-«Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι, κηρύχτουν τη λιτότητα. Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα, ζητάνε θυσίες. Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν…»

Μπ. Μπρεχτ, «Όπερα της Πεντάρας»
 

 

Και ξαφνικά μια κοινωνία, σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, είναι εδώ χωρίς να θυμόμαστε πως ξεκίνησε η ύπαρξη της! Ένα Κέντρο πόλης με άστεγους στα πεζοδρόμια, σιωπηλούς μάρτυρες με χαρτόνια στο χέρι «Δεν έχω να φάω» και βλέμματα καρφωμένα στην άσφαλτο, σε απόσυρση. Με σκοτάδια και εξαρτημένους να αφήνονται σε γρήγορους θανάτου, νέους τύπους ναρκωτικών. Με ιερόδουλες, που δεν έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κορμιού τους, αλλά σύρονται στην αναγκαστική επαφή-βιασμό πληγής των 5 ευρώ. Με «κοπάδια κοπάδια στα υπουργεία» πτυχιούχων κάθε μέρα και αιτήσεων για την Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Σουηδία… Με συσσίτια και μοιρασμένα τρόφιμα. Με μεγάλες καμπάνιες φιλάνθρωπων καναλιών, που συνήθως τα έχουν και πάμπλουτοι ιδιοκτήτες για ρούχα, σχολικά, φάρμακα. Να τρέξουμε οι φτωχοί να δώσουμε στους πάμφτωχους…

Και έξω απ’ το Κέντρο, μακριά, σαν σε αλλονών πατρίδα, φαραωνικές βίλες σε βουνοπλαγιές ειδυλλιακών, καταπράσινων -σαν από ταινία Χολιγουντιανή- προαστίων και νέων περιοχών, μοντέρνα σχεδιασμένων, μόνο για βαθύπλουτους. Προσωπικές ασφάλειες, κάμερες να κοιτάνε  προς τους δημοσίους -ακόμα!- δρόμους, αστυνομικές περίπολοι, μεγάλες μάντρες! Να κλειστεί η ασχήμια, η ασθένεια, η «μιζέρια», η αλήθεια έξω! Κάποια κλικ φωτογραφικά αργότερα και τραγουδιστές, της μόδας μοντέλα ανέκφραστα -η ομορφιά στην υπηρεσία της ανθρωπιάς πάντα!- πάμπλουτες ομάδες ολίγων θα ποζάρουν για κάποιο σκοπό, ως ηγεμόνες, ως ανόητες, σε κακοπαιγμένο ρόλο συμπονετικές Αντουανέτες,  που για να φάνε τα ορφανά θα θυσιάσουν την καινούργια τους αλέα με εξωτικά δέντρα, ναρκισσιστικά γεμάτες θαυμασμό για το τι καλές που είναι!

Τα αξεσουάρ και μόνο των κυριών των κοσμικών γκαλά, της γκλάμουρους φιλανθρωπίας, θα μπορούσαν να σώσουν ζωές. Αν κυκλώσεις με κόκκινο μαρκαδόρο τα πολύτιμα και πανάκριβα μπιχλιμπίδια τους και γράψεις τις τιμές, θα υπολογίσεις: Ένα μόνο σκουλαρίκι είναι το γάλα της χρονιάς ενός παιδιού σε ορφανοτροφείο. Ένα ζευγάρι παπούτσια (πολύ ωραία είναι αλήθεια!), οι εξετάσεις, τα φάρμακα, τα ρούχα για ζεστασιά και αξιοπρέπεια ενός ηλικιωμένου στο γηροκομείο. Οι τουαλέτες, τα ρολόγια, τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια, τα μανικετόκουμπα, όλα μαζί μπορεί και να υπερκαλύπτουν τους προϋπολογισμούς και τις ανάγκες του Ασύλου Ανιάτων, του Χαμόγελου του Παιδιού, του Μητέρα, των Παιδικών Χωριών SOS, του Νηπιοτροφείου της Καλλιθέας, του «Αμαλείο»…

Μπορούν να βάλουν, απλά, μια οικογένεια σε ένα σπιτάκι και να της προσφέρουν ζεστασιά και ρεύμα να διαβάζουν τα παιδιά, να αγοράζουν παλτουδάκια, παπούτσια, μολύβια, φαγητό… Μπορούν να σπουδάσουν φτωχούς φοιτητές σε συγκατοίκηση σε ένα διαμέρισμα, να δώσουν εξετάσεις και βοήθεια υγείας σε ναρκομανείς, να βάλουν σιδεράκια και σφραγίσματα σε δόντια αστέγων, εξαρτημένων, μεταναστών. Και αυτά να συμβούν χωρίς πόζες, χωρίς την ανάγκη του χειροκροτήματος, την υποκρισία πως τάχα νοιαζόμαστε, όταν για μια εμφάνιση στα κοσμικά γκαλά έχουν στενάξει οι πλαστικοί, τα κομμωτήρια και τα σαλόνια μόδας, τα κοσμηματοπωλεία και έχουν δοθεί τρελά λεφτά για την ματαιοδοξία με άλλοθι την «προσφορά».

