Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει αποικιοκρατικό παρελθόν. Δεν την βαρύνουν τη συνείδησή μας θηριωδίες όπως εκείνες των Βρετανών στην Ινδία, των Γάλλων στη βόρεια Αφρική και στην Ινδοκίνα, των Ολλανδών στην Ινδονησία (οι χειρότεροι όλων!), των Γερμανών και των Ιταλών στη μαύρη ήπειρο. Κάτι ψιλοεκδρομές κάναμε ως την Σικελία και τη Μασσαλία, η Ιωνία ήταν δικό μας μαγαζί και, όσο για τον Αλέξανδρο, όσους τους έφαγε τους έφαγε στα πεδία των μαχών. Τα βασίλεια που προέκυψαν από τους άθλους του δεν ήταν τίποτε άλλο από απλή συνέχεια των προηγουμένων εξουσιών. Τελεία.

Οπότε; Οπότε κάποιο δίκιο έχουμε να γκρινιάζουμε συχνά και πυκνά για όσα τραβάμε ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας των Δυτικών. Σου λέει ο μέσος Έλληνας: εγώ δεν την έκανα μαντάρα την Αλγερία, δεν το ξήλωσα το Βιετνάμ, δεν διαίρεσα την Αραβία καταπώς με βόλευε για να μην ειρηνεύσει στους αιώνας των αιώνων. Άρα, όταν έρχονται εδώ όλοι οι δυστυχείς άνθρωποι που μεταναστεύουν αναγκαστικά για να ξεφύγουν από τις συνέπειες των λαθών σας κύριοι Ευρωπαίοι, καλόν είναι να με βοηθάτε και να μην κάνετε τα στραβά μάτια. Και απαντούν βεβαίως οι Ευρωπαίοι: ας μην ήσουνα κορόιδο και ας μην υπέγραφες το Δουβλίνο ΙΙ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Τέλος πάντων, τα δίκια μας τα έχουμε. Όχι για να εκδηλώνουμε ρατσισμό και αηδία, εννοείται. Αλλά για να ζητάμε μια χείρα βοηθείας από τους φίλους και συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτός, κι αυτό το «εκτός» έχει μεγάλη σημασία, από τις περιπτώσεις εκείνες που το έχουμε βάλει κι εμείς το χεράκι μας. Όταν, για παράδειγμα, αποφάσισαν Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι να ρίξουν τον Καντάφι, όχι γιατί ήταν δικτάτωρ αλλά για να βάλουν χέρι στα πετρέλαια της Λιβύης, δεν είδα επίσημα χείλη εξ Ελλάδος να διαμαρτύρονται σφόδρα. Κι εκεί την πλήρωσε προσφυγικώς η Ιταλία, γιατί ήταν πιο κοντά. Στην περίπτωση της Συρίας ωστόσο, ήρθε και η δικιά μας η σειρά να λάβουμε μερίδιο.

Διότι και στη Συρία, για το πάπλωμα ήταν ο καυγάς. Μία και μοναδική ναυτική βάση είχε στη Μεσόγειο η Ρωσία και θέλανε οι Ευρωπαίοι με τους Αμερικάνους να την καταργήσουνε. Δεν τους έκανε το χατίρι ο Άσαντ, βουρ να τον φάμε τον αιμοσταγή τύραννο. Και ξεκίνησε ο εμφύλιος και προέκυψαν πάνω από εκατό χιλιάδες νεκροί και πάνω από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες. Και κάποιοι εξ αυτών των τελευταίων έφτασαν ως εδώ και ζητάνε άσυλο. Κι οι ελληνικές αρχές δεν ξέρουν τι να κάνουν. Κάθονται και κοιτάνε τους κακόμοιρους του Συντάγματος, που έφυγαν από τον έναν εφιάλτη και βρέθηκαν στον άλλο. Κρατούντες πανικόβλητοι μπροστά στην ευθύνη, κυβερνώντες παγωμένοι εμπρός στον πόνο. Λες και δεν ξέρανε ότι κάποτε η καυτή πατάτα θα κατέληγε και στα χέρια τα δικά μας. Λες και δεν καταλάβαιναν ότι οι αμαρτίες πληρώνονται σ’ αυτό ντουνιά, όσο και να παραστήσεις τον άσχετο.

Τώρα λοιπόν ήρθε η ώρα του λογαριασμού. «Όσοι ταλαιπώρησαν, θα ταλαιπωρηθούν», που είχε πει μια φορά κι έναν καιρό ο εθνάρχης Καραμανλής. Τώρα λοιπόν θα ταλαιπωρηθούμε κι εμείς, γιατί νομίσαμε ότι υπάρχει μόνο δράση και δεν υπάρχει αντίδραση. Κι υφίσταται «ανθρώπινος τρόπος» απομάκρυνσης των προσφύγων από το Σύνταγμα, να μου τον πείτε κι εμένα. Εκτός κι αν μπερδεύουμε τα μπουνίδια, με τα παλαμάκια των παντοτινών χειροκροτητών…