Πρώτο στάδιο: Δημοσίευση φωτογραφίας.
Δεύτερο στάδιο: Κατακραυγή στα social media
Τρίτο στάδιο: Απάντηση εργοδότη/εργαζόμενου
Τέταρτο στάδιο: Ξύνεις το κεφάλι σου
Μια υπέροχη, δροσερή ιστορία μας ήρθε από τη Ρόδο μέσα το Σαββατοκύριακο, ένα Σαββατοκύριακο ζεστό και θορυβώδες που έστειλε τον ελληνικό λαό στις παραλίες να κάνει το μπανάκι του, να πληρώσει την ξαπλώστρα του, να κάνει το Instagram Story του, να απλώσει το αντηλιακό στο πρόσωπό του, να αισθανθεί το χάρτινο καλαμάκι που διασπάται στα χείλη του όσο ο χαμηλής ποιότητας καφές του από κρύος μετατρέπεται σε υγρό πυρ βυζαντινής προελεύσεως.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, και πάλι ελληνικό, εξαγριωμένοι χρήστες των social media είχαν ανέβει στα διαδικτυακά κάγκελα υπερασπιζόμενοι την κοινή λογική που λίγο έλειψε να πνιγεί στην καλοκαιρινή Ελλάδα 2.0. Ένας σερβιτόρος έτοιμος για όλα, γενναίος και με τη θαλασσοφοβία να είναι το τελευταίο που τον χαρακτηρίζει, βούτηξε στο νερό για να πάει σαν καλός εργαζόμενος μια παραγγελία σε πλωτή εξέδρα. Μέχρι και ο Άδωνις Γεωργιάδης συγκινήθηκε, «οι εργαζόμενοι δεν είναι δούλοι, έχουν δικαιώματα», είπε.
Τι γίνεται, όμως, όταν ο εργαζόμενος έχει δικαιώματα τα οποία δεν έχει κανένα πρόβλημα να τα καταπατήσει βρίσκοντας παράλληλα απόλυτα σύμφωνο και τον εργοδότη του; Τίποτα, πληροφορίες της ΕΡΤ Νοτίου Αιγαίου αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια ελέγχου από τοπικό κλιμάκιο του ΣΕΠΕ δεν βρέθηκε κάτι παράνομο στην υγρή μας ιστορία. Οπότε, ο κατά το ήμισυ υποβρύχιος σερβιτόρος όπως και ο χειριστής του ή, καλύτερα, ο εργοδότης του, είναι καλυμμένοι. Το ηθικό κομμάτι συρρικνώνεται, παύει να απασχολεί. Δεν υπάρχει, γίνεται Ευθυμάκης.
Ο ίδιος ο σερβιτόρος, μάλιστα, υποστήριξε ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με την θαλασσοθεραπεία καθώς η συγκεκριμένη εξυπηρέτηση τού αποφέρει φιλοδώρημα το οποίο -κρατηθείτε- φτάνει ακόμη και τα 200 ευρώ. Από κοντά και οι συνάδελφοί του. «Δεν εργαζόμαστε με “συνθήκες μεσαίωνα” όπως ειπώθηκε από μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτε “εκβιαζόμαστε” ούτε “εξαναγκαζόμαστε” να κάνουμε πράγματα που δεν επιθυμούμε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας», αναφέρουν μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση που εξέδωσαν. Σκεφτείτε να τους ζητήσουν να περπατήσουν στο νερό, να κάνουν μια τούμπα ή ένα τριπλό άξελ πόσα έξτρα χρήματα θα μετρήσουν το βράδυ, έτσι κατάκοποι αλλά χαρούμενοι που είναι.
Είναι δικαίωμά τους να στηρίζουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις; Φυσικά. Μπορεί αυτά τα χρήματα να τους είναι είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία, τόσο αναγκαία που κάνουν τον κάθε βατραχάνθρωπο/σερβιτόρο να υπερασπίζεται τέτοιες πρακτικές ώστε να θωρακίσει τον πλούσιο, όπως διαβάζουμε, μισθό του και τα πουρμπουάρ που φουσκώνουν τις τσέπες του λες και εκεί κρύβεται μία σακούλα με πορτοκάλια που περιμένουν το ξεζούμισμα. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη, αυτής της ακόμα πιο σκληρής πραγματικότητας, μάς δείχνει πως δεν υπάρχουν ηθικοί φραγμοί, ότι οι νέοι, χωρίς πυξίδα στους εργασιακούς χώρους, χάνουν το δρόμο τους για ένα καλό (ή κακό) μεροκάματο και ότι τα δικαιώματά τους δεν τα βλέπουν ούτε με κιάλια. Δεν τους ενδιαφέρει να τα δουν, αυτό είναι το πρόβλημα. Με τη στάση τους, θέλοντας και μη, κανονικοποιούν καταστάσεις εξευτελισμού, ενισχύουν την άνιση σχέση μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για μελλοντικές ίδιες συμπεριφορές απέναντι σε άλλους ανθρώπους που φεύγουν για σεζόν γιατί, «σιγά, και στη Ρόδο έτσι πάνε τις παραγγελίες». Αν δεν προβληματιστεί ο ίδιος ο εργαζόμενος, πώς θα προβληματιστούν αυτοί που πρέπει να προβληματιστούν;
Κάποιες φορές, όταν στεγνώνουμε από το νερό της θάλασσας, μαζί με το αλάτι, εξατμίζεται και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και αυτή δεν αγοράζεται. Μπορεί, βέβαια, να ήθελε να κάνει μια ρινική πλύση ο άνθρωπος και να τον παρεξηγήσαμε.