Οργή, θυμός, θλίψη. Συναισθήματα που δημιουργούν ασύνδετες μεταξύ τους προτάσεις, χαμένα βλέμματα στο κενό. Πάει καιρός τώρα που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους. Βιώνουμε καθημερινά την πλήρη αποκτήνωση. Δε μπορείς να αποδράσεις από αυτή τη δυστοπία, γιατί είσαι κομμάτι της. Δυστοπία. Πόσες φορές την έχετε δει γραμμένη τελευταία; Τόσες πολλές που έχασε τη σημασία της, έγινε κανονικότητα. Όπως οι δολοφονίες ανθρώπων στα σύνορα, στις θάλασσες, στους δρόμους, δίπλα μας.
Συνηθίζουμε σε μια βαρβαρότητα που προκαλεί δύσπνοιες, σε ένα τοξικό περιβάλλον που αδυνατείς να ανασάνεις. Ο Αντώνης Καρυώτης, ένα χαμογελαστό παιδί από την Κρήτη, έμαθε την πιο σημαντική τέχνη κι ας λέει ο αδερφός του ότι δεν γνώριζε καμία. Το να αγαπάς σε μέρες που κυριαρχεί το μίσος, είναι ίσως η σπουδαιότερη και πιο επιδραστική μορφή τέχνης. «Χαμογελούσε στους πάντες», γράφουν συντοπίτες του από το Λασίθι.
Ο Υπουργός Ναυτιλίας, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης σε τοποθέτηση του με αφορμή την δολοφονία του Αντώνη, δε ξέχασε να αναφέρει και «αυτούς που πήγαν να κάνουν τη δουλειά τους, να φέρουν ένα μεροκάματο, και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία».
Συνηθίζουμε σε μια βαρβαρότητα που προκαλεί δύσπνοιες, σε ένα τοξικό περιβάλλον που αδυνατείς να ανασάνεις.
Ας πάμε και σε αυτούς. Ο Αντώνης έκανε συχνά το δρομολόγιο Κρήτη-Πειραιά. Θα τον είχαν δει ξανά. Εκεί που ο περισσότερος κόσμος έβλεπε ένα χαμογελαστό παιδί, που παρά τις εργατοώρες που κουβάλαγε στην πλάτη του, παρά το χαμό της μητέρας του, παρά τις τρικλοποδιές, σηκωνόταν, εκείνοι θέλησαν να τον ρίξουν. Και αυτό έκαναν. Γιατί όταν η ψυχή σου είναι μαύρη, είναι όλα μαύρα. Καθρεφτίζεις μαύρο. Οι άνθρωποι που σήμερα κατηγορούνται για ανθρωποκτονία, είχαν δει κάποιους άλλους να δολοφονούν πριν χρόνια τον Ζακ, μέρα μεσημέρι, είχαν δει κάποιους άλλους να χτυπούν έναν πολίτη στη Νέα Σμύρνη, είχαν δει κάποιους άλλους να αφήνουν 600 και παραπάνω ψυχές να πνιγούν ανοιχτά της Πύλου, είχαν δει κάποιους άλλους να παίρνουν τα όπλα και να κυνηγούν κατατρεγμένους στα δάση του Έβρου.
Και ξέρετε τι έβλεπαν; Τους εαυτούς τους. Το χέρι που έσπρωξε τον Αντώνη στη θάλασσα έχει πάνω του πολλά αποτυπώματα. Στη ντουλάπα της εξουσίας, θα βρει κανείς πολλές στολές, πολλά διαφορετικά ρούχα.
«Τα πιο φρικιαστικά, τα πιο τερατώδη εγκλήματα διαπράττονται από συνηθισμένα άτομα. Από οικογενειάρχες. Από γραφειοκράτες. Από απλούς ανθρώπους που μετατρέπονται σε φονικά όργανα ολοκληρωτισμού» έλεγε η Χάνα Άρεντ. «Δεν ήταν ο Χίτλερ ή ο Χίμλερ που με απήγαγε, με χτύπησε και πυροβόλησε την οικογένειά μου. Ήταν ο τσαγκάρης, ο γαλατάς, ο γείτονας που πήρε μια στολή και στη συνέχεια πίστεψε πως είναι η Κυρίαρχη Φυλή», έλεγε ο Karl Stojka, επιζών του Άουσβιτς.
«Τον αγαπούσε όλος ο κόσμος, όλος ο Άγιος Νικόλαος κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Ρωτήστε όποιον θέλετε για τον αδερφό μου» ανέφερε ο αδερφός του Νίκος σε τοπικά μέσα της Κρήτης. Ρωτήστε όποιον θέλετε, λέει. Σα να είναι παράνομο να σε αγαπούν και πρέπει να το αποδείξεις. Σα να είναι η εξαίρεση στο κανόνα του μίσους, στο κανόνα της επιβολής, στο κανόνα της εξουσίας.
Δολοφονήθηκε γιατί ήταν αόρατος για εκείνους που τον πέταξαν στη θάλασσα.
Ο Αντώνης δολοφονήθηκε γιατί δεν ήταν σαν αυτούς. Δολοφονήθηκε γιατί ήταν αόρατος για εκείνους που τον πέταξαν στη θάλασσα. Δολοφονήθηκε γιατί δεν τους ταίριαζε, δεν ήταν σαν αυτούς. Ερχόταν από εκεί που δεν πιάνουν τα διαγράμματα της οικονομίας, από το περιθώριο της κοινωνίας. Δολοφονήθηκε γιατί ήταν διαφορετικός.
Σε μια Ελλάδα που σε κάνει να ντρέπεσαι καθημερινά, όλο και παραπάνω, ένα παιδί δολοφονήθηκε εν ψυχρώ επειδή στη τελική, απλώς προσπάθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο της γραμμής για να γυρίσει σπίτι του. Δεν τον άφησαν όμως. Έστριψαν το βλέμμα και συνέχισαν τη διαδρομή τους.
Ο Αντώνης δεν γύρισε ποτέ σπίτι και η καρέκλα του στα οικογενειακά τραπέζια θα μείνει αδειανή. Οι συγγενείς του θα διηγούνται ιστορίες. Θα μιλούν για εκείνον, χωρίς εκείνον. Και όσο θα ψάχνουν απαντήσεις, σε κάποια άλλη γωνία της Ελλάδας, σε κάποιο λιμάνι, σε σύνορα, ή δρόμους, ένας άλλος Αντώνης θα κινδυνεύει. Γιατί; Γιατί δεν χωρά στον σάπιο κόσμο τους.