Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης της δολοφονίας του Αντώνη σοκάρουν και τα ηχητικά ξεχειλίζουν από κυνισμό. «Τίποτα, δεν με βλέπω καλά» λέει με ανησυχία για τον εαυτό του ο Ύπαρχος του Blue Horizon, που μερικά λεπτά πριν έσπρωχνε με θυμό έναν άνθρωπο από τον καταπέλτη. Και ο λόγος; Τον λέει στη συνέχεια στον Πλοίαρχο, χωρίς αναστολές. «Εγώ νόμιζα ότι δεν είχε εισιτήριο. Ένας παλαβός ήταν. Νόμιζα ότι ήταν μαύρος, ότι ήταν Πακιστανός».
Κυνικό; Ρατσιστίκο; Σοκαριστικό; Αυτή του η παραδοχή ακούγεται να μην σοκάρει και τόσο τον Πλοίαρχο. Λες και μειώνει το έγκλημα. Μια παραδοχή, που συνειρμικά μας φέρνει στο μυαλό όλα τα τραγικά που συμβαίνουν κατά καιρούς στην χώρα μας. Όλα τα περιστατικά που ο σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα πάει περίπατο. Τα κίνητρα ίδια. Μίσος και ρατσισμός. Από το ναυάγιο στην Πύλο και τα πογκρόμ μεταναστών στον Έβρο, μέχρι τον Ύπαρχο που έσπρωξε τον Αντώνη από τον καταπέλτη και λίγο αργότερα ξεκαθαρίζει το κίνητρο που τον οδήγησε σε αυτό. Η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» κατέθεσε αίτημα στην Εισαγγελία να αναγνωριστεί το ρατσιστικό κίνητρο στο έγκλημα. Η Εισαγγελία έκανε δεκτό το αίτημα και πρόκειται να το εξετάσει.
Αναλογίζομαι τις πρώτες εκείνες δηλώσεις του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, για τις οποίες και βρέθηκε στη δεινή για εκείνον θέση να παραιτηθεί και αναρωτιέμαι, αυτοί για τους οποίους θα έπρεπε να θρηνούμε εκτός από τον Αντώνη, επειδή πήγαν λέει να κάνουν τη δουλειά τους, να φέρουν ένα μεροκάματο στο σπίτι τους, και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία, ποια δουλειά τους έκαναν ακριβώς; Και έτσι φέρνεις ένα μεροκάματο στο σπίτι σου; Είναι δουλειά του Ύπαρχου ενός πλοίου να σπρώχνει από τον καταπέλτη έναν άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιβαστεί επειδή θεώρησε ότι δεν έχει εισιτήριο, επειδή νόμιζε ότι ήταν μαύρος ή Πακιστανός; Είναι δουλειά του Πλοίαρχου να λέει «άνθρωπος στη θάλασσα» και η αντίδραση του να είναι απλά αυτή; Να συνεχίζει τον απόπλου και να φεύγει από το λιμάνι; Απάθεια για τον άνθρωπο στη θάλασσα. «Θέλει λεπτομέρειες για το τι έγινε… μην πεις πολλά» ακούγεται να λέει ο Πλοίαρχος στη συνομιλία του με τον Ύπαρχο. Πρώτη αντίδραση, η συγκάλυψη, το πως θα «κουκουλωθεί» το θέμα.
Αυτή όμως είναι η κουλτούρα που έχει καλλιεργηθεί σε αυτή την χώρα. Η ατιμωρισία, οι δικαιολογίες, τα προβλήματα κρυμμένα κάτω από το χαλάκι. Δεν βλέπω, δεν ξέρω, δεν ακούω, δεν τον έσπρωξα, απλά γλίστρησε και έπεσε. Και τον άφησαν εκεί. Γιατί μπορεί να μην είχε εισιτήριο, γιατί μπορεί να ήταν παλαβός, γιατί μπορεί να ήταν μαύρος, γιατί μπορεί να ήταν Πακιστανός. Στην Ελλάδα, ο εκάστοτε άνθρωπος που θεωρεί ότι μπορεί να πάρει τη δικαιοδοσία και να βάλει τάξη -σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα- θεωρεί ότι μπορεί και να την γλιτώσει. Ο ανθρωπισμός και η στοιχειώδης ενσυναίσθηση του αντίκτυπου που έχουν οι πράξεις του, έχουν προ πολλού καταλήξει στα σκουπίδια. Και θα κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Εκτός και αν, σε ένα κράτος που η ασυδοσία μένει ατιμώρητη, είναι αυτός ο «άτυχος» που θα την πληρώσει για την «στραβή» που έτυχε στην βάρδιά του.