Ένα ποίημα με ξεκάθαρο ιδεολογικό υπόβαθρο, ένα τραγούδι που κάποτε «ένωνε» τις φωνές καταπιεσμένων, εκτοπισμένων πολιτών που διώκονταν για την πολιτική τους σκέψη, μπήκε σε διαφήμιση για τον τζόγο. Ανήθικο ή ό, τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;

«Ό, τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Η δήλωση του τότε υπουργού Ναυτιλίας, Γιώργου Βουλγαράκη, είχε ξεσηκώσει θύελλα αποδοκιμασιών και δικαίως. Κι αυτό γιατί οι κανόνες Δικαίου αφορούν την εύρυθμη «λειτουργία» της κοινωνίας με γραπτούς -και απρόσωπους-νόμους, ενώ η Ηθική απευθύνονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά, έχοντας ως σημείο αναφοράς τη συνείδηση του καθενός.

Φυσικά και η χρησιμοποίηση ενός ήδη γνωστού τραγουδιού σε διαφήμιση στοιχηματικής εταιρείας, όταν η τελευταία καταβάλλει το αντίτιμο που ορίζει ο δημιουργός του, είναι νόμιμη.

Άρα, η συγκεκριμένη στοιχηματική εταιρεία που εξασφάλισε για το τηλεοπτικό της σποτ το τραγούδι «Η Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» αποζημίωσε τους πνευματικούς δικαιούχους του τραγουδιού. Τι ενοχλεί λοιπόν;

Η Μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Ο Κώστας Βάρναλης ήταν ένας στρατευμένος άνθρωπος των Τεχνών. Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, επικοινωνούσε μέσα από το έργο του τις αριστερές ιδέες του, για τις οποίες διώχθηκε. Άρα, μόνο τυχαίος δεν είναι ο χαρακτηρισμός του: Ποιητής της Εργατιάς.

Η Μπαλάντα του κυρ Μέντιου είναι ένα αλληγορικό ποίημα. «Μέντιος» είναι ένα συνηθισμένο όνομα για τα γαϊδουράκια, τα πιο εργατικά ζώα που βοήθησαν να ανοικοδομηθεί η ελληνική ύπαιθρος έπειτα από καταστροφικούς πολέμους, ανά τους αιώνες. Ο Μέντιος, λοιπόν, περιγράφει όσα τραβάει από τα αφεντικά του: Νηστικός, να δουλεύει νυχθημερόν, «και με κάμα και βροχή». Μέσα από τους στίχους του, την ευρηματική περιγραφή της ζωής του, εύκολα φαντάζεται κανείς στη θέση του την καθημερινότητα ενός τυπικού εργάτη.

Ο ευρηματικός Βάρναλης, το χιούμορ του οποίου ήταν γνωστό στους αναγνώστες των εφημερίδων όπου έγραφε χρονογραφήματα, ταυτίζει τα γαϊδουράκια με τους ανθρώπους των λαϊκών τάξεων. Και προσβλέπει στην επανάστασή τους:
«Κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει
έχει η πλάση κοκκινίσει».

Το κόκκινο, το Ολυμπιακί

Το παραπάνω δίστιχο είναι ευθεία αναφορά στη Σοβιετική Ένωση και το κόκκινο χρώμα των κομμουνιστών. Πού να φανταζόταν πως κάποιος διαφημιστής, 68 χρόνια μετά τη δημοσίευσή του στη συλλογή Τα Ποιητικά, θα το «έβλεπε» ως το «κόκκινο το Ολυμπιακί».

Το εμπνεύστηκε, μάλιστα, με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος το τραγούδησε το 1974, σε μουσική του Λουκά Θάνου. Μεταγενέστεροι του Ξυλούρη, όπως ο Νότης Σφακιανάκης (σε μια ντροπιαστική στιγμή στην ιστορία της Ελληνικής μουσικής, αν κρίνουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου), αλλά και ο Μανόλης Λιδάκης, ερμήνευσαν το συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά οι διαφημιστές ήθελαν την αρχική εκτέλεση.