Θα μου πεις, πάλι καλά που κάνουν κι αυτό! Κάτι δίνουν έστω κι έτσι! Συμπάσχουν! Ποιοι; Αυτοί που από διηγήσεις έχουν ακούσει -από διηγήσεις λέω!- ότι άστεγοι πεθαίνουν από το κρύο στα πεζοδρόμια της Αθηνάς, ότι η ΔΕΗ κόβει το ρεύμα στα σπίτια ενώ το αυξάνει κάνοντας πολυτέλεια την ηλεκτροδότηση της χώρας, ότι παιδιά δηλητηριάζονται από μαγκάλια, ότι άνθρωποι αυτοκτονούν από απελπισία, ότι νέοι σκοτώνονται για ένα εισιτήριο λεωφορείου, ότι οι Έλληνες ξεπαγιάζουν καίγοντας ότι μπορούν σε τζάκια και αγκαλιάζουν αερόθερμα, πως για ένα μεροκάματο πείνας σακατεύονται μέσες, αυχένες, πνεύμονες και -κυρίως- παρατημένες αξιοπρέπειες; Πώς να καταλάβουν από λέξεις τι σημαίνει αδιέξοδο, μαυρίλα, σκοτεινιά, δολοφονημένη ελπίδα; Πώς να καταλάβουν οι χορτασμένοι τους πεινασμένους;

Μια φορά κι έναν καιρό, οι πλούσιοι, οι ισχυροί αυτής της χώρας, τα έδιναν όλα για ένα έθνος που ήταν φτιαγμένο από αυτοθυσία φτωχών και που βρίσκονταν ακόμα στα χαρτιά. Μόλις που υπήρχε η Ελλάδα και στο τέλος πέθαιναν στην ψάθα για κάτι μεγαλύτερο απ’ τους ίδιους: το λαό της! Τώρα; Αν δεν βγάζουν τα λεφτά που κερδήθηκαν με λαμογιές και παλιανθρωπιές στο εξωτερικό, πριν πάνε στις φυλακές για τον ομιχλώδη πλουτισμό τους ή ξέρω γω τι άλλο, κάνουν τάχα, τους ανθρωπιστές με λεφτά της πλάκας για τα δεδομένα τους! Και να οι βαλίτσες με τα λεφτά στην Ελβετία και να οι οφ σορ και να οι μεγάλες, οι τεράστιες φοροδιαφυγές και να μετά πάρτε και ένα γκαλά αυτοδιαφημισμένης ανθρωπιάς! Και όπου η συμπόνια, φυσικά, συναντά την πόζα και τα καλέσματα, μιλάμε για οργανωμένη καμπάνια δημόσιων σχέσεων. «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» λέει ακόμη και η Αγία Γραφή… Αλλά, θα μου πείτε, το χρήμα είναι πάνω και από τις θρησκείες… Αυτές υπολογίζονται μόνο από εκείνους, που χρειάζονται ελεημοσύνη…

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι Συγγρός, Αβέρωφ, Στουρνάρης, Αρσάκης, Σβαρτς, Βαρβάκης, Βούλγαρης (ναι, ναι, του οίκου Bulgari), οι οικογένειες Ζάππα, Δουμπά, Σίνα και τόσοι τόσοι άλλοι. Άνθρωποι που έκαναν περιουσίες τεράστιες και τα γύρισαν -αν όχι όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία- ένα μεγάλο μέρος τους σ’ αυτή την χώρα. Έφτιαξαν σχολειά, ορφανοτροφεία, βιβλιοθήκες, Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο, Ακαδημίες, νοσοκομεία, ακόμα και φυλακές -όχι υπόγειες και με αλυσίδες. Απάλυναν τον πόνο, ενός λαού που ήθελε να υπάρξει. Και ήταν σκοπός ζωής και τιμή τους. Τώρα πια, ως και οι πλούσιοι μας, οι ολιγαρχίες, μικροί ηγεμονίσκοι, με πλευρές των βουνών των Βορείων Προαστίων ως φέουδα-οικίες, είναι κατώτεροι των περιστάσεων και των εποχών…

Διαβάζω ξανά για την φιλοπατρία των Βλάχων -των λατινόφωνων Ελλήνων που χρησιμοποιούνται στις μέρες για να δείξουν τον μη κοσμοπολίτη από άσχετους- πως ζούσαν με το όραμα της μόρφωσης, της παιδείας, της καλλιέργειας που θα μας διαφοροποιούσε απ’ τους Οθωμανούς, τους δυνάστες μας. Για ποια μόρφωση μιλάμε σήμερα; Όπου τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια προ των πυλών, θα αποκλείσουν ακόμα μια φορά τα παιδιά της εργατικής τάξης από την όποια αξιοκρατική τους επιτυχία και θα απαλλάξουν το κράτος από την υποχρέωση του να μορφώνει το λαό του; Μιλάμε για την αποθέωση της αγραμματοσύνης της πίστας, της μουγκής μπουζουξούς με τους κοιλιακούς, του ποδοσφαιριστή-παικταρά, της αστοιχείωτης παρουσιάστριας, του μοντέλου-βίζιτα! Γιατί η μόνη αρετή που έχει αγοραστικό αντίτιμο πια, είναι το τι έχεις και όχι το τι είσαι και τι προσφέρεις!

Διαβάζω λοιπόν, πως τότε, εκείνη τη φορά και εκείνον τον καιρό, τόσο πίστευαν πως η μόρφωση σώζει που ακόμα και οι πάμφτωχοι γίνονταν δωρητές για ένα όραμα: Μια σπουδαία Ελλάδα στο μέλλον. Ήταν λέει, ένας πολύ φτωχός Μετσοβίτης που τον λέγανε Όκα. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, παγωμένο, όπως αυτά που ετοιμαζόμαστε να ζήσουμε και φέτος, ξεψύχησε απ’ το κρύο. Στο χέρι του, όταν τον βρήκαν κράταγε το πουγκί του με το μοναδικό του τάλιρο μέσα και ένα σημείωμα που έγραφε: «Για τον έρανο του Πανεπιστημίου Αθηνών». Το τάλιρο αυτό, μαζί με τις 28 δραχμές ενός άλλου πολύ φτωχού Μετσοβίτη ονόματι Φαφαλά, συγκίνησαν και ευαισθητοποίησαν τόσο πολύ την Αθηναϊκή κοινωνία ώστε να πολλαπλασιαστούν οι δωρεές και να πετύχει ο έρανος για να φτιαχτεί Πανεπιστήμιο!

Εκείνη τη φορά και εκείνο τον καιρό, υπήρχε και ένας άλλος αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Τον λέγανε Ιωάννη Μπάγκα και ήταν από την Κορυτσά. Με πείνα, στερήσεις, επιμονή και ξενιτιά έγινε πολύ πλούσιος στην Ρουμανία. Μεγάλος πια, γύρισε στην Ελλάδα και ήρθε στην νεαρή, όλο υποσχέσεις και αριστοκρατική Αθήνα. Δώρισε όλη του την περιουσία του στο ελληνικό κράτος! Κράτησε για τον εαυτό του 500 δρχ. τον μήνα και με αυτές φρόντιζε να τρέφονται και να ζουν σχετικά καλά ήρωες του Αγώνα που αγνοήθηκαν από το επίσημο, καινούργιο κράτος που μάλλον ποτέ -το κράτος έτσι, όχι η Ελλάδα- δεν έγινε αντάξιο όλων αυτών των θυσιών!

Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Όχι! Δεν είχαν κανέναν τίτλο! Δεν πόζαραν για πορτρέτα, δεν πρόσφεραν ζητώντας θαυμασμό ή φτιάχνοντας το δημόσιο προφίλ τους! Όμως τελικά, τι έχει αξία στο χρόνο; Τα έργα των ανθρώπων ή τα προσωπικά τους αποκτήματα; Και ποιανού η ψυχή αξίζει μια μνήμη και μια ευχή για συγχώρεση; Του αγράμματου, αμόρφωτου, ξεπαγιασμένου Όκα με το μοναδικό τάλιρο του στο χέρι για το Πανεπιστήμιο για να βγάλει η Ελλάδα επιστήμονες ή εκείνων που θα βάλουν υπογραφή για να αποκτήσουν οι πλούσιοι φιλάνθρωπους της πόζας με τίτλους κανονιστικών σπουδών;

«… Οι άνθρωποι παραείναι ανθεκτικοί, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά σε βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ…».Για να τελειώσουμε, όπως αρχίσαμε, με Μπρέτολ Μπρέχτ…

Και όλοι εμείς, αντέχουμε ακόμα…