Το βάσανο του κωμικού είναι που πρέπει να είναι συνέχεια αστείος. Να βρίσκεται διαρκώς en garde, έτοιμος να κάνει τον κόσμο να χαμογελάσει. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου για έναν κωμικό κι είναι ακριβώς αυτό το πράγμα που ψάχνει σε όλη του τη ζωή να αποφύγει. Να γλυτώσει θέλει ο άνθρωπος από τον ψυχαναγκασμό της γαργαλιέρας. Έργο δύσκολο, συχνά ακατόρθωτο, που συχνά πυκνά τον οδηγεί στο ντελαπάρισμα. Και στη σιδηρά παρθένο του σοροπάτου δράματος…
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση του Γιώργου Καπουτζίδη. Ο οποίος, αφού έσκισε με τις «Σαββατογεννημένες» και θριάμβευσε με το «Παρά πέντε», αποφάσισε να πάρει ένα προσωρινό διαζύγιο από την τηλεοπτική κωμωδία. Της είπε στο αυτί αυτά που λένε τα ζευγάρια («θέλω να μείνω λίγο μόνος μου», «έχω ανάγκη από έναν δικό μου χώρο» κλπ. κλπ.), έφτιαξε βαλίτσα, τα μάζεψε τα πράγματα κι έφυγε από το σπίτι. Και της γύρισε την πλάτη σχεδόν ολοκληρωτικά, μιας και εξαιρέσουμε κάποια επιτυχημένα γκεστ (βλέπε παρουσίαση προκριματικών Eurovision με Μακρυπούλια), ούτε να ακούει δεν ήθελε για την περίπτωσή της. Ώσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου (ή του ταμείου, δεν ξέρω…) και επέστρεψε με την «Εθνική Ελλάδος».
Ένα σήριαλ που μου θυμίζει εκείνη την υπέροχη ατάκα του Δημήτρη Πουλικάκου. Την παρόλα για το φοβερό και τρομερό τέρας με κεφάλι λιονταριού και σώμα άλλου λιονταριού. Κάπως έτσι μοιάζει και το σενάριο του Καπουτζίδη. Σαν να υπογράφει αυτός τις κωμικές σκηνές και τις δραματικές σκηνές κάποιος άλλος με το ίδιο όνομα. Πώς ήταν μια φορά στη Δόξα Δράμας που έπαιζαν ταυτόχρονα δυο Γιώργηδες Γεωργιάδηδες; Ο ένας του Χαραλάμπους και ο άλλος του Σάββα. Και για να τους ξεχωρίζουν οι αθλητικογράφοι τον έναν τον αποκαλούσαν Γου Χου και τον άλλον Γου Σου. Κάπως έτσι πάει και με την «Εθνική Ελλάδος». Σαν να μπούκαρε τις νύχτες στο κομπιούτερ του Καπουτζίδη ο άλλος του εαυτός και να ξανάγραφε από την αρχή το δράμα. Ή μάλλον σαν να πρόσθετε στο δράμα μερικά σακιά ζάχαρη απ’ αυτά στις βιομηχανικές συσκευασίες.
Γιατί η κωμωδία του σήριαλ, κουτσά στραβά σώζεται. Δεν είναι γκράντε, δεν σε παρασέρνει, δεν ξεκαρδίζεσαι, αλλά το κρατάει το πηγούνι πάνω απ’ το νερό. Ιδίως στις σκηνές εκείνες που κόβει τα λουριά ο Καπουτζίδης, που ξεχνάει ότι πρέπει να κρατάει ισορροπίες ανάμεσα στο χαβαλέ και στο δάκρυ, που βουτάει στον παραλογισμό και στο screwball και χάνει η μάνα το παιδί μαζί με την κουδουνίστρα. Βλέπε τις σεκάνς με τις απανωτές οντισιόν της Κύπριας αθλήτριας, που θα μπορούσαν να έχουν βγει από τις καλύτερες στιγμές τηλεοπτικής ανθολογίας. Όταν, πάλι, το ρίχνει στην ανεκδοτολογία, εκεί πια αρχίζεις να αναρωτιέσαι μήπως ξέμεινε από καύσιμα. Διότι είναι λίγο δύσκολο να γελάσεις με διαλόγους του τύπου:
– Μιλάτε ξένες γλώσσες;
– Ναι. Fuck you!
Ή ακόμη χειρότερα:
– Πώς θα λέγεται το κέικ πορτοκάλι με μανταρίνια;
– Μανώλης!
Άμα γελάτε εσείς, με γειά σας και χαρά σας και μπράβο σας, αλλά εγώ δεν τα πολυκαταφέρνω…
Αλλά αν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα της «Εθνικής Ελλάδος», ότι δηλαδή κάποιες φορές το χιούμορ της βγαίνει στις εκπτώσεις, δεν θα έτρεχε και τίποτα. Στη χώρα που χαλάει κόσμο ο Σεφερλής, μην κλαίμε κιόλας όταν μας τυχαίνει και κανά φύκι μέσα στις μεταξωτές κορδέλες. Το ζήτημα το μεγάλο, το ζόρικο, είναι η φιλοδοξία του Καπουτζίδη αφενός να επεκταθεί στο γλυκόπικρο ιδίωμα και αφετέρου να ασκήσει κοινωνική κριτική. Σε αμφότερα αποτυγχάνει παταγωδώς και τρώει τούμπες χειρότερες κι από τις δόλιες τις πρωταγωνίστριές του όταν ξεκινούσαν το κέρλινγκ. Γιατί; Διότι, πρώτον χάνει το, τόσο απαραίτητο σε αυτές τις περιπτώσεις, μέτρο και δεύτερον, το νυστέρι του στέκεται απλώς στην επιφάνεια, στο δέρμα δίχως να προχωράει ως το κόκκαλο.
Θα μου πείτε, για τηλεόραση μιλάμε. Για το «μέσο» όπου όλοι και όλα μετατρέπονται σε καρικατούρες κι έχεις λίγα μόνο δευτερόλεπτα να παρουσιάσεις γεγονότα που δεν χωράνε σε πολύτομες εγκυκλοπαίδειες. Θα σας απαντήσω ότι εδώ είναι η ευθύνη και το ταλέντο του δημιουργού, αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Εδώ είναι η μαγκιά του, να δώσει σάρκα και οστά στους χαρακτήρες, να ζουμάρει σε καταστάσεις και συμβάντα, να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας χωρίς να υπολογίζει τρεις το λάδι τρεις το ξύδι της θεαματικότητας. Το κάνουν εδώ και πολλά έτη στο ΗΒΟ, το πήρανε πια χαμπάρι ακόμη και τα δεινοσαυρικά αμερικάνικα δίκτυα.
Σην «Εθνική Ελλάδος» δυστυχώς περισσεύει το σορόπι και λείπει το μπαρούτι. Περισσεύει η αγωνία να δείξουμε ότι οι μετανάστες είναι καλοί άνθρωποι, ότι οι gay τραβάνε κουπί, ότι οι συμπολίτες μας με αναπηρίες είναι κι αυτοί πλάσματα του Θεού, ότι είχε δίκιο ο καταραμένος ο Κοέλιο όταν έγραφε εκείνη την αδιανόητη μπούρδα για το σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ σου. Με προβληματισμούς του τύπου «το χειρότερο ήταν όταν ήρθε η ώρα που σταμάτησα να κάνω όνειρα», με οργή του στυλ «δεν ξέρω τι θα πει ελληνική καρδιά, δεν βρήκα πουθενά ούτε δικαιοσύνη ούτε αξιοκρατία, βρήκα ρατσισμό και αδικία», με αγανάκτηση του ύφους «έχω μάθει να προσπαθώ και να αγωνίζομαι σε αυτό το κράτος, όπου πρέπει να ματώσεις για πράγματα που αλλού θεωρούνται δεδομένα», με αγωνίες της τάξεως «για να τα όνειρα πρέπει να κοιμηθείς, για να τα ζήσεις πρέπει να ξυπνήσεις».
Τα ακούς και αναρωτιέσαι αν σοβαρολογεί ο Καπουτζίδης ή αν μας τρολάρει όλους, ετοιμάζοντας για τη συνέχεια έναν τηλεοπτικό Αρμαγεδώνα –ένα Κούγκι έστω, που είναι και περισσότερο της μόδας. Διότι αλλιώς δεν εξηγείται το γλυκερόν της υποθέσεως, δεν καταπίνεται ο ατελείωτος διδακτισμός, δεν αντέχεται η καλοσύνη μέχρι τελικής πτώσεως. Και πάνε έτσι χαμένες τόσο οι άψογες περφόρμανς του καστ όσο και η εξαιρετικά φροντισμένη παραγωγή. Να τις χαίρονται, να τις καμαρώνουν, αλλά πραγματικά δεν άξιζε τόσος κόπος για μια σακχαρόπηκτη κατήχηση. Ευχαριστώ πολύ, την επόμενη φορά που θα θελήσω να γίνω καλύτερος άνθρωπος θα ξαναδιαβάσω την Αγία Γραφή.