Πανηγυρίζει η Ελλάδα. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης κυλούν από τα μάτια μας βλέποντας τους λεβέντες μας και τους κορίτσαρούς μας να τραβάνε κουπί με λύσσα και να παίρνουν μετάλλια στο Παρίσι. Δύο κατακτήσαμε, μάλιστα μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας.
Πρώτα ο Πέτρος Γκαϊδατζής και ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών ανδρών και μετά η Μιλένα Κοντού και η Ζωή Φίτσιου στο αντίστοιχο αγώνισμα των γυναικών. Κάνανε, μάλιστα, τέτοια υπερπροσπάθεια στο τέλος, που παραλίγο να παίρνανε το αργυρό μετάλλιο. Τα αγόρια το χάσανε στο photo-finish, τα κορίτσια στην τελευταία κουπιά. Ας είναι.
Κι έρχεται τώρα το βασανιστικό, το αμείλικτο ερώτημα: Γιατί πανηγυρίζουμε το αυτονόητο;
Ε, όχι και αυτονόητο! Τις ακούμε από τώρα τις αντιρρήσεις, τις φωνές και τα ουρλιαχτά όσων διαβάζετε. Αυτονόητο να παίρνεις μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες; Και φυσικά όλο αυτό πασπαλίζεται με τις ατέλειωτες ώρες προπόνησης, τις θυσίες, την κούραση, τα δάκρυα, τη βαρεμάρα, τη ρουτίνα, το να σκάνε τα χέρια σου από το τρίψε-τρίψε στο κουπί, να σε πονάνε πλάτες και γόνατα όταν τελειώνεις και πας με βαριά βήματα προς το ντους.
Μην παρεξηγείτε: Δεν θέλουμε να υποβαθμίσουμε την επιτυχία, ούτε το μετάλλιο. Κάθε άλλο. Αυτό που πρέπει να τονιστεί, όμως, είναι πως ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ πιο προπονημένοι νέοι στο κουπί από τα Ελληνόπουλα!
Πέτρος Γκαϊτατζής, γεννημένος το 2000. Αντώνης Παπακωνσταντίνου, γεννημένος το 1999. Μιλένα Κοντου, γεννημένη το 2005. Και Ζωή Φίτσιου, γεννημένη το 1995. Γράφουμε και τα έτη γέννησης για να γίνει πιο κατανοητό, να μπει στο σωστό πλαίσιο ο χρόνος που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι αθλητές μας.
Τι περάσανε αυτά τα παιδιά; Στο σχολείο ήταν ακόμα, στο δημοτικό και το γυμνάσιο, όταν κατέρρευσε η χώρα και αρχίσανε τα μνημόνια. Και μαζί με τα μνημόνια ψαλιδίζονταν ένα-ένα και τα νεανικά φτερά. Σχεδόν μία δεκαετία μιζέριας, οικονομικής δυσκολίας σε όλους τους τομείς, και κυρίως απουσίας καθαρού ορίζοντα. Προοπτικής για τα νέα παιδιά, να κάνουν κάτι και να προκόψουν. Όχι να γίνουν πλούσιοι, απλά να τη βγάζουν και να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Ούτε αυτό δεν μπορούσαν να κάνουν. Να φύγουν από το σπίτι τους και να βρουν κάπου να μείνουν, έστω μια γκαρσονιέρα, ένα δυάρι, να πληρώνουν το ρεύμα και το νερό και τα κοινόχρηστα.
Και την ώρα που φάνηκε κάτι να αλλάζει, την ώρα που τα παιδιά αυτών εδώ των ηλικιών άφηναν πίσω τους τη μαθητεία και άρχιζαν να μπαίνουν στη ζωή, όπως λέει ο λαός, ήλθε η κατραπακιά του COVID-19. Μια διετία σχεδόν χαμένη, με τους νέους από εκεί και πέρα να ψάχνουν και να μην βρίσκουν (εκτός αν ήθελαν να δουλέψουν σαν είλωτες σεζόν σε νησί) και τις προοπτικές ακόμα εξαφανισμένες.
Το πιο σκληρό κουπί
Ποιο είναι πιο σκληρό «κουπί» απ’ αυτό; Όταν μεγαλώνεις μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, όταν το ξέρεις ότι σε σπρώχνουν να γίνεις ο επόμενος κωπηλάτης στη γαλέρα, πώς να μην προπονηθείς για να γίνεις ο καλύτερος; Και πώς να μην νιώθεις «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος», όπως λέει κι ο ποιητής, για να τραβήξεις κουπί σα να εξαρτάται η ζωή σου όλη απ’ αυτό;
Στις κουπιές των παιδιών μας ειδικά στα 500 τελευταία μέτρα της κούρσας τους, εκεί που έκαναν την υπέρβασή τους και εξασφάλισαν το μετάλλιο, αντικατοπτρίζεται όλη η σύγχρονη οπτική των νέων για την Ελλάδα. Τράβα κουπί, παιδί μου, για να ζήσεις. Τράβα όσο μπορείς για να βγεις στην επιφάνεια, να δεις ένα κομματάκι ουρανό, να νιώσεις ότι μπορείς να ονειρεύεσαι και ξυπνητός, όχι μόνο όταν κλείνεις τα μάτια σου.
Και τα παιδιά αυτό έκαναν. Έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Είχαν κάνει καλή προπόνηση όλα αυτά τα χρόνια, στους Ολυμπιακούς Αγώνες θα κολλήσουν; Κι όχι μόνο μέσα στις λίμνες και στα κωπηλατήρια. Η ίδια η ζωή τους έχει διδάξει πώς να τραβάνε καλό κουπί.