Οι ουρανοί ορθάνοιχτοι. Βρήκα κι εγώ μέρα ο αθεόφοβος να πάω στη δουλειά με το αυτοκίνητο κι όχι με το μετρό όπως καθημερινά συνηθίζω. Κίνηση, βαβούρα, περίεργοι οι δρόμοι γενικότερα. Όχι και το καλύτερο μομέντουμ για να αναθερμάνει κανείς τη σχέση του με το αστικό περιβάλλον.
Στην Κηφισίας, λίγο πριν τον Παράδεισο, ακούγονται εμμονικές κόρνες και σειρήνες. Το ασθενοφόρο εμφανίζεται στον εσωτερικό μου καθρέφτη. Κάνω δεξιά, περνάει. Το ίδιο κάνουν και τα δύο προπορευόμενα αμάξια, όλα μια χαρά. Ώσπου φτάνει στη διασταύρωση.
Οι κόρνες του γίνονται τώρα ακόμη πιο επίμονες, προσπαθεί να ειδοποιήσει τα ΙΧ που έρχονται από αριστερά του έχοντας πράσινο, ότι θα πρέπει να διακόψουν την κίνησή τους για να περάσει. Αλλά φευ… Δεν σταματάει ο πρώτος, δεν σταματάει ο δεύτερος, δεν σταματάει ο τρίτος, σιγά μην σταμάταγε ο τέταρτος. Κύριοι… Πέρασαν όλοι και μετά δέησε να βάλει πρώτη το ασθενοφόρο. Ομορφιές.
Η απλή νεοελληνική λογική δεν αποκλείει την πιθανότητα ο οδηγός του ΕΚΑΒ να μπούχτισε από την κίνηση και να έβαλε τις σειρήνες γιατί βιαζόταν να πάει να πάρει πιο γρήγορα τον καφέ του από τα έβερεστ. Όλα παίζουν.
Ωστόσο, αυτό που ξέρω είναι πως σε φυσιολογικές συνθήκες και με φυσιολογικούς οδηγούς στο τιμόνι τους, τα ασθενοφόρα εκτελούν συγκεκριμένο έργο: είτε μεταφέρουν, είτε βρίσκονται καθοδόν για να παραλάβουν κάποιον που βρίσκεται σε ανάγκη. Η σειρήνα και η κόρνα είναι τα «όπλα» του για να φτάσει έγκαιρα στον προορισμό, εκεί όπου μια καθυστερημένη άφιξη ορισμένων λεπτών ή δευτερολέπτων μπορεί να αποβεί μοιραία. Όπως μοιραία μπορεί να ήταν και για κάποιον άτυχο συμπολίτη τα δευτερόλεπτα που αναγκάστηκε να περιμένει ο οδηγός του ασθενοφόρου στην Κηφισίας για να περάσουν οι «αμ-δε-που-θα-περάσεις-πρώτος».
Πολύ πιθανόν να είναι οι ίδιοι που αν άφηναν το ασθενοφόρο να περάσει, θα πήγαιναν και θα κολλούσαν από πίσω του για να γλιτώσουν την κίνηση. Δεν είναι γι’ αυτούς το «περίμενε», είναι για τους χαζούς που κάθονται και χολοσκάνε μποτιλιαρισμένοι.
Πολύ πιθανόν να είναι ο ίδιος που έχει κάνει την ύπαιθρο ανά τη χώρα προσωπική του χωματερή, πετώντας οτιδήποτε χωράει να περάσει από το παράθυρο του αυτοκινήτου του. Ο ίδιος που βιάζει την κόρνα του κάθε τρεις και λίγο και χωρίς ουσιαστικό λόγο, ο ίδιος που μπαίνει σφήνα από τα πλάγια και έρχεται και κάθεται μπροστά σου στο φανάρι ενώ είσαι πρώτος στη σειρά μετά από κανά δεκάλεπτο αναμονής. Με το αριστερό χέρι έξω πάντα.
Ο ίδιος που δεν συγκινείται με τις μπάρες για τους ανάπηρους, ο ίδιος που δεν του λένε κάτι τα όρια ταχύτητας μέσα στην πόλη, ο ίδιος που «νταξ μωρέ, άδεια ήταν η εθνική, γιατί να μην πατήσω τα 200 αφού;». Ο ίδιος που δεν θα σε αφήσει να περάσεις πρώτος στο αντάμωμα στο στενό δρομάκι, ο ίδιος που δεν θα δεις να σου χαμογελά αφού του δώσεις προτεραιότητα. Ο ίδιος που θα φυσήξει τα ντουμάνια του στον ουρανό του αυτοκινήτου κι αυτά θα γυρίσουν μπούμερανγκ στο 6χρονο πιτσιρίκι του πίσω καθίσματος.
Έτσι γίναμε ή έτσι ήμαστε πάντα; Δεν ισοπεδώνω τίποτα και βεβαίως δεν λέω ότι όλοι όσοι κρατάμε τιμόνι σε αυτή τη χώρα είμαστε ταλιμπάν. Απλά το σημερινό κοκάλωσε τη σκέψη μου: Ποια η ψυχολογία ενός τέτοιου οδηγού, τέλος πάντων; Πώς μπορείς να παίζεις ενάντια στην πιθανότητα τα δευτερόλεπτα που καθυστέρησες το ασθενοφόρο να είναι αυτά που θα κρίνουν την μάχη ενός συνανθρώπου σου με το θάνατο; Δεν μπορεί ρε συ, δεν γίνεται…
Κι αν την βλακεία υπάρχει μία στο εκατομμύριο να την νικήσεις με επιχειρήματα, με την αναισθησία τι μπορείς να κάνεις, ρε φίλε; Μου λες;