«Έχει η πλάση κοκκινίσει» - Πόσο ηθικό είναι να ακούγεται Η Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου σε διαφήμιση στοιχηματικής εταιρείας

Ο Νίκος Ξυλούρης υπήρξε και εκείνος ένας αγωνιστής της Αριστεράς. Με τα τραγούδια του ενέπνευσε τους συντρόφους του, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι και εκτοπισμένοι, μακριά από τις οικογένειές τους. Ο ίδιος ο Ξυλούρης βρέθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο, τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από τους φοιτητές (Πότε θα Κάνει Ξαστεριά, Μπήκαν στην Πόλη οι Οχτροί), ενώ πριν τραγουδούσε στην παράσταση Το Μεγάλο μας Τσίρκο, των Κώστα Καζάκου και Τζένη Καρέζη, οι οποίοι τόλμησαν να σατιρίσουν τη Χούντα.

Τι από όλα αυτά που έχετε διαβάσει για το ποίημα ή το τραγούδι αντιπροσωπεύεται στο τηλεοπτικό σποτ; Δεν θα είναι επόμενο και λογικό να συνδέσει η νέα γενιά αυτό το τραγούδι με μια συγκεκριμένη ομάδα; Άρα και να το απορρίψουν οι φανατικοί οπαδοί των άλλων ομάδων; «Θα διάβαζαν ποίηση οι φανατικοί των γηπέδων;» θα αναρωτιέται εύλογα κανείς. Γιατί όχι; Τουλάχιστον δεν θα απερρίπταν εύκολα το συγκεκριμένο τραγούδι.

Άραγε πώς θα απαντούσαν οι ίδιοι στην πρόταση μιας διαφημιστικής που θα ήθελε να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο τραγούδι σε διαφημιστικό σποτ στοιχηματικής εταιρείας; Πολύ θα ήθελα να ήμουν μάρτυρας σε αυτή τη σκηνή.

Τι να σκέφτονται όταν ακούν αυτό το τραγούδι άνθρωποι που βασανίστηκαν σε κελιά και ξερονήσια και τώρα βλέπουν να «ντύνει» ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού να πανηγυρίζουν;
Πολύ θα ήθελα να ακούσω τη γνώμη τους.

Όπως θα ήθελα να ακούσω και τη γνώμη των συγγενών των δημιουργών.

Είμαστε στην εποχή που όλα αγοράζονται; Περιμέναμε να συμβεί αυτό για να το κατανοήσουμε;

ΥΓ. Δεν υπάρχει καμία μομφή για την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού. Η απόφαση βαραίνει τους διαφημιστές και τη στοιχηματική εταιρεία.

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!


Μεροδούλι, ξενοδούλι! 5
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.

Τα παιδιά, τα καλοπαίδια, 10
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!

Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι 15
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ’βγαινε η ψυχή.

Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά 20
του χωριού, την εκκλησιά.

Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα. 25


Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.

Και γι’ αυτόνε τον ερίφη 30
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Αλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μάη το μήνα 35
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Κι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός: 40
—Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή! 45


—Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
—Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
—Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
—Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα 50
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη, 55
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Κι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή 60
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),

η ψυχή μου θε να δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του! … 65


Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Κωλοσούρθηκα και βρίσκω 70
στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο:
—«Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη 75
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Το σκληρόν αφέντη κἄνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα με την κουβέντ’ αυτή 80
πόρτα μού ’κλεισε κι αφτί.

Τότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια: 85


—«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παραδώ.

Αν το δίκιο θες, καλέ μου, 90
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μη χτυπάς τον αδερφό σου—
τον αφέντη τον κουφό σου! 95
Και στον ίδρο το δικό σου
γίνε συ τ’ αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
Χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς 100
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».