Οι δεξιοί πολιτικοί νέας κοπής στις λεγόμενες και πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης θεωρούν βούτυρο στο ψωμί τους τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει για να αποτινάξει κανείς την ρετσινιά του αντιπαθούκλα, από το να δείξει στοργή και κατανόηση προς ομάδες ανθρώπων που έχουν ταλαιπωρηθεί αποδεδειγμένα και οι οποίες διεκδικούν την ηθική –κατά κύριο λόγο- αποκατάστασή τους; Ούτε να αυξήσει κανείς τους φορολογικούς συντελεστές χρειάζεται, ούτε να βάλει χέρι στο ταμείο του κράτους, ούτε να συνομολογήσει δάνεια.

Αυτά συμβαίνουν στην αλλοδαπή, στη Μεγάλη Βρετανία φερ’ ειπείν, όπου ο Κάμερον, αν και ακραιφνώς συντηρητικός οικονομικά και κοινωνικά, υποστήριξε με σθεναρό τρόπο το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων να παντρεύονται και πέτυχε να περάσει το σχετικό νομοσχέδιο. Και με τον τρόπο αυτό έπεισε ένα μέρος των ψηφοφόρων που αμφιταλαντεύονται ότι είναι ένας «προοδευτικός» πολιτικός που αξίζει να τον έχουν υπόψη τους στις επόμενες εκλογές. Κι ας τους πριόνισε τα επιδόματα, κι ας κάνει τα στραβά μάτια στις στραβοτιμονιές των τραπεζών. Η στάση του στο θέμα του γάμου των ομοφυλόφιλων τον τοποθέτησε με το μέρος των «καλών», άρα, ό,τι άλλο κάνει δεν είναι γιατί το θέλει αλλά γιατί «έτσι πρέπει».

Τα ίδια δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα. Εδώ, ο υπουργός Δικαιοσύνης αποφάσισε χωρίς να ρωτήσει κανέναν ότι το σύμφωνο συμβίωσης που ισχύει για τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια δεν μπορεί να επεκταθεί και στους ομοφυλόφιλους διότι κάτι τέτοιο δεν είναι σύμφωνο με τους φυσικούς νόμους. Τους φυσικούς νόμους όπως τους εννοεί ο ίδιος και οι «πελάτες» των θρησκευτικών οργανώσεων, φυσικά. Η δεξιά που ο ίδιος έχει κατά νου είναι η μετεμφυλιοπολεμική με τους ρασοφόρους και τα εξαπτέρυγα σε πρώτο πλάνο.

Τα όσα είπε ο κύριος Αθανασίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν αστειότητες. Όσοι έχουν ηλικιωμένους συγγενείς έχουν μια σχετική πείρα αυτών των συζητήσεων γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι και έχουν μάθει να αποφεύγουν να δίνουν συνέχεια. Δεν είναι όμως.

Καταρχήν, διότι δεν κάνουν πιο εύκολη τη ζωή πολλών συμπολιτών μας. Με τέτοιες δικαιολογίες και επιχειρήματα θα ξαναδούμε το άθλιο έργο, την ώρα που κηδεύεται ο σύντροφος του φίλου μας, οι συγγενείς του να λεηλατούν το σπίτι του και τους τραπεζικούς λογαριασμούς του. Κι ας έχει αποκτήσει τα πάντα με την συνδρομή οικονομική και συναισθηματική κάποιου άλλου, κι ας έχουν να μιλήσουν με τον συγχωρεμένο δεκαετίες ολόκληρες. Όλα αυτά που ρυθμίζει το σύμφωνο συμβίωσης θα παραμείνουν στον αέρα.

Κατά δεύτερον, επειδή ουδείς σώφρων πολιτικός προσπερνάει μια χειρονομία δημοσίων σχέσεων ανέξοδη και ανώδυνη που του προσφέρεται στο πιάτο –ελέω Ευρωπαϊκής Ένωσης- και για την οποία δεν αναλαμβάνει επί της ουσίας την ευθύνη. Το πράττει μόνο αν θεωρεί τους ευρωπαίους «εταίρους» ένα πρόσχημα, κουτόφραγκους που θα του επιτρέψουν να τους μεταχειριστεί ως μέσο πίεσης για να εφαρμόσει πολιτικές αντιδιαμετρικά αντίθετες με τις δικές τους. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δείχνει ότι ίσως τα πράγματα να μην είναι τόσο ρόδινα…