Είναι κάποια πράγματα σε αυτή τη ζωή, που κάπως, κάπου, κάποτε τα αφήνεις πίσω. Κι ύστερα, αφού έχει περάσει χρόνος, ρίχνεις μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο σου και αναρωτιέσαι: «Μα καλά, μου άρεσαν ποτέ αυτές οι μαλακίες;» Μάλιστα σου άρεσαν αυτές οι μαλακίες, μια φορά κι έναν καιρό. Σου άρεσαν οι τσιχλόφουσκες, που τώρα ούτε από μακριά δεν θέλεις να τις αντικρίζεις. Σε ανεβάζανε οι χονδροειδείς φάρσες και τώρα άμα βλέπεις Σεφερλή ψλοξερνάς. Γούσταρες να βλέπεις γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια και τώρα σου γυρνάει το μάτι ανάποδα έτσι και πέσεις επάνω τους. Γέλαγες με το χιούμορ του Θόδωρου Πάγκαλου…
ΟΚ, θα την πω εγώ την αμαρτία μου αφού δεν την λέει κανένας άλλος. Θα την εξομολογηθώ κι ας με γλεντήσετε. Υπήρχε μια εποχή που διασκέδαζα σφόδρα με τον Πάγκαλο. Που εκτιμούσα το χιούμορ του, που ξεκαρδιζόμουν με τα αστεία του, που η ευστροφία του με έριχνε στα πατώματα. Μπορεί να μην ήμουνα πασόκος, μπορεί να μην τον είχα ψηφίσει ποτέ, μπορεί να τον θεωρούσα αποτυχημένο ως πολιτικό, αλλά το πνεύμα του το εκτιμούσα ιδιαιτέρως. Κάπου μάλιστα, σε κάποιο USB, σε κάποιο σκληρό δίσκο, πρέπει να έχω ακόμη φυλαγμένο εκείνο το βιντεάκι που πάει να μπει στη Βουλή και τον ρωτάει κάτι ο ματσουκοφόρος δημοσιογράφος και γυρνάει ο Πάγκαλος και του απαντάει με μυστήριο χαμογελάκι: «Δεν γαμιέσαι κι εσύ πρωί πρωί!»
Ομολογώ ότι το βρήκα έξοχο. Βρωμοπόδαρο, ναι, έως ψιλοαλήτικο, αλλά έξοχο αναμφιβόλως. Διότι απέδιδε ακριβώς τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του ματσουκοφόρου τω ματσουκοφόρω. Σε μια φράση μέσα, ο Πάγκαλος είχε κλείσει τα αισθήματα ενός ολόκληρου λαού. Έστω, ενός τηλεοπτικού ακροατηρίου, αλλά κι αυτό λίγο το ‘χετε; Πράγμα το οποίο το είχε πετύχει κι άλλες φορές, ιδίως όταν καταφερόταν εναντίον του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου. Τα μάζευε βεβαίως στη συνέχεια, τα έκρυβε κάτω απ’ το χαλί κι άρχιζε το κο-κο-κο, έμενε όμως η εντύπωση της σπινθηροβόλου διανοίας που δεν μάσαγε με όλες τις αστείες ιστορίες και χαζομάρες της πολιτικής ζωής. Ώσπου η πολιτική ζωή, σοβάρεψε…
Διότι εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που ο ΓΑΠ άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, πάει ψόφησε η ανέξοδη ανεκδοτολογία. Μας τελείωσαν ο ενδοοικογενειακός χαβαλές και η πλακίτσα η αιμομικτική. Πλέον, πρέπει να πάρεις θέση ακόμη και στο χιουμοράκι σου το καθημερινό, πρέπει η αιχμή σου να τρυπάει και όχι απλώς να αγγίζει τα παραφουσκωμένα μπαλόνια, πρέπει οι στόχοι σου να είναι πραγματικοί και όχι φανταστικοί. Κάτι που δεν συμβαίνει με τον Πάγκαλο, δεν συμβαίνει ούτε στο ένα από τα δέκα σχόλιά του. Ούτε όταν προσπαθεί να μας πείσει ότι μαζί τα φάγαμε, ούτε όταν δηλώνει πως «υπάρχουν και άλλοι επαναστάτες εκτός από τον Ξηρό που βάφουν τα μαλλιά τους», ούτε όταν ελπίζει «ότι στον ΣΥΡΙΖΑ θα χρησιμοποιούν ψυχιάτρους μεταξύ τους». That joke isn’t funny anymore, που θα έλεγε κι ο Morrissey. Κι ο κόσμος γύρισε την πλάτη στο τρολάκι.
Όπως γίνεται ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις, όσο περισσότερο αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η μπογιά του δεν περνάει πια, τόσο πιο έξαλλος γίνεται. Με αποτέλεσμα ο δόλιος ο Πάγκαλος, αντί να κάτσει στη γωνίτσα του και να καλλιεργεί τα αμπέλια του, να βγάζει διαρκώς αφρούς. Και να επιτίθεται τυφλά σε όποιον κερδίζει τα φώτα της δημοσιότητας. Βλέπε την περίπτωση Βαρουφάκη που ο πρώην υπουργός του την έπεσε γιατί, σύμφωνα με τον ίδιο, έβαζε διαρκώς το χέρι στην τσέπη για να παίζει με το πουλί του. Τόσο ποταπό, τόσο τσίπικο, τόσο χείριστο χιουμοράκι της κακιάς ώρας. Όταν μάλιστα ο Βαρουφάκης τον αγνόησε παραδειγματικά, ο Πάγκαλος τα πήρε ακόμη χειρότερα. Κι ανακάλυψε ότι απευθυνόταν σε αυτόν όταν έκανε λόγο στη Βουλή για «τροφαντό κατεστημένο». Η συνέχεια; Νέος οχετός, νέος χείμαρρος αηδίας. Για λίγες σταγόνες δημοσιότητας, για μια στάλα επιβεβαίωσης, για πέντε γραμμάρια εγωιστικής ανάτασης. Από έναν άνθρωπο όλα αυτά που κάποτε τον βλέπανε και πρωθυπουργό ακόμη. Και θαύμαζαν τον εγκέφαλό του και γελάγανε με τα ευφυή, ευφυέστατα ανέκδοτά του. Και τώρα καταστρέφει, τώρα συντρίβει ό,τι έχει απομείνει από μια πορεία δεκαετιών. Ας πρόσεχε θα μου πείτε, ας προσέχαμε κι οι υπόλοιποι θα συμπληρώσω που τον κάναμε να πιστέψει στο φαιδρό μεγαλείο του.