απόγειο των ψευδαισθήσεών μας, για να μην απελπιζόμαστε; Αντίστοιχη απορία, βέβαια, προκαλεί και η έντονη απόρριψη, μέσα από tweets, σχόλια, τοποθετήσεις όσων φαίνετια να έχουν δυσανάλογα εκνευριστεί με τη στάση αυτή, με το απότομο wake-up call (την αυθεντικότητά του δεν μπορούμε άλλωστε να τη διασπιστώσουμε) της κυρίως ψυχαγωγικής τηλεόρασης που τόσα χρόνια κοιμάται κοινωνικά ακριβώς γιατί πληρώνεται για αυτό.
Εννιά μέρες μετά τα Τέμπη, δεν είναι πολλές. Είναι λίγες. Και δεν νομίζω πως είναι πρόθεση κανενός αυτές να αναλωθούν στην κριτική της ηθικής στάσης ανθρώπων που λέγοντας όλα τα αυτονόητα που άργησαν χρόνια να πουν, μετατρέπουν τους εαυτούς τους σε πρωταγωνιστές μικροτραγωδιών με backround την πραγματική, ουσιαστική τραγωδία. Οι προτεραιότητες είναι απλές και συγκεκριμένες και έχουν μια λογική σειρά. Πρώτα θα αναλάβουν τις πολιτικές ευθύνες εκείνοι που πρέπει, κι ας πιστέυουν πως ξεμπέρδεψαν με ένα “μεθυσμένο” στάτους, μια παραίτηση και με λίγο κακό θέατρο απαθανατισμένο από φωτογράφους για μιντιακή κατανάλωση, στον αυτόματο. Με τα beefs του Κανάκη και της παρέας του και τις “απασφαλίσεις” του Νίκου Μουτσινά μπορούμε να ασχοληθούμε και σε ένα άλλο timing. Ιδανικότερο. Ξέρετε. Ξαπλωμένοι σε καμία πετσέτα, μπροστά στη θάλασσα και το μοναδικό μας πρόβλημα θα είναι ότι ξεχάσαμε το βιβλίο στο σπίτι.