Γήπεδο Καραϊσκάκη, βράδυ μιας Τετάρτης, πριν από δυο-τρεις εβδομάδες. Άλλος διαβάζει εφημερίδα, άλλος ακούει μουσική. Άλλος συζητάει με τον διπλανό του κι άλλος κινδυνεύει να πνιγεί από τα τσόφλια του πασατέμπο που έχει καταναλώσει. Άπαντες περιμένουν την ομάδα με τα κόκκινα να βγει στο χορτάρι για να ξεχαρμανιάσουν ποδοσφαιρικά. Μέχρι που…
Μέχρι που μια πιτσιρίκα στη θύρα όπου καθόμαστε (ήταν δεν ήταν 15) σηκώνεται από τη θέση της και αρχίζει να τραβάει φωτογραφίες. Όχι από το γήπεδο ή από τους παίκτες που έκαναν προθέρμανση. Όχι. Ούτε από την παρέα της, έναν αναψοκοκκινισμένο από την ντροπή αδερφό και μια μάνα “ούνα φάτσα ούνα ράτσα”. Ούτε. Τραβούσε φωτογραφίες τον εαυτό της.
Συνεχώς. Μανιωδώς. Σε δεκάδες διαφορετικές πόζες. Μία από εδώ το μαλλί, μία από εκεί. Μία στα δεξιά το κεφάλι, μία στα αριστερά, μία κατεβασμένο νιαζιάρικα, μία ψιλοσηκωμένο υπερήφανα. Δεκάδες οι παραλλαγές, του κεφαλιού, του σώματος, της στάσης, του βλέμματος.
Μονάχα ένα πράγμα παρέμενε ίδιο σε κάθε, μα κάθε φωτογραφία: το στόμα.
Ένα στόμα που ήταν λες και είχε πάθει εγκεφαλικό, ένα στόμα μόνιμα κολλημένο σε duck face κατάσταση.
Αν δεν ξέρεις κυρ αναγνώστα τι είναι duck face, θα σου το δείξω ευθύς αμέσως στην εικόνα που ακολουθεί (και μετά θα σε παρακαλέσω να σταματήσεις το διάβασμα αυτού του άρθρου και να αποχωρήσεις. Ευχαριστώ.)
Το φαινόμενο selfie, που λέτε, δεν θα ήταν τόσο ενοχλητικό αν δεν εμπεριείχε το υποφαινόμενο duck face.
Θέλω να πω ότι, ok σου αρέσει να αυτο-φωτογραφίζεσαι, κουβαλάς το ψώνιο σου, δεν τρέχει μία. Ακόμη και ο μεγαλύτερος ναρκισσισμός κρύβει μια κάποια λογική από πίσω του. Ποια λογική υπάρχει όμως, ρε διάολε, στο να σουφρώνεις τα χείλη σου μπροστά από το φακό του κινητού σου; Κάπου, κάποτε θα άκουσες ενδεχομένως πως είναι σέξι και… γκαυλωτικό (που θα έλεγε και ο φίλος μου ο Ξανθάκης). Δεν παίζει, σου λέω. Όσο σέξι είναι το σαγόνι του Γκμοχ, άλλο τόσο είναι και τα ρυτιδιασμένα από την εσκεμμένη πίεση χείλη σου.
Και ξέρετε ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό; Το μεγαλύτερο κακό είναι πως το duck face τείνει να εξελιχθεί σε κοινωνική νόρμα, σε κάτι το εντελώς φυσιολογικό και καθολικά αποδεκτό. Πώς μας έλεγαν παλιά πριν βγάλουμε φωτογραφία «χαμογέλα»; Ε, έτσι τώρα και ιδίως στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 20 το να κάνεις παπιόφατσα όταν ποζάρεις για φωτογραφία φαντάζει ως προαπαιτούμενο για τη λήψη της φωτογραφίας.
Κι εντάξει οι παιδούλες. Όσο να’ ναι βρίσκονται στην ηλικία εκείνη που υιοθετούν με λύσσα το οτιδήποτε φαντάζει ότι ενισχύει την άγουρη τους θηλυκότητα. Οι πιτσιρικάδες, όμως; Γιατί ρε αγοράκι μου υιοθετείς έτσι, χωρίς καμία αιδώ, το τρίπτυχο selfie – duck face – χνούδι στο μουστάκι; Πού είναι μωρε εκείνο το “πουλάκι” που τόσο αγαπήσαμε και τόσο ψάξαμε για να βρούμε στα νιάτα μας; Ή και το αγγλοσαξονικό “cheese”, έστω;
Ο ιός έχει μπει και στο σπίτι μου. Έχω μια ανηψούλα που -εκτός από το γεγονός ότι έχει λογαριασμό στο Facebook στα 14 της- δεν έχει αφήσει φωτογραφία για φωτογραφία της που να μην σουφρώνει τα χείλη. Μιμητισμός δίχως άλλο, ακολουθεί όλα όσα βλέπει στον υπέρλαμπρο γι’ αυτήν κόσμο του διαδικτύου. Δεν σας το κρύβω πως αρκετές φορές έχω σκεφτεί σοβαρά να πιάσω τη ξάδελφή μου (και μητέρα της) για να της ρίξω κανά…γαλλικό (και να με σχωράτε για το επιθετικό της γραφής μου). Τόσο επειδή έχει αφήσει την κόρη της να κυκλοφορεί χύμα στους διαδαλώδεις και σκοτεινούς (για την ηλικία της) διαδρόμους του συγκεκριμένου κοινωνικού δικτύου, όσο κι επειδή προφανώς δεν της έχει εξηγήσει ποτέ της το πόσο, μα πόσο όμορφη είναι όταν χαμογελάει. Κι ότι δεν χρειάζεται να ακολουθεί την πεπατημένη για να αρέσει.
Και γιατί να της τα πει, άλλωστε;
Έτσι κι αλλιώς, η μόστρα και η μόδα ήταν ανέκαθεν οι μεγάλοι νταβάδες των ζωών ημών των 30βάλε. Λογικό δεν είναι να περάσει ως νοοτροπία και στην πιτσιρικαρία;