Πιθανόν η φράση του τίτλου να έχει γίνει ήδη status από κάποιο account με embedded ένα βίντεο από την εκπομπή του Μουτσινά, τους Ράδιο Αρβύλα ή τον Γιώργο Λιάγκα. Μέσα σε λίγα 24ώρα αναγορεύσαμε μια στρατιά από μιντιακούς avengers η οποία -κοίτα να δεις- συγκεντρώθηκε ξαφνικά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες και κόβει βόλτες στα πολλαπλά μικρο-σύμπαντα της ιντερνετικής ροής. Είναι κακό; Όχι. Άλλωστε, μάλλον μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού είναι όσοι διαθέτουν πρόσβαση και χρόνο στην ελληνική τηλεόραση και ξέφυγαν την κυρίαρχη και άνωθεν επιβαλλόμενη αφήγηση για «κυρίως ανθρώπινο λάθος». Όσοι στο πρόσωπο του σταθμάρχη βρήκαν έναν μόνο κρίκο από αλυσίδα που συνεχίζεται με κρατική αδιαφορία, κοροϊδία και κενές περιεχομένου «συγγνώμες» και εσκεμμένη υποτίμηση της κοινής λογικής. Ναι, είναι κάτι και αυτό όμως δεν αρκεί.
Στα social media, που πλέον ορίζουν ή αναπαράγουν την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης, τρία πράγματα υπάρχουν σε αφθονία: οι δάφνες, οι κουβάδες με τα σκατά και η ηδονική μας ανάγκη να κατασκευάζουμε/αποκαθηλώνουμε είδωλα. Παρόλα αυτά, αν κοιτάξουμε τους νέους μας ήρωες προσεκτικά θα δούμε ότι δεν διαθέτουν υπερδυνάμεις, αλλά τη φανταχτερή κάπα του Captain Obvious -δεν ακούστηκε κάτι σπουδαίο, κάτι που πάει τη σκέψη μας παραπέρα, κάτι άλλο από αυτό που φιγουράρει στις πρώτες θέσεις των trends του Twitter.
Οι λόγοι που επιλέγουν να το κάνουν αφορούν τους ίδιους. Δικαιούμαστε ωστόσο πάντα να είμαστε επιφυλακτικοί με ανθρώπους που σχεδιάζουν και πωλούν μιντιακά προϊόντα, καθώς, είτε άτσαλα είτε με ταλέντο, μετατρέπουν ακόμα και τις πιο καίριες διεκδικήσεις σε θέαμα και προσωπική performance, διαβλέποντας μία ανέλπιστη ευκαιρία προσωπικής αναβάπτισης στα νερά του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Η πρακτική ακολουθήθηκε όταν ξέσπασε το ελληνικό metοo και πιθανόν να επαναληφθεί και τώρα.
Στα ΜΜΕ δεν χρειάζονται θυμωμένοι ήρωες. Αν δεν είχε προηγηθεί η διαχρονική απαξίωση ενός ολόκληρου χώρου, αν τα δελτία ειδήσεων δεν είχαν μετατραπεί σε προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, αν τα τελευταία φύλλα συκής για την απουσία πολυφωνίας δεν τα μάζευε με επιμέλεια κάποια γραβατωμένη και αποκτηνωμένη ομιλούσα κεφαλή, τότε θα δεν θα υπήρχε και η δική μας ανάγκη να σκαλίζουμε για ρωγμές φωτός σκρολάροντας στις λεπτές μας οθόνες. Είμαστε πολύ μετά από το επίπεδο του spin, της γραμμής και όποια άλλης επικοινωνιακής στρατηγικής είναι διαθέσιμης σε ένα παιχνίδι που κάποτε χαρακτηριζόταν από κανόνες και θεσμικό έλεγχο. Είμαστε στο σημείο του απόλυτου ελέγχου ως φυσικοποιημένης πραγματικότητας, εκεί όπου πλέον είναι περιττή η αποστροφή «έτσι έχουν τα πράγματα», διότι πολύ απλά δεν υπάρχει καν το ερώτημα που μπορεί να προκαλέσει αυτή την απάντηση. Και κάπως έτσι, όταν η στρέβλωση είναι καθεστώς, τα εντελώς αυτονόητα, αυτά που θα το σημείο μηδέν και η αφετηρία κάθε κουβέντας περιβάλλονται με δέος.
Δεν χρειαζόμαστε θυμωμένους ήρωες γενικώς, θα έλεγα. Η ανάθεση είναι ασφαλέστερη οδός για να μένουν όλα στάσιμα και στο τέλος της διαδρομής απλώς θα μετράμε τα «ξεσπάσματα» κάθε τηλεπερσόνας. Θα το καταναλώσουμε, θα αποσυμπιεστούμε και θα αλλάξουμε κανάλι